Τα Χριστούγεννα είναι μια παιδική υπόθεση. Το σχολείο σταματάει, τα πάντα φωτίζονται εορταστικά, τα σπίτια μετατρέπονται σε φρούρια ζεστασιάς που κοιτούν το χιόνι να πέφτει έξω από το παράθυρο και ένας αγαθός γίγαντας με κόκκινη στολή και άσπρα γένια έρχεται ιπτάμενος από μια άγνωστη χώρα του Βορρά για να φέρει δώρα. Κι ενώ με το ενήλικο μυαλό μας γνωρίζουμε πως όλα αυτά ξεκίνησαν από μια πανάρχαια διονυσιακή γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου και πως τα δώρα που στέκονται κάτω από το στολισμένο δέντρο αποτελούν μακρινό απόγονο της βιομηχανικής επανάστασης, έχει άραγε νόημα να πούμε στα παιδιά πως δεν υπάρχει Aγιος Βασίλης;
Oταν τα πολύχρωμα λαμπάκια αναβοσβήνουν υπνωτικά και έξω φυσάει ο κρύος αέρας, ακόμα και στη σημερινή, αλλόκοτη κοινωνική συγκυρία όπου όλα απομυθοποιούνται, τα παιδιά ακόμα μαγεύονται από το πνεύμα των ημερών – και, κάποιες στιγμές, ακόμα και οι ενήλικοι. Οι ενήλικοι, που είναι αυτοί που καλούνται να γράψουν νέα χριστουγεννιάτικα παραμύθια για τα παιδιά, εμπλουτίζοντας αρχέγονες και μοντέρνες πηγές με νέες παραλλαγές, κρατώντας το μαγικό ξόρκι ζωντανό. Και για να το κάνουν αυτό πετυχημένα πρέπει να δουν με τα μάτια των παιδιών.
Αυτή είναι η δουλειά των παραμυθάδων των Χριστουγέννων, αυτών που έφτιαξαν μέσα στους αιώνες αμέτρητες εκδοχές της ίδιας χειμερινής μυθολογίας, κάπου ανάμεσα στον παγανισμό και τη χριστιανοσύνη, στο οικείο και το απόκοσμο, το φως και το σκοτάδι. Κάποια ονόματα έρχονται αμέσως στον νου, όπως π.χ. ο Τσαρλς Ντίκενς (με τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του) ή ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν (με τον «Καρυοθραύστη» του). Αμφότεροι δημιούργησαν κόσμους γεμάτους χριστουγεννιάτικα φαντάσματα και στρατιές από παιχνίδια που ζωντανεύουν.
Υπάρχουν όμως κι αυτοί που έδωσαν εικόνα στα παραμύθια. Οι ζωγράφοι, οι εικονογράφοι, οι σχεδιαστές των κόμικς. Αφανείς ήρωες του παραμυθιού, σεμνοί υφαντές παιδικών ονείρων που το όνομά τους δεν έμεινε στη συλλογική μας μνήμη. Ακόμα και οι εγχώριοι γίγαντες της παιδικής εικονογράφησης, όπως ο Κώστας Γραμματόπουλος (που ζωγράφισε τα διάσημα παλιά σχολικά αλφαβητάρια με τα οποία μεγάλωσαν γενιές Ελλήνων) ή ο Γιάννης Κεφαλληνός (που εικονογράφησε το εκπληκτικό «Παγώνι» του Ζαχαρία Παπαντωνίου), παραμένουν, στους περισσότερους από εμάς, άγνωστοι. Το παιδικό βιβλίο του 20ού αιώνα ήταν ένα εργοτάξιο εξαιρετικών εικόνων, κι όμως στέκεται σαν άγνωστη χώρα μέσα στον απέραντο χάρτη της παγκόσμιας εκδοτικής δραστηριότητας.
Στο αφιέρωμα αυτό θα ταξιδέψουμε πέρα από τον Ατλαντικό, βρίσκοντας στην Αμερική του ’50 και του ’60 μερικά άγνωστα επεισόδια του έπους της παιδικής εικονογράφησης των γιορτών. Τρεις Αμερικανοί εικονογράφοι, δύο άνδρες και μία γυναίκα, καθώς και ένας Ελβετοαμερικανός εκπληκτικού καλλιτεχνικού διαμετρήματος, μας μιλούν ο καθένας με την πένα και τη φαντασία του για τα δικά τους παιδικά Χριστούγεννα.
Δύσκολα θα βρούμε δημιουργό παιδικού περιεχομένου που άφησε πίσω του τόσο πλούσιο «χριστουγεννιάτικο» υλικό όπως ο Ροζέρ Ντιβουασάν (Roger Duvoisin). Γεννημένος στη Γενεύη το 1904, αρχικά δούλεψε ως σχεδιαστής σκηνικών, τοιχογραφιών και αφισών, ήταν όμως η ενασχόλησή του με τον σχεδιασμό υφασμάτων που τον έφερε στη Νέα Υόρκη, όπου βρήκε μια δουλειά στον χώρο. Εκεί, στις αρχές του ’30 καταπιάστηκε με τη συγγραφή και εικονογράφηση ενός βιβλίου για τον γιο του, του «A Little Boy Drawing», που εκδόθηκε το 1932. Ακολούθησε το «Donkey, Donkey», που καθιέρωσε το όνομά του στο παιδικό βιβλίο και αποτέλεσε την απαρχή μιας βαθιά δημιουργικής καριέρας στον χώρο.
Το 1938 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, και όσο κι αν βρήκε μια νέα πατρίδα στην Αμερική, οι ευρωπαϊκές καταβολές του ήταν πάντα έκδηλες στο έργο του. Ο Ντιβουασάν είχε μια έντονα «γραφιστική» ποιότητα στις εικόνες του: χειρόγραφη τυπογραφία και καλλιγραφία με γνώση και αγάπη για το σχήμα του γράμματος, συνθέσεις γεμάτες δύναμη και μια μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Οι εικόνες του θύμιζαν μεγάλους γελοιογράφους από την Ευρώπη όπως δύο συγχρόνους του, τον ουγγρικής καταγωγής Γάλλο Αντρέ Φρανσουά και τον ρουμανικής καταγωγής Αμερικανό Σολ Στάινμπεργκ. Η πένα του μεγάλου Στάινμπεργκ έγινε συνώνυμη με το περιοδικό New Yorker, για το οποίο σχεδίασε πολλά εξώφυλλα, όπως έκανε και ο ίδιος ο Ντιβουασάν.
Θαυμάζοντας ένα από τα «χριστουγεννιάτικα» εξώφυλλά του για το εμβληματικό περιοδικό, από τεύχος της 16ης Δεκεμβρίου 1939, είναι λες και βλέπουμε μια προοικονομία για το μέλλον και το έργο ενός άλλου μεγάλου Ευρωπαίου σχεδιαστή, του μεταγενέστερου Γάλλου Ζαν-Ζακ Σανπέ. Στην εικόνα, ανάμεσα σε ένα δυστοπικό σκηνικό αστικού μαρασμού (προφανώς απομεινάρι της οικονομικής κρίσης που είχε προηγηθεί στη δεκαετία του ’30), ένα μικρό μαγαζάκι στέκεται αθώο, φωτεινό και πολύχρωμο μέσα στο μουντό, γκρίζο φόντο, ντυμένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Ηταν όμως μέσα στις εικόνες και τις ιστορίες που έφτιαξε για τα Χριστούγεννα των παιδιών, που μεγαλούργησαν. Εγραψε και εικονογράφησε πάνω από 40 παιδικά βιβλία, με πρωταγωνιστές ήρωες που δημιούργησε ο ίδιος, κωμικά ανθρωποποιημένα μέλη του ζωικού βασιλείου όπως η χήνα Πετούνια, η οποία στο βιβλίο «Petunia’s Christmas» του 1952 ερωτεύεται τον Τσαρλς, έναν αιχμάλωτο χήνο (που προορίζεται να φαγωθεί στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι) και μεταμφιέζεται σε Αγιο Βασίλη για να τον σώσει. Τελικά τα καταφέρνει και το βιβλίο κλείνει με μια απίστευτη εικόνα, όπου η Πετούνια και ο Τσαρλς χορεύουν σε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο πάρτι ανάμεσα σε ανθρώπους και άλλα ζώα. Η Chicago Tribune είχε γράψει, όταν αυτό το βιβλίο κυκλοφόρησε, πως πρόκειται για «μία από τις πιο αστείες και πρωτότυπες χριστουγεννιάτικες ιστορίες που έχουν γραφτεί ποτέ».
Το ίδιο σίγουρα μπορούμε να πούμε και για το «The Christmas Whale» του 1945, όπου ο Αγιος Βασίλης επιστρατεύει μια φάλαινα για να μεταφέρει τα δώρα του, επειδή οι τάρανδοί του έχουν… αρπάξει κρύωμα. Παρόμοιες θεοπάλαβες καταστάσεις συμβαίνουν και στο «The Christmas Cake in Search of its Owner», όπου… δύο χριστουγεννιάτικα κέικ παραλίγο να μην παραδοθούν στους παραλήπτες τους επειδή έχουν χαθεί οι διευθύνσεις τους, και στο τραγελαφικά αστείο «One Thousand Christmas Beards» του 1955, όπου ο Αγιος Βασίλης εκνευρίζεται με όλους τους ανά τον κόσμο μιμητές του και κηρύσσει πόλεμο εναντίον τους κλέβοντας τις γενειάδες τους.
Ο Ντιβουασάν σχεδίασε ακόμη 140 βιβλία άλλων συγγραφέων, ανάμεσά τους και το «White Snow, Bright Snow» του Alvin R. Tresselt, που κέρδισε μια διάκριση υψηλού κύρους στην Αμερική, το «Caldecott Medal», ένα βραβείο που αναγνωρίζει ετησίως το πιο διακεκριμένο αμερικανικό βιβλίο με εικόνες για παιδιά. Σε αυτό το βιβλίο, ενώ δεν εξιστορείται μια αμιγώς χριστουγεννιάτικη ιστορία, οι γεμάτες ατμοσφαιρικά χιονισμένα τοπία εικόνες του παραπέμπουν άμεσα στη γιορτινή περίοδο και μαρτυρούν το ασύλληπτο ταλέντο αυτού του μεγάλου δημιουργού, που λάμπει σαν άσπρο χιόνι κάτω από το φεγγαρόφωτο του χειμώνα.
Ο Ντιβουασάν «έφυγε» το 1980, αλλά η μεγάλη του τέχνη επιβιώνει ακόμη και διαθέτει μια ακαταμάχητη, διαχρονική γοητεία. Τα παιδιά ακόμη ανταποκρίνονται στην παιγνιώδη διάθεσή του, στο κραυγαλέο χιούμορ του και στους αξιαγάπητους, τρελούς χαρακτήρες του, που μετατρέπουν τις γιορτινές μέρες σε ένα απολαυστικό χάος.
Καλλιτεχνική δεινότητα που δύσκολα θα ξαναδούμε
Μέσα στο πάνθεον των μεγάλων εικονογράφων του παιδικού βιβλίου στέκεται δίπλα στον «μάγο» Ροζέρ Ντιβουασάν ένας Αμερικανός με έργο εφάμιλλης αξίας. Αυτός είναι ο Λόουελ Χες (Lowell Hess), για τον οποίον, αν ο Ντιβουασάν παρέμεινε γενικά άγνωστος εκτός Αμερικής, μπορούμε να πούμε –με αρκετή λύπη– πως ακόμα και στην Αμερική όπου κάποτε διέπρεψε, έφθασε στο σημείο να μην έχει δουλειά. Το όνομά του σήμερα δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα σε κανέναν μας, κι όμως μια ματιά στις δουλειές του προδίδει μια εικονογραφική δεινότητα που αποτελεί προϊόν μιας εποχής και μιας καλλιτεχνικής συγκυρίας που δεν φαίνεται να μπορεί να ξανάρθει.
Γεννήθηκε στην Οκλαχόμα και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στην Ευρώπη, διακόπτοντας έτσι τις καλλιτεχνικές σπουδές που είχε αρχίσει στο Ινστιτούτο Πρατ της Νέας Υόρκης. Η μεγάλη του τέχνη έλαμψε, από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 έως και τη δεκαετία του ’60, σε μεγάλα αμερικανικά περιοδικά όπως το «Collier’s», το «Reader’s Digest» και το «Boy’s Life», για το οποίο σχεδίασε 22 εξώφυλλα. Μάλιστα, σε ένα από αυτά, στο τεύχος του Δεκεμβρίου του 1950, σκηνογραφεί λεπτομερώς μια αλπική εικόνα στην οποία επικρατεί ένας ευδαιμονικός πανζουρλισμός από χιονοδρόμους, προσκόπους, παίκτες του χόκεϊ, τουρίστες και παιδιά που στήνουν έναν χιονάνθρωπο. Πρόκειται για το διόραμα μιας καθ’ όλα αμερικανικής μεταπολεμικής ανεμελιάς και ευδαιμονίας, όπου οι άνθρωποι έχουν την πολυτέλεια να ξοδέψουν μη παραγωγικά την ώρα τους στο χιόνι απλώς διασκεδάζοντας. Η εικόνα είναι τόσο πυκνή και γεμάτη μικρά περιστατικά, που το βλέμμα δεν μπορεί να σταματήσει να κάνει γύρους πάνω της, ψάχνοντας να βρει την επόμενη χορταστική λεπτομέρεια.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε ένα άλλο «χριστουγεννιάτικο» εξώφυλλο που είχε σχεδιάσει, σε τεύχος Δεκεμβρίου του 1959 του περιοδικού «Junior Scholastic». Εκεί, ένα τυπικό αμερικανικό σπίτι μετατρέπεται σε κουκλόσπιτο και εμείς μπορούμε να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει σε κάθε του δωμάτιο, μέσα στον οργασμό της προετοιμασίας για τα Χριστούγεννα. Το τζάκι καίει, το δέντρο στολίζεται, τα λαμπιόνια στήνονται στην πρόσοψη του σπιτιού, το ταψί με τη γαλοπούλα μπαίνει στον φούρνο, και στο φόντο στέκονται ψηλά, απογυμνωμένα δέντρα, ενώ στη σοφίτα καίει μοναχικά ένα κερί.
Ακόμη μία σπουδαία χριστουγεννιάτικη στιγμή του βλέπουμε και στη δουλειά του για την ετήσια παιδική έκδοση «My Christmas Treasury» του 1959, όπου σχεδιάζει το εξώφυλλο και τις εσωτερικές σελίδες, οι οποίες, όπως μαρτυράει το εξώφυλλο, υπόσχονται «23 χριστουγεννιάτικες ιστορίες, ποιήματα και τραγούδια». Σε μία από τις ιστορίες, η σκηνή της γέννησης του θείου βρέφους εικονογραφείται με τρόπο σχεδόν φουτουριστικό, με μια τεχνική που θυμίζει εικόνες που έπρεπε να μπει η δεκαετία του ’90 για να τις δούμε στον χώρο των κόμικς ή του animation.
Οταν ήρθε η δεκαετία του ’60, φέρνοντας μαζί της την κυριαρχία της φωτογραφίας και της τηλεόρασης, η εικονογράφηση έχασε την εμπορική αξία της και τα λεφτά της διαφήμισης πήγαν από τα έντυπα στη γυάλινη οθόνη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Χες να μη βρίσκει δουλειά – πράγμα που μοιάζει ασύλληπτο όταν μιλάμε για έναν καλλιτέχνη τέτοιου επιπέδου. Τελικά ξεκίνησε μια νέα καριέρα ως σχεδιαστής τρισδιάστατων καρτών, όπου οι ευφυείς του ευρεσιτεχνίες τον έκαναν ιδιαίτερα πετυχημένο και σε αυτόν τον χώρο. Ηταν όμως γεννημένος εικονογράφος, ένας από τους μεγάλους της «χρυσής εποχής της αμερικανικής εικονογράφησης», και τα Χριστούγεννα στα χέρια του απέκτησαν μερικές απολαυστικές εκδοχές.
Στον ανδροκρατούμενο κόσμο της Αμερικής αυτής της εποχής και των εφαρμοσμένων τεχνών υπάρχουν και κάποιες γυναίκες δημιουργοί, και μία από αυτές ήταν και η Ελεανορ Νταρτ (Eleanor Dart). Αγνωστη και σχεδόν αφανής και αυτή, εικονογράφησε το 1951 για τις κορυφαίες παιδικές εκδόσεις Wonder Books ένα κλασικό παιδικό βιβλίο Χριστουγέννων με τίτλο «Τα Χριστούγεννα του μικρού καουμπόη» (Α Little Cowboy’s Christmas). Εκεί εικονογραφεί μαγικά μια ιστορία της Marcia Martin, στην οποία ο πατέρας ενός μικρού αγοριού παίρνει στη μέση της νύχτας κρυφά το αμάξι του και πάει μέσα στα χιόνια στο σπίτι του Αγιου Βασίλη, για να φέρει στον γιο του το άσπρο αλογάκι των ονείρων του που του το είχε αρχικά αρνηθεί. Ο μικρός, αρχικά απογοητευμένος και από τον μπαμπά του αλλά και από τον Αγιο Βασίλη, στο αυτί του οποίου είχε πει «θέλω ένα άσπρο άλογο, όπως αυτά που καβαλάνε οι καουμπόηδες», τελικά ξυπνάει την ημέρα των Χριστουγέννων βρίσκοντας το αλογάκι των ονείρων του στο σαλόνι του σπιτιού του. Μια ιστορία όπου η πίστη στο πνεύμα των Χριστουγέννων (και στην τρυφερότητα της πατρότητας) χάνεται και ξανακερδίζεται και «τα αγόρια θα είναι για πάντα αγόρια» που παίζουν τους Ινδιάνους και τους καουμπόηδες στην Αγρια Δύση. Ολη η Αμερική του ’50 σε ένα παιδικό βιβλίο.
Η τέχνη της ισορροπίας ανάμεσα στο παιδικό και το ενήλικο
Το 1966, 126 χρόνια μετά το «Ελατο» του Δανού Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, ο Αμερικανός εικονογράφος και συγγραφέας Τζο Κάουφμαν σχεδιάζει και γράφει το δικό του «πορτρέτο» χριστουγεννιάτικου δέντρου. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για πορτρέτο τυπικής μεσοαστικής αμερικανικής οικογένειας κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων.
Ελάχιστα πράγματα ξέρουμε για τον εικονογράφο. Γεννήθηκε το 1911 και τιμήθηκε με μια σειρά από σπουδαίες διακρίσεις, όπως το μετάλλιο του κλαμπ των Αμερικανών art directors το 1948. Οι εικονογραφήσεις του θυμίζουν το στυλ του σπουδαίου Γάλλου εικονογράφου παιδικών βιβλίων Αλάν Γκρε, τον οποίο στην Ελλάδα μάθαμε μέσα από τη σειρά «Ο Κωστάκης και η Αλίκη», που κυκλοφόρησε η «Αγκυρα» μεταξύ 1967 και 1985.
Η έκδοση ξεχωρίζει λόγω του ιδιαίτερου σχήματος των σελίδων της, οι οποίες δεν είναι ορθογώνιες, αλλά ακολουθούν το κοπτικό του εξωφύλλου, που με τη σειρά του ανταποκρίνεται στο περίγραμμα της κεντρικής εικόνας του, σε αυτή την περίπτωση στην εικόνα ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου. Πρόκειται για ένα από τα βιβλία της σειράς «Golden Shape Books» του μακρόβιου αμερικανικού οίκου «Little Golden Books» που ξεκίνησε το 1942 και συνεχίζει ακόμα και σήμερα.
Οι εικόνες του Κάουφμαν συνοδεύονται από σπαρτιατικό κείμενο και απεικονίζουν πράγματα κοινότοπα, καθημερινά, χωρίς να ακολουθούν κάποια αφηγηματική δομή ή κορύφωση. Παρελαύνουν σχεδόν σιωπηλά η μία μετά την άλλη, κλισέ οικογενειακοί αυτοματισμοί κατά την περίοδο των γιορτών. Κι όμως, είναι τέτοια η εικονογράφηση, που κάνει όλα αυτά τα κοινά πράγματα να μοιάζουν μαγικά και να αποκτούν απόκοσμη αίσθηση. Σε ένα από τα δισέλιδα του βιβλίου εμφανίζεται, σαν σε μικροσκοπικό θεατρικό σκηνικό, ο εμπορικός δρόμος μιας συνοικίας ή μικρής πόλης, που θυμίζει γωνιά από ολόφωτο λούνα παρκ.
Είναι μια εικόνα που εξωραΐζει με ακαταμάχητο τρόπο το ακραία καταναλωτικό πνεύμα των ημερών, μετατρέποντας μια σειρά από καταστήματα σε μαγικό χειμερινό σκηνικό. Το χιόνι πέφτει πυκνό και δίπλα σε ένα κουρείο και ένα φαρμακείο στέκεται το συνοικιακό «παιχνιδάδικο», θέαμα πλέον σπάνιο, που εδώ αποθεώνεται και μνημονεύεται με τρόπο παραμυθένιο, με τη βιτρίνα του να γίνεται γυάλινη σφαίρα που μαντεύει τα χριστουγεννιάτικα όνειρα των παιδιών.
Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτα γλυκανάλατο σε αυτές τις εικόνες. Δεν υπάρχει καμία αφελής, βεβιασμένη «παιδικότητα». Είναι εικόνες φτιαγμένες από την πένα ενός φτασμένου ζωγράφου, που μπορεί να ακροβατήσει ανάμεσα στη σοφία του ενήλικου καλλιτέχνη και τη μαγεμένη αθωότητα του παιδιού. «Το παιδικό βιβλίο είναι αποτυχημένο αν δεν το διαβάζει με απόλαυση ο μεγάλος», είχαν φροντίσει να γράψουν στο «Παγώνι» οι δημιουργοί του, ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός και ο συγγραφέας Ζαχαρίας Παπαντωνίου, και αυτό είναι κάτι που δεν περιορίζεται σε εκείνο το ελληνικό εκδοτικό διαμάντι του 1946, αλλά φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση όλων αυτών των αριστουργημάτων από την Αμερική του ’40, του ’50 και του ’60.
Είναι η ίδια ισορροπία ανάμεσα στο παιδικό και το ενήλικο, το σκοτεινό και το φωτεινό, το όνειρο και τον εφιάλτη, αυτή που εμφανίζεται άλλωστε και στα πιο παλιά παραμύθια των Χριστουγέννων, εκεί που τα φαντάσματα έρχονται να μας μιλήσουν, τα παιχνίδια ζωντανεύουν και το πνεύμα των ημερών μάς κλείνει αινιγματικά το μάτι, λίγο μετά τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου και την πρώτη υπόσχεση για την άνοιξη.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου