Στις 10 Οκτωβρίου 1908, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις σχετικές πηγές, άρχισε να λειτουργεί το πρωτοποριακό για την εποχή του Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο του Βόλου, στο οποίο διευθυντικό ρόλο κλήθηκε να αναλάβει ο νέος τότε Αλέξανδρος Δελμούζος (1880-1956), μετέπειτα κορυφαίος παιδαγωγός και μια από τις πιο αξιόλογες μορφές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στη χώρα μας.
Το Σχολείο του Βόλου είχε ιδρυθεί περίπου ένα μήνα νωρίτερα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1908, κατόπιν εισηγήσεως του βολιώτη ιατρού Δημήτρη Σαράτση (1871-1951) στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης και σχετικής αποφάσεως του Δήμου Βόλου (τότε Δήμου Παγασών).
Το Παρθεναγωγείο του Βόλου αποτέλεσε το αντικείμενο άκρως ενδιαφέρουσας δίτομης μελέτης που είχε συγγράψει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο βολιώτης πανεπιστημιακός, εκπαιδευτικός και ιστορικός της νεοελληνικής εκπαίδευσης Χαράλαμπος Γ. Χαρίτος (έκδοση του Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα, 1989).
Στον πρόλογο του Α’ τόμου ο συγγραφέας σημειώνει τα εξής:
Η ιστορία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου του Βόλου, του σχολείου που ίδρυσε ο Δήμος Παγασών (Βόλου) εγκρίνοντας την εισήγηση του Δημητρίου I. Σαράτση και του οποίου διευθυντής υπήρξε ο Αλέξανδρος Π. Δελμούζος, αποτελεί την κύρια μέριμνα αυτής της μελέτης. Ουσιαστικά με απασχολεί η χρονική περίοδος της εξαετίας 1908-1914, η εποχή δηλαδή κατά την οποία ιδρύθηκε και λειτούργησε το Σχολείο του Βόλου και δημιουργήθηκε —μετά τη διακοπή της λειτουργίας του— ο θόρυβος εναντίον των δημιουργών του, καθώς και εναντίον των
στελεχών του Εργατικού Κέντρου της πόλης, γνωστός ως υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου, με κατάληξη τη Δίκη του Ναυπλίου.
Όσον αφορά τον ιστορικό περίγυρο των πρωταγωνιστών της υπόθεσης του Σχολείου του Βόλου, ο Χαρίτος αναφέρει στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου του προαναφερθέντος τόμου τα ακόλουθα:
Η ανάδειξη του Βόλου ως ένα από τα πρώτα και δυναμικότερα κέντρα της εκπαιδευτικής αναγέννησης και της εργατικής πρωτοπορίας στη χώρα μας στις αρχές του 20ού αιώνα οφείλεται κατά κύριο λόγο στη λειτουργία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και στη δραστηριότητα του Εργατικού Κέντρου της πόλης. Και τα δύο αυτά ιδρύματα δε γεννήθηκαν τυχαία στην πόλη του Βόλου. Η πόλη αυτή, κέντρο συγκοινωνιακό, βιομηχανικό και εμπορικό της κεντρικής Ελλάδας, και μάλιστα σε μία εποχή άμεσης σπουδαιότητας για την επικοινωνία μεταξύ του μικρού ακόμη ελληνικού κράτους με τις ζωτικές βορειοελληνικές επαρχίες, είναι φυσικό ν’ αποτελεί αντικείμενο μελέτης ως προς τις κοινωνικές της δομές, αφού αποτέλεσε το λίκνο όπου γαλουχήθηκε η ιδέα του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης με τα αστικά ιδεώδη, και όπου επίσης τέθηκαν οι βάσεις της συνδικαλιστικής ανάπτυξης της εργατικής τάξης.
Για το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε το Παρθεναγωγείο του Βόλου στα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα ο βολιώτης μελετητής τονίζει μεταξύ πολλών άλλων τα εξής:
Το Ανώτερο Παρθεναγωγείο, που ίδρυσε ο Δήμος Παγασών (Βόλου) το 1908, αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης και μάλιστα της γυναικείας, επειδή η ίδρυση και η λειτουργία του στην επαρχιακή πόλη συντάραξε τα λιμνάζοντα νερά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με το νέο πνεύμα και τις καινοτομίες που εισήγαγε στη διδασκαλία και τη σχολική μέθοδο, και συντέλεσε στην ανανέωση του ενδιαφέροντος των πολιτικών και εκπαιδευτικών παραγόντων στην Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα προς τις εκπαιδευτικές ανάγκες του μισού περίπου πληθυσμού, που ως τότε, παραγκωνισμένος από την κρατική μέριμνα, επιδίωκε τη μορφωτική και κοινωνική αναγνώριση του ρόλου του.
[…] Η λειτουργία του βολιώτικου Παρθεναγωγείου συντέλεσε στην επανατοποθέτηση του προβλήματος της γυναικείας εκπαίδευσης στη χώρα μας και […] στο να να δοκιμαστούν προγράμματα και μέθοδοι διδασκαλίας που επιδίωκαν τη μεταρρύθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θηλέων στην Ελλάδα.
Κατά τον Χαρίτο, ο Σαράτσης υπήρξε «ο εμπνευστής και ο δημιουργός του βολιώτικου Παρθεναγωγείου. Στις προσωπικές ενέργειες εκείνου οφείλεται κατά μέγιστο μέρος η ίδρυση και η λειτουργία του Α.Δ.Π.».
Και προσθέτει:
Ο ίδιος απολογούμενος στη Δίκη του Ναυπλίου εξηγεί τις συνθήκες δημιουργίας του Σχολείου: «Είμαι ο ιδρυτής του Ανωτέρου Δημοτικού Παρθεναγωγείου […] και επιθυμώ να καταστήσω εις υμάς γνωστούς τους λόγους, οι οποίοι έπεισαν τον δήμον Παγασών να προβή εις την γενναίαν αυτήν εκπαιδευτικήν μεταρρύθμισιν[…] Εν πρώτοις τα ελαττώματα του εκπαιδευτικού συστήματος εν γένει παρ’ ημίν […] Τα ελαττώματα ταύτα δεν ήτο δυνατόν να διαφύγουν και εμέ, ο οποίος και ως πολίτης ενδιεφερόμην διά την εξέλιξιν της εκπαιδεύσεως και ως πατήρ παρηκολούθουν τα μειονεκτήματα αυτής επί της μαθήτριας κόρης μου […] Δεύτερος λόγος ήτο ότι το Κράτος από της συστάσεώς του δεν εμερίμνησε ποσώς περί της μέσης εκπαιδεύσεως των θηλέων αφήσαν ταύτην εις τας χείρας της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, η οποία όμως διά των Αρσακείων της προνοεί μόνον περί παραγωγής διδασκαλισσών και ουδεμίαν πνευματικήν κατεύθυνσιν δίδει εις τας οικογενείας αι οποίαι θέλουν να δώσουν ανωτέραν μόρφωσιν εις τα κορίτσια των. Τρίτος λόγος ήτο ότι εν Βόλω είχεν αρχίσει λειτουργούσα Σχολή των Καλογραιών, η οποία κατ’ εμέ αποτελεί διά τας Ελληνίδας εθνικόν και θρησκευτικόν κίνδυνον[…] Τέταρτος ήτο ότι το προσωπικόν των δύο ανωτέρων τάξεων όπως ελειτούργουν τότε εν Βόλω, παντοδαπόν την εκπαιδευτικήν προέλευσιν, δεν διετέλει υπό ανωτέραν διεύθυνσιν, εδίδασκε δε επί τη βάσει προγράμματος καμμίαν σχέσιν έχοντος προς τον προορισμόν της γυναικός εν γένει και ιδία της Ελληνίδος…»
Ειδικότερα για τη λειτουργία του Σχολείου του Βόλου ο Χαρίτος προβαίνει στις ακόλουθες επισημάνσεις:
Ως θεσμοποιούμενο εκπαιδευτικό ίδρυμα το Α.Δ.Π. του Βόλου υπήρξε καινοφανές, αν και προϋπήρχαν στον ελλαδικό και τον εξωμητροπολιτικό χώρο αρκετά (ιδιωτικά) σχολεία θηλέων της ίδιας βαθμίδας και παρόμοιων στόχων. Το γεγονός που καθιστά το Σχολείο του Βόλου εντελώς διαφορετικό από τα παρόμοια ελληνικά εκπαιδευτήρια υπήρξε η πρόθεση του ιδρυτή του (Δ. Σαράτση) και η συμπορευόμενη διάθεση του διευθυντή του (Α. Δελμούζου) να καταστήσουν το σχολείο αυτό εκπαιδευτικό ίδρυμα εφαρμογής νέων διδακτικών στόχων, διαφοροποιημένου προγράμματος και ρηξικέλευθων μεθόδων διδασκαλίας και σχολικής ζωής, υπό την επίδραση κυρίως μερικών από τις νεωτεριστικές ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές κινήσεις, των αστικών αντιλήψεων για τη χρησιμότητα και λειτουργικότητα των γνώσεων και των υπό διαμόρφωση μεταρρυθμιστικών προτάσεων του «Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού». Ουσιαστικά οι δημιουργοί του βολιώτικου Σχολείου θέλησαν να λειτουργήσει ως πειραματικό εκπαιδευτικό ίδρυμα και ως χώρος δοκιμής μεταρρυθμιστικών προτάσεων, που οι κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες της εποχής και του χώρου είχαν ήδη προετοιμάσει το έδαφος.
[…]
Το Α.Δ.Π. λειτούργησε ως την κατάργησή του (το Μάρτιο του 1911) χωρίς ποτέ να δοθεί κρατική άδεια λειτουργίας του, όπως συνήθως συνέβαινε με όλα σχεδόν τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ωστόσο (πέρα από την ίδρυσή του από τον οικείο Δήμο), η λειτουργία του ήταν γνωστή στους κρατικούς φορείς, πολλοί από τους οποίους με επίσημη ή ανεπίσημη ιδιότητα επισκέφτηκαν το Σχολείο και παρακολούθησαν τις εργασίες του.
Εξάλλου, ο Χαρίτος δεν παραλείπει στο συγγραφικό πόνημά του να φωτίσει την υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου:
Η λειτουργία του Α.Δ.Π. και το ρηξικέλευθο παιδαγωγικό πρόγραμμα που εφάρμοσε ο Αλέξ. Δελμούζος στο Σχολείο του Βόλου από το 1908 προκάλεσαν μια σειρά από αντιδράσεις στην κοινωνική ζωή του Βόλου και επέφεραν την απότομη διακοπή της λειτουργίας του Σχολείου το Μάρτιο του 1911. Η διακοπή αυτή σήμανε την έναρξη μιας άλλης σειράς διαδικασιών εναντίον των πρωτεργατών του Σχολείου, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για σωρεία παραβάσεων κατά της επίσημης θρησκείας, της γλώσσας και της δημόσιας τάξης. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την επέμβαση των δικαστικών αρχών και έπειτα από ποικίλες διαδικασίες η υπόθεση κατέληξε να εκδικαστεί ενώπιον του Εφετείου Ναυπλίου τον Απρίλιο του 1914.
Όλα αυτά τα γεγονότα ονομάστηκαν μονολεκτικά «Αθεϊκά», και μ’ αυτή την ονομασία παρέμεινε στην πολιτισμική και ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική ιστορία της χώρας μας η περίοδος από τη διακοπή της λειτουργίας του Α.Δ.Π. ως και τη Δίκη του Ναυπλίου.
Πηγή: in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου