Τι να γνωρίζουμε όταν υποβάλλουμε αιτήσεις και για τις δύο διαδικασίες στην πλατφόρμα www.anynet.gr*
Εννοιολογικός προσδιορισμός των δύο θεσμών
Καταρχήν είναι σημαντικό οι υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς να γνωρίζουν ότι εννοιολογικά οι δύο θεσμοί διαφέρουν.
Η αναδοχή είναι θεσμός επικουρικός και προσωρινός και δεν αναθέτει στους ανάδοχους γονείς την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια του παιδιού.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, εάν ο βιολογικός γονέας που διατηρεί την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια του παιδιού του καταφέρει να ξεπεράσει επιτυχώς την προσωρινή και έκτακτη αδυναμία που εμφανίζει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ως προς την φροντίδα του παιδιού του και τις γονεϊκές του υποχρεώσεις, τότε το παιδί θα επιστρέψει στην βιολογική του οικογένεια.
Η αδυναμία των βιολογικών γονέων μπορεί να είναι νομική (πχ ο βιολογικός γονέας είναι έγκλειστος σε κατάστημα κράτησης και εκτίει την ποινή του) ή να είναι πραγματική (πχ ο βιολογικός γονέας έχει υποβληθεί σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση και δεν υπάρχουν άλλοι συγγενείς να αναλάβουν την φροντίδα του παιδιού).
Η διάρκεια του διαστήματος αυτού καθορίζεται από τους αρμόδιους επαγγελματίες που εποπτεύουν την αναδοχή και από διεπιστημονική ομάδα ή έχει κριθεί από δικαστικές αποφάσεις (πχ διάρκεια ποινής φυλάκισης βιολογικού γονέα).
Ωστόσο, μια έκτακτη δυσκολία μπορεί να εξελιχθεί σε μόνιμη δυσκολία. Τι γίνεται τότε; (πχ εκδίδονται και άλλες, μεταγενέστερες καταδικαστικές αποφάσεις για σοβαρά αδικήματα εις βάρος του βιολογικού γονέα ή επέρχεται ο θάνατος του μόνου βιολογικού γονέα, που δεν θεωρείτο ενδεχόμενος, μετά από τη σοβαρή χειρουργική επέμβαση στην οποία αυτός υπεβλήθη); Κρατάμε το ερώτημα αυτό σε εκκρεμότητα καθώς θα απαντηθεί στην συνέχεια.
Η υιοθεσία, από την άλλη, όταν τελεσιδικήσει η απόφαση που την κηρύττει, εντάσσει πλήρως το θετό παιδί στην οικογένεια των θετών γονέων και το παιδί εξομοιώνεται συγγενικά και νομικά πλήρως με φυσικό τέκνο (επέρχονται όλες οι συνέπειες του αστικού δικαίου, οικογενειακά, κληρονομικά, περιουσιακά δικαιώματα κα).
Τι γίνεται όταν η έκτακτη δυσκολία που αντιμετωπίζει η βιολογική οικογένεια εξελιχθεί σε μόνιμη;
Για την απάντηση του ερωτήματος αυτού καλό θα είναι να έχουμε κατά νου το άρθρο 25 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ, UNCRC, 1989) που προβλέπει ότι:
“Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν στο παιδί, που τοποθετήθηκε από τις αρµόδιες αρχές σε µία οικογένεια, µε σκοπό την παροχή φροντίδας, προστασίας ή θεραπείας της σωµατικής ή πνευµατικής του υγείας, το δικαίωµα σε µία περιοδική αναθεώρηση της παραπάνω θεραπείας και κάθε άλλης περίστασης σχετικής µε την τοποθέτησή του”.
Συνεπώς, η θέση ενός παιδιού σε αναδοχή υπόκειται σε αναθεώρηση σε τακτά διαστήματα για να δούμε πώς θα προχωρήσουμε ως προς την οικογενειακή του αποκατάσταση. Τα δεδομένα της ζωής ενός παιδιού-θύματος παραμέλησης ή κακοποίησης δεν είναι, πάντα, ξεκάθαρα από την αρχή.
Για παράδειγμα, ο βιολογικός γονέας ενός παιδιού, χρήστης ουσιών ο ίδιος, για να εξασφαλίσει την χρήση του εκδίδει τον τετράχρονο γιό του σε τρίτους για σεξουαλική εκμετάλλευση. Αυτή η περίπτωση είναι, σχεδόν, ξεκάθαρη ως προς την νομική της εξέλιξη: ο βιολογικός γονέας θα χάσει την γονική μέριμνα στην οποία θα τον διαδεχθεί ένα ίδρυμα παιδικής προστασίας ή ένας επίτροπος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) και, εάν δεν υπάρχει συγγενής να αναλάβει το παιδί ως προς την αναδοχή ή την επιμέλεια, το παιδί θα δοθεί για υιοθεσία εντός ευλόγου (φευ!) διαστήματος.
Υπάρχουν, ωστόσο, πάμπολλες περιπτώσεις όπου το νομικό τοπίο που περιβάλλει ένα παιδί δεν είναι τόσο σαφές με αποτέλεσμα οι νομικές αρμοδιότητες που πηγάζουν από την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια να είναι μοιρασμένες σε περισσότερους υπόχρεους (πχ ποιός αποφασίζει για την εγγραφή του παιδιού στο σχολείο ή για την συμμετοχή του παιδιού σε θεραπευτικές συνεδρίες, ποιός έχει την ευθύνη έκδοσης του ΑΜΚΑ του παιδιού, ποιός αποφασίζει για σοβαρή χειρουργική επέμβαση στην οποία πρέπει να υποβληθεί το παιδί, ποιός μεριμνά για την έκδοση ληξιαρχικής πράξης γέννησης έαν δεν έχουν προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες οι βιολογικοί γονείς του κα).
Η γραμματική αλλά και η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 25, λοιπόν, της ΔΣΔΠ μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δύο θεσμοί της αναδοχής και της υιοθεσίας είναι μεν διακριτοί εννοιολογικά αλλά, σύμφωνα με τα ελληνικά δεδομένα, η εφαρμογή τους και η εμπειρία τους είναι πολύ πιο σύνθετες και αλληλοδιαπλεκόμενες.
Είναι λάθος συνεπώς να υποστηρίζουμε ότι άλλο το προφίλ των γονέων που κάνουν αίτηση για αναδοχή και άλλο αυτών που κάνουν αίτηση για υιοθεσία γιατί τότε εστιάζουμε στο κίνητρο των γονέων και όχι στο συμφέρον του ίδιου του παιδιού, καθώς αυτό το ίδιο το συμφέρον του παιδιού επιτάσσει και υπαγορεύει, σε πολλές περιπτώσεις, η αναδοχή να μετεξελιχθεί σε υιοθεσία. Και πιο συγκεκριμένα:
α) ο πρώτος λόγος είναι αυτός που προαναφέραμε, τα δεδομένα ενός παιδιού σε αναδοχή πρέπει να αναθεωρούνται σε τακτά διαστήματα από τους αρμόδιους επαγγελματίες και δύνανται να οδηγήσουν σε υιοθεσία (προσοχή!: όχι όμως κάθε παιδιού σε αναδοχή, αλλά πάντα σύμφωνα με την εκτίμηση της αρχής της εξατομικευμένης μεταχείρισης και κρίνοντας κατά περίπτωση).
β) δεν μπορούμε να μιλάμε για δύο θεσμούς απολύτως διακριτούς στην Ελλάδα καθώς:
i) τα περισσότερα παιδιά σε ευαλωτότητα φιλοξενούνται σε Ιδρύματα και Νοσοκομεία με ενδιάμεσο και ατακτοποίητο νομικό καθεστώς που σημαίνει ότι έχουν νομικά κωλύματα ακόμη και για να τεθούν σε αναδοχή (πόσο μάλλον σε υιοθεσία), γι αυτό και στην πράξη τα περισσότερα τοποθετούνται σε αναδοχή με εισαγγελική εντολή η οποία μπορεί να υπερκεράσει τις νομικές τους εκκρεμότητες καθώς επικαλείται “εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και άμεσο κίνδυνο για την σωματική ή ψυχική υγεία του τέκνου”.
ii) οι Κοινωνικές Υπηρεσίες των Δήμων που είναι αρμόδιες για την υποστήριξη της βιολογικής οικογένειας είναι υποστελεχωμένες και η πλαισίωση της βιολογικής οικογένειας δεν είναι συστηματική, θεσμικά κατοχυρωμένη, ενιαιοποιημένη, με συγκεκριμένες ενέργειες, πρωτόκολλα και παρεμβάσεις εντός συγκεκριμένου διαστήματος (πχ τρίμηνο ή εξάμηνο).
Σε αλλοδαπά συστήματα παιδικής προστασίας και περιπτώσεις παιδιών σε κίνδυνο είναι ξεκάθαρο ποιος αναλαμβάνει την γονική μέριμνα και εντός ποιου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, στο σύστημα παιδικής προστασίας της Κύπρου, ο Κοινωνικός Λειτουργός του παιδιού σε κίνδυνο έχει ολοκληρώσει την έκθεση κοινωνικής έρευνας και αναλαμβάνει την γονική μέριμνα του παιδιού ο ίδιος (ο ΚΛ) εντός εξαμήνου. Ξεκάθαρα και νοικοκυρεμένα!
Η στήριξη της βιολογικής οικογένειας θα σήμαινε παραπομπή σε υπηρεσίες υγείας και μεταπαρακολούθηση, αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των βιολογικών γονέων όπως η ένταξη σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή πρόγραμμα άλλης φροντίδας, υποστήριξη και ένταξη στην αγορά εργασίας εάν η οικογένεια έχει απλώς θέματα ένδειας και περιθωριοποίησης κλπ.
Αυτές οι ενέργειες στην Ελλάδα είναι κατακερματισμένες, γίνονται από πολλούς διαφορετικούς φορείς που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και δεν έχουν, ως διαδικασίες, συγκεκριμένο διάστημα ολοκλήρωσής το οποίο να οδηγεί, σε περίπτωση επιτυχίας ή αποτυχίας τους, στο επόμενο στάδιο παρεμβάσεων.
Θα έπρεπε, δηλαδή, να έχουμε θέσει ένα ανώτερο χρονικό διάστημα για την ενδυνάμωση της βιολογικής οικογένειας, μετά την παρέλευση του οποίου η βιολογική οικογένεια να χάνει την γονική μέριμνα (αυτό σε αλλοδαπά δικαιϊκά και θεσμικά συστήματα προστασίας του παιδιού μεταφράζεται στα λεγόμενα εθνικά πρότυπα - “national standards”): πχ ποιος φορέας προβαίνει στην απαιτούμενη ενέργεια προστασίας, στο πλαίσιο ποιάς διαδικασίας εκτελείται αυτή η ενέργεια, μέσα σε ποια προθεσμία ολοκληρώνεται αυτή η διαδικασία, ποια η νομική εργαλειοθήκη κατά της διαδικασίας αν ο βιολογικός γονέας επιθυμεί να την προσβάλλει, ποιο το επόμενο στάδιο παρέμβασης, κ.ο.κ).
Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα λεγόμενα “national standards” δεν υπάρχουν παρά ως αναφορές μικρής κλίμακας στην νομοθεσία και στα λοιπά ρυθμιστικά κείμενα.
iii) οι γενεσιουργοί λόγοι που δημιουργούν στρατιές θυματοποιημένων παιδιών τα οποία εισάγονται στα ιδρύματα παιδικής προστασίας δεν έχουν εξαλειφθεί ή, έστω, περιορισθεί. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν μιλάμε επαρκώς κατά της βίας στα σχολεία μέσα από διαβουλεύσεις με παιδιά και εφήβους και μέσω της εκπαίδευσης συνομηλίκων ή μεντόρων, όπου οι ίδιοι οι μαθητές να εκπαιδεύονται στην διαχείριση συγκρούσεων και την ειρηνική επίλυση διαφορών.
Μιλώντας κατά της βίας στην μαθητική κοινότητα εκπαιδεύουμε τους εφήβους να μην ανέχονται και να μην αναπαράγουν έμφυλα στερεότυπα, να σέβονται την διαφορετικότητα, να έχουν ενσυναίσθηση. Χρειαζόμαστε, συνεπώς, πιο συστηματικές και ευρύτερες δράσεις πρωτογενούς πρόληψης της παιδικής κακοποίησης.
Συνδυαστικά, οι εκπαιδευτικοί είτε της δημόσιας είτε της ιδιωτικής εκπαίδευσης οφείλουν να είναι σε εγρήγορση ως προς την εφαρμογή του άρθρου 23 Ν. 3500/2006 (Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις) και να παρεμβαίνουν αν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, πληροφορούνται ή διαπιστώνουν ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας (δηλαδή παραμέληση, κακοποίηση) ενημερώνοντας, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας ο οποίος οφείλει να ανακοινώσει αμέσως την αξιόποινη πράξη στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή ή στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Καθώς, ωστόσο, το προαναφερθέν άρθρο τυγχάνει περιορισμένης εφαρμογής, ούτε για δευτερογενή πρόληψη της παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης μπορούμε να μιλάμε.
Η έλλειψη εκτεταμένων παρεμβάσεων πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης συνοδεύεται παράλληλα από την καθ έξιν απροθυμία και ατολμία μας να παρέμβουμε ως πολίτες-ιδιώτες στις περιπτώσεις κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών όταν ακούμε και βλέπουμε καταχρηστικές ή ανεπαρκείς γονεϊκές πρακτικές στην γειτονιά μας (αυτή η στάση συνήθως ονομάζεται “όλη η γειτονιά γνώριζε” και συνοδεύει την δημοσιότητα που λαμβάνει ένα συμβάν με μη αναστρέψιμες συνέπειες εις βάρος της ζωής και της ψυχικής υγείας ενός παιδιού).
Κρυβόμαστε πίσω από την προστατευμένη θέση μας ότι οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις αποτελούν ιδιωτική υπόθεση, ενώ η προστασία της παιδικής ηλικίας είναι δημόσιο αγαθό και τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας αφορούν το δημόσιο συμφέρον και γι αυτό διώκονται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 40 παρ. 1 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Υποχρέωση Ιδιωτών: Ακόμα και ιδιώτες οφείλουν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, αν αντιληφθούν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως, να την αναγγείλουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο. Η αναγγελία αυτή μπορεί να γίνει είτε εγγράφως με μια αναφορά ή προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση).
iv) δεν διαθέτουμε δομές οικογενειακού τύπου και δομές επείγουσας ανάγκης στην κοινότητα στις οποίες να γίνεται πολυσυστημική, διεπιστημονική και ολιστική διαχείριση των ζητημάτων που αντιμετωπίζει μια οικογένεια σε κρίση (ιατρικών, κοινωνικών, εργασιακών, οικονομικών).
v) δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί ο θεσμός της επαγγελματικής αναδοχής. Αναμένουμε με ενδιαφέρον την οργάνωση του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής με την έκδοση της απαιτούμενης Υπουργικής Απόφασης που προβλέπει η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 16 Ν. 4538/2018 (Μέτρα για την προώθηση των Θεσμών της Αναδοχής και Υιοθεσίας και άλλες διατάξεις).
Εκεί, θα εγκαταλείπαμε πια το αφήγημα που βλέπει “πονηρούς υποψήφιους γονείς που πάνε για υιοθεσία μέσω της αναδοχής” κατασκευάζοντας ένα στερεότυπο το οποίο με τρόπο άδικο και υποτιμητικό ανακυκλώνεται στον δημόσιο διάλογο, αδιαφορώντας για τις υπερβάσεις που κάνουν πολλοί υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς και για τα “τσιρότα” που επικολλώνται από τους αναδόχους σε πάμπολλες θεσμικές ελλείψεις.
Παράλληλες αιτήσεις για αναδοχή και υιοθεσία
Όταν κάνουμε παράλληλα δύο αιτήσεις στην πλατφόρμα anynet, άλλη για αναδοχή και άλλη για υιοθεσία, θα πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι, αν ικανοποιηθούν και οι δύο αιτήσεις, θα είναι για διαφορετικά παιδιά και όχι για το ίδιο παιδί.
Όσα παιδιά τεθούν σε αναδοχή θα έχουν μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες δυσκολίες επανένταξης τους στο περιβάλλον της βιολογικής τους οικογένειας και ίσως από εκεί να προκύψει ένα “ταίριασμα” με υποψηφίους γονείς που έχουν αιτηθεί την αναδοχή παιδιού.
Εντός ευλόγου, ωστόσο, διαστήματος θα πρέπει να αναθεωρηθεί η κατάσταση ενός παιδιού σε αναδοχή, γι αυτό και οι ανάδοχοι γονείς, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα πρέπει να αξιώσουν το επόμενο βήμα αποκατάστασης του παιδιού από τον φορέα που τους εποπτεύει.
Η αναδοχή μέχρι την ενηλικίωση θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο επιλεκτικά, εκεί όπου νομικά είναι αναπόφευκτη και όχι να οφείλεται σε αδράνεια ή σε καθυστερήσεις επαγγελματικής ολιγωρίας, γιατί σε πολλές περιπτώσεις, μια ενδιάμεση κατάσταση ανασφάλειας, αντιβαίνει στο συμφέρον του παιδιού, δημιουργεί άγχος σε όλο το οικογενειακό σύστημα της ανάδοχης οικογένειας και δεν καλλιεργεί το αίσθημα ασφάλειας για το οποίο συνεχώς κάνουμε λόγο όταν αναφερόμαστε στις θεμελιώδεις ανάγκες ενός παιδιού με δύσκολες πρώιμες εμπειρίες.
Το πρόγραμμα “Ανάδοχη-Πρώτη Αγκαλιά” που υλοποιείται στην Αττική, είναι ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που από την έναρξη του επεδίωκε να στηρίξει και να φροντίσει βρέφη σε ευαλωτότητα που θα υιοθετούνταν από άλλη οικογένεια από αυτή που τα ανέλαβε σε αναδοχή. Έχει συγκεκριμένη διάρκεια, σοβαρή επαγγελματική πλαισίωση και σαφές περιεχόμενο.
Οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα ανάδοχης φροντίδας, εάν στην πορεία κριθεί ότι αλλάζουν τα δεδομένα του παιδιού και δεν θα μπορέσει αυτό να επιστρέψει στην βιολογική του οικογένεια εξαιτίας ανυπέρβλητων δυσκολιών, θα πρέπει να οδηγεί στην υιοθεσία του παιδιού από την ανάδοχη οικογένεια που το έχει ήδη αναλάβει.
Φανταστείτε ένα παιδί ή δύο αδελφάκια που έχουν σταθεροποιήσει την σχέση τους με τους αναδόχους, έχουν αρχίσει να εμπιστεύονται, έχουν, επιτέλους, τις σταθερές συνήθειες τους, δεν χρειάζεται να κάνουν ουρά για το μπάνιο, δεν χρειάζεται να φοβούνται ότι η αγέλη ενός ιδρύματος θα τους αρπάξει το όμορφο τετράδιο που τους έφερε η εθελόντρια για δώρο, είναι φροντισμένα, εντάσσονται σταδιακά στο σχολείο και σε ειδικές θεραπείες εάν τις έχουν ανάγκη, όλα αυτά σε ένα ad hoc οικογενειακό περιβάλλον που καλλιεργεί τα αισθήματα πρόσδεσης, τρυφερότητας, αποδοχής.
Δεν θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει κοινωνικός λειτουργός, σοβαρός επαγγελματίας, που, όταν κληθεί να κρίνει το επόμενο στάδιο αποκατάστασης ενός παιδιού σε αναδοχή, θα εισηγηθεί, με την έκθεση κοινωνικής του έρευνας, το παιδί να αλλάξει χέρια και να βρεθεί από το μηδέν σε τρίτη οικογένεια για την υιοθεσία του.
Εδώ μας ενδιαφέρει να προσφέρουμε ελπίδα και επανορθωτικές εμπειρίες σε ένα παιδί που έχει ταλαιπωρηθεί και όχι να προστατεύσουμε την διακριτότητα των δύο θεσμών αναδοχής-υιοθεσίας, ούτε προέχει να εξασφαλίσουμε ότι άλλο το περιεχόμενο της αναδοχής και άλλο της υιοθεσίας εάν ταυτόχρονα δεν εξασφαλίζουμε ότι δεν κάνουμε κακό στο ίδιο το παιδί με τους χειρισμούς μας. Το περιεχόμενο της εναλλακτικής φροντίδας και η διαφοροποίηση του σκοπού που επιτελεί η αναδοχή από αυτόν που εξυπηρετεί η υιοθεσία, θα πρέπει να γίνονται κατανοητά κατά την ενημέρωση και προετοιμασία των εμπλεκομένων και όχι παίζοντας με την ζωή και τις εμπειρίες του παιδιού που βρίσκεται ήδη στην σύναψη σταθερών σχέσεων.
Επιπλέον, στο Δικαστήριο δεν νομίζω ότι θα μπορέσει να υποστηριχθεί μια αντίθετη γνώμη, εάν ο δικαστικός λειτουργός δει ότι το παιδί ευημερεί και εξελίσσεται θετικά μέσα στην ήδη υπάρχουσα ανάδοχη οικογένεια, τόσο θετικά πολλές φορές που πάει ενάντια σε όλες τις προβλέψεις!
Φυσικά, υπάρχουν και οι αντίθετες περιπτώσεις, όπου εάν κριθεί ότι οι ανάδοχοι στρέφονται κατά του συμφέροντος του παιδιού ή εάν δεν επιθυμούν οι ίδιοι να υιοθετήσουν το παιδί που έχουν σε ανάδοχη φροντίδα, τότε θα επιλεγεί άλλη οικογένεια για την υιοθεσία του, αλλά όλες αυτές οι αποφάσεις και οι εξελίξεις θα πρέπει πάντα να σέβονται την εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και να κρίνονται κατά περίπτωση.
Επίσης, θα πρέπει να ακούγεται το παιδί σε όλες τις διαδικασίες ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητα του, να προετοιμάζεται μέσα από δεοντολογικές πρακτικές, να μην αιφνιδιάζεται και να συγκατασκευάζει μαζί με τους ενήλικες που το περιβάλλουν τις λύσεις που αφορούν στα ζητήματα της ζωής του. Αλλιώς, φοβάμαι ότι θα δημιουργήσουμε περαιτέρω βλάβη καθώς ο συστημικός ερασιτεχνισμός είναι το ίδιο ανεύθυνος και καταλυτικός όσο και η αρχική προδοσία των ενηλίκων που έβλαψαν το παιδί στα πρώιμα στάδια της ζωής του και αθέτησαν την υποχρέωση προστασίας του.
*Η ιστοσελίδα www.anynet.gr είναι η Πανελλαδική εφαρμογή του πληροφοριακού συστήματος για τους θεσμούς της Αναδοχής και της Υιοθεσίας.
Νομικός-Εγκληματολόγος Επιμελήτρια Ανηλίκων Αθηνών, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια Αστικού και Εμπορικού Δικαίου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης
Πηγή: HuffingtonPost
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου