Το δυσκολότερο σημείο στην πορεία ενός αθλητή είναι όταν πρέπει να αποδεχτεί ότι κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα γράψει το τέλος της.
Δεν είναι εύκολο να το δεχτεί.
Ούτε να το “χωνέψει”.
Είναι τόσο δύσκολο όσο και η αποδοχή ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε αθάνατοι.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μέσα μου είχα αποδεχτεί ότι θα αποσυρθώ από την ενεργό δράση, χρειάστηκε πολύς καιρός να το σκεφτώ.
Το συζήτησα με την οικογένειά μου, τον προπονητή μου και στο τέλος πήρα την απόφαση.
Στο Τόκιο θα ήταν οι τελευταίοι μου αγώνες!
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα σκεφτεί την αποχώρησή μου από την ενεργό δράση.
Ήταν όμως η τελευταία.
Την πρώτη φορά, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο, το σκέφτηκα, γιατί στα προηγούμενα χρόνια είχαν σημειωθεί πολλές αλλαγές στη ζωή μου.
Το 2012 δεν ήμουν πια ένας αθλητής που είχε στο μυαλό του μόνον τους αγώνες και την προπόνηση.
Ήμουν ένας άνθρωπος που από το 2007 και μετά είχε μία σύζυγο, αργότερα ένα παιδί και στην πορεία άλλο ένα.
Όταν δημιουργείς οικογένεια, δεν σκέφτεσαι πρώτα τον εαυτό σου.
Σκέφτεσαι πρώτα αυτήν.
Την καθημερινότητά της, τα προβλήματα της και πώς θα τα λύσεις.
Η κατάκτηση του Χάλκινου μεταλλίου στο Λονδίνο όμως μ’ έβαλε σε σκέψεις.
«Γιατί να μην πάω και στη Βραζιλία;», σκέφτηκα.
Κάτι με “έτρωγε”.
Ήθελα να ζήσω το ταξίδι και στο Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Κι όταν πήγα και στο Ρίο, άρχισα πάλι να “τρώγομαι”.
«Γιατί όχι και στο Τόκιο»;
Στην ουσία, μάλλον προσπαθούσα να βρω “πατήματα” για να μην σταματήσω.
Δικαιολογίες για να συνεχίζω να αγωνίζομαι.
Λίγο πριν πάω στο Τόκιο, πήρα την οριστική απόφαση.
Είχε έρθει η στιγμή να αποχωρήσω.
Το “δούλεψα” μέσα στο μυαλό μου, το συζήτησα με τη γυναίκα μου και τα παδιά μου, το είπα στο προπονητή μου, τον Γιώργο Αδάμ, με τον οποίον δουλέψαμε σκληρά από το 2019 μέχρι το φινάλε της αθλητικής καριέρας μου, κι όλοι μαζί καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι είχε έρθει εκείνη η στιγμή που λες «τώρα σταματάω»!
Ήταν μια οικογενειακή, θα έλεγα, απόφαση.
Κι όταν η οικογένεια παίρνει μια απόφαση είναι μια σημαντική στιγμή.
Δεν θα κρύψω πως, αν έστω κι ένα από τα μέλη της μου έλεγε να πάω και στο Παρίσι, θα πήγαινα!
Όμως αυτή η σκέψη απ’ την αρχή είχε αποκλειστεί!
Σκεφτόμουν τις μικρές αλλά πολύ σημαντικές στιγμές που είχα χάσει απ’ τη ζωή μου.
Την οικογένειά μου που από το 2007 μέχρι και σήμερα δεν έχει πάει ποτέ μαζί μου διακοπές!
Τις εικόνες από το μεγάλωμα τον παιδιών μου.
Ούτε τα πρώτα βήματα του γιου μου δεν είδα.
Όταν έφυγα το 2008 για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες στο Πεκίνο, τον άφησα στους παππούδες του χωρίς ακόμη να περπατάει.
Κι όταν επέστρεψα και ήρθε στο αεροδρόμιο μαζί με τους δικούς μου να με υποδεχτεί, ήρθε προς το μέρος μου κάνοντας δειλά τα πρώτα του βήματα!
Υπήρχε ένα μεγάλο κενό.
Και κάποια κενά δεν γεμίζουν.
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω…
Από την άλλη βέβαια, δεν είναι εύκολο να αλλάξει η καθημερινότητά σου.
Να πεις «σήμερα δεν θα πάω για προπόνηση».
Ακόμη πηγαίνω.
Από την πρώτη μέρα που γύρισα από το Τόκιο.
«Αύριο θα πάω στο κολυμβητήριο», είπα στα παιδιά μου την επόμενη μέρα της επιστροφής στο σπίτι μου.
«Καλά, δεν αποχώρησες;», με ρώτησαν.
«Θα πάω για μένα», απάντησα.
Αυτή ήταν και είναι η επιθυμία μου.
Να πηγαίνω για τη δική μου πλέον ευχαρίστηση.
Χωρίς να έχω το άγχος τι θα δείξει το χρονόμετρο.
Χωρίς να ακούω τις οδηγίες και τις παρατηρήσεις του προπονητή μου.
Ήθελα να υπάρχει ηρεμία και μια ομαλή μετάβαση στη νέα πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα από την οποία θα εκλείπουν όλα όσα συνήθως “βαραίνουν” έναν αθλητή-πρωταθλητή.
Το άγχος, ο φόβος του τραυματισμού, η πίεση, η αγωνία για το αποτέλεσμα.
Η υπόσχεση που δίνεις στον εαυτό σου και τον προπονητή σου αυτόματα δημιουργεί ένα βάρος.
Το βάρος της ευθύνης.
Μία ευθύνη που, για όσους είναι “διψασμένοι” να πάρουν ένα μετάλλιο ή να πετύχουν μια σημαντική διάκριση, ζυγίζει τόνους βάρους.
Απ’ την επόμενη κιόλας μέρας της ανακοίνωσης της αποχώρησής μου όλοι είχαν παρατηρήσει πόσο πολύ είχα ηρεμήσει.
Η διάθεσή μου ήταν εντελώς διαφορετική.
Ήμουν χαρούμενος, χαμογελούσα, μιλούσα περισσότερο, απαντούσα στους συνομιλητές μου πιο συχνά, ήθελα να βρίσκομαι με κόσμο, να μείνω έξω μία ώρα παραπάνω, να ακούω τα πάντα.
Να κάνω πράγματα που δεν έκανα πριν.
Τα προηγούμενα χρόνια έβλεπα μόνο μπροστά.
Ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Μόνο ευθεία.
Μία ίσια γραμμή…
Όταν κάνεις πρωταθλητισμό, παίρνεις αποφάσεις.
Θέτεις στόχους.
Κι ανάλογα με τον στόχο πράττεις.
Αν πήγαινα σε κάποια διοργάνωση έχοντας θέσει ως στόχο να κατακτήσω, για παράδειγμα, το Χρυσό μετάλλιο, “κλείδωνα”.
Είχα μπροστά μου μόνον αυτό.
Ήμουν 100% προσηλωμένος.
Αφοσιωμένος και απομονωμένος.
Η κολύμβηση είναι ένα μοναχικό άθλημα.
Από τα δυσκολότερα που υπάρχουν, κατά την άποψή μου.
Ό,τι κάνεις, εξαρτάται μόνο από εσένα.
Η επιτυχία ή η αποτυχία είναι δική σου.
Έπρεπε λοιπόν να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος στην κολύμβηση.
Οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτήν θα με αποπροσανατόλιζε από τον στόχο μου.
Τριάντα πέντε χρόνια ήμουν με το κεφάλι κάτω.
Συντροφιά με το νερό, τα πλακάκια της πισίνας και με έναν προπονητή πάνω από το κεφάλι μου που έδινε οδηγίες.
Μοναδικός ανταγωνιστής μου ήταν το χρονόμετρο.
Αν αυτό έδειχνε ότι πήγαινα καλά, ήμουν ευδιάθετος.
Αν αυτό όμως έδειχνε το αντίθετο, υπήρχε σκέψη και προβληματισμός.
Πήγαινα καλά; Έβαζα ως στόχο να πετύχω περισσότερα πράγματα.
Δεν πήγαινα καλά; Δεν ήθελα να μιλάω σε κανέναν!
Σ’ αυτά τα αθλήματα πρέπει να είσαι και λίγο ατομιστής για να επιβιώσεις. Και λίγο ζηλιάρης.
Με την καλή έννοια βέβαια και τα δύο.
Να βλέπεις τις επιτυχίες των άλλων αθλητών και να λες «μπορώ κι εγώ να προσπαθήσω να φτάσω σε αυτό το επίπεδο».
Όταν κατέκτησα τα πρώτα μετάλλια μου σε εθνικό επίπεδο, ήθελα να γίνω ο πρώτος αθλητής που θα κατέρριπτε όλα τα Πανελλήνια ρεκόρ του Χαράλαμπου Παπανικολάου στο ύπτιο.
Ο Χαράλαμπος ήταν ένα γίγαντας της Ελληνικής κολύμβησης!
Τα κατάφερα.
Το πρότυπο μου όμως ήταν ο τεράστιος Μαρκ Σπιτς.
Αυτός ο θρύλος της κολύμβησης.
Ακολουθούσα το όνειρό μου με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα τον έφτανα.
Το όνειρο όμως στην πορεία θόλωσε.
Όταν παρουσιάστηκε το πρόβλημα με την όρασή μου.
Από μικρός είχα τη συνήθεια να κλείνω ασυναίσθητα το ένα μάτι.
Αν δείτε φωτογραφίες από την παιδική μου ηλικία, σχεδόν σε όλες το ένα μάτι είναι κλειστό.
Όταν το άνοιγα, έβλεπα θολά.
Εκείνη την εποχή οι γιατροί συνέστησαν να κλείσω προσωρινά το μάτι που ήταν ανοιχτό, ώστε να υποχρεωθώ να βλέπω με το άλλο.
Αυτή η λύση προκάλεσε ατροφία στο κεντρικό νεύρο του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει την πάθηση που έχω σήμερα.
Στην ουσία πρόκειται για μία μορφή πολύ μεγάλης μυωπίας, η οποία με δυσκολεύει αρκετά στη γραφή, την ανάγνωση και την αναγνώριση των προσώπων που είναι μακριά.
Το πρόβλημα υπήρχε και την περίοδο όπου αγωνιζόμουν στα πρωταθλήματα των αρτιμελών.
Οξύνθηκε το 2002.
Δεν μπορούσα να εστιάσω στην ευθεία των διαδρομών της πισίνας.
Έπεφτα πάνω σ’ αυτές.
Στην αρχή θεώρησα ότι τα μάτια μου θόλωναν από το χλώριο της πισίνας, γιατί κολυμπούσα χωρίς προστατευτικά γυαλιά.
Δεν έδινα μεγάλη σημασία.
Το 2003 ωστόσο, όταν έχασα την πρόκριση στους τελικούς του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος, άρχισα να προβληματίζομαι.
Εκείνη την περίοδο έφυγα από τον Ολυμπιακό και μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη, έχοντας στο μυαλό μου να συνεχίσω να προπονούμαι και να προετοιμαστώ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα.
Απευθύνθηκα σ’ έναν προπονητή από την πόλη, το όνομα του οποίου δεν έχει σημασία να αναφέρω, και τον ρώτησα αν ήθελε να αναλάβει την προπόνηση μου.
«Εγώ με αποτυχημένους αθλητές δεν συνεργάζομαι», μου είπε.
Δεν κρύβω ότι στεναχωρήθηκα και ενοχλήθηκα.
«Θεώρησε ότι ήμουν αποτυχημένος, επειδή δεν είχα προκριθεί την προηγούμενη χρονιά στον Τελικό του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος;», σκέφτηκα.
Φεύγοντας από το κολυμβητήριο, με είδε ο Γιάννης Νεράντζης.
Ο προπονητής με τον οποίο έμελλε να δουλέψουμε μαζί από το 2004 μέχρι το 2008 και να σημειώσουμε τεράστιες επιτυχίες, οι οποίες συνεχίστηκαν και στην πορεία υπό την καθοδήγηση των Βαγγέλη Βούλτσου (2009-2016) και Αναστάσιου Χατζηγεωργίου (2017-2018).
Ο Γιάννης μού πρότεινε να πάω στον Οδυσσέα Θεσσαλονίκης.
Δεν το σκέφτηκα πολύ. Πήγα σχεδόν αμέσως.
Εκείνο το διάστημα ασχολούνταν πολύ με τα άτομα με αναπηρία.
Ήταν από τους ελάχιστους, γιατί οι περισσότεροι προπονητές απέφευγαν να συνεργάζονται με αθλητές με αναπηρία.
Δεν ήθελαν να τους αναλαμβάνουν.
Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Σε κάποια προπόνηση ο Γιάννης, ο οποίος είχε κάποιες γνώσεις σε θέματα που αφορούν γενικότερα στις αναπηρίες αλλά και την εμπειρία ως προπονητής ΑμεΑ, παρατήρησε ότι δεν κολυμπούσα στην ευθεία.
«Γιατί κάνεις ζικ ζακ;», με ρώτησε και, όταν του είπα το πρόβλημα που αντιμετώπιζα, με έστειλε να κάνω κάποιες συγκεκριμένες εξετάσεις.
Όταν πήρε τα αποτελέσματα στα χέρια του, μου είπε: «Κοίτα, δε θέλω να σοκαριστείς μ’ αυτό που θα σου πω, αλλά υπάρχει πρόβλημα. Ίσως πρέπει να σκεφτείς τη μεταπήδησή σου στα πρωταθλήματα των αθλητών με αναπηρία».
«Εγώ;».
«Ναι», μου απάντησε.
«Κι αν μπεις στην κατηγορία των ΑμεΑ να ξέρεις ότι θα αφήσεις εποχή».
«Γιατί να μπω στην κατηγορία των αθλητών με αναπηρία; Δηλαδή μου λες ότι θα κολυμπάω με αθλητές που δεν έχουν τα άκρα τους;», τον ρώτησα ξανά.
«Όχι, κάθε αθλητής που έχει μια πάθηση βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη κατηγορία. Τα άτομα με τα οποία θα κολυμπάς θα είναι όπως είσαι εσύ. Άνθρωποι που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα…».
Μπορεί ο Γιάννης να μου είχε ζητήσει να μην σοκαριστώ, αλλά, είχα πάθει σοκ!
Μόλις το ξεπέρασα, άρχισα να σκέφτομαι πιο ψύχραιμα.
Βρισκόμασταν ενόψει της Ολυμπιακής χρονιάς κι εγώ ήθελα όσο τίποτα άλλο να αγωνιστώ σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αν αποφάσιζα να πω «ναι», ίσως προλάβαινα τη συμμετοχή μου στους Παραολυμπιακούς Αγώνες.
Ήταν ένα κίνητρο για μένα.
Αποφάσισα να κάνω την μετάβαση.
Πέρασα από τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως ορίζουν οι κανονισμοί, και, όταν βγήκε το πόρισμα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, πήρα το «ok» να αγωνιστώ στους Αγώνες του 2004.
Στο μεσοδιάστημα συμμετείχα σε διοργανώσεις όπου οι αντίπαλοί μου είχαν την ίδια πάθηση με μένα.
Αυτό μου έδωσε τη δύναμη να αφήσω πίσω όλες τις δεύτερες σκέψεις που έκανα.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε φυσικά και ο προπονητής που δεν με πίεσε να πάρω την τελική απόφαση.
Το συζητήσαμε πάρα πολύ.
Μου είπε πως, από την στιγμή που προσπαθούσα χρόνια να πιάσω το όριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (το 2000 το είχα χάσει για ελάχιστα δευτερόλεπτα), μου δινόταν η ευκαιρία να αγωνιστώ απευθείας στους Παραολυμπιακούς και να είμαι ισάξιος με τους αντιπάλους μου.
Δεν πρόκειται να κρύψω ότι ο στόχος μου ήταν να γίνω Ολυμπιονίκης.
Ποτέ μέχρι σήμερα δεν τον έκρυψα.
Αν τον πετύχαινα, εκτός από την απόλυτη ικανοποίηση που θα ένιωθα ως αθλητής, θα μπορούσα να φτιάξω το μέλλον μου ως άνθρωπος. Θα εξασφάλιζα μια δουλειά.
Είχα μία ευκαιρία.
Το θέμα ήταν πώς θα τη διαχειριζόμουν.
Σίγουρα με προβλημάτιζε τι θα έλεγε ο κόσμος.
Από την άλλη πλευρά όμως, σκεφτόμουν πως ό,τι και να κάνεις, ακόμα και χίλια καλά να προσφέρεις, οι άλλοι θα ασχοληθούν με το κακό.
Όπως λέω στους φίλους μου, «το κουτσομπολιό κάνει μερικούς ανέργους πλήρως απασχολημένους».
Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να σταματήσει.
Σκέφτηκα πως, αν καθόμουν να ασχοληθώ με αυτά που θα πουν οι άλλοι ή τι θα γράψουν για μένα, εκείνοι θα συνέχιζαν κανονικά να έχουν τη ζωή τους και τροφή για σχολιασμό κι εγώ θα έχανα μια ευκαιρία-δώρο απ’ τον Θεό!
Είπα λοιπόν προχωράμε κι ό,τι γίνει!
Δεν θα έκλεβα κάποιον! Θα έκανα αυτό που ήξερα!
Πέρασα από εξετάσεις, πήρα το «ok» από την Ομοσπονδία και στη συνέχεια περιμέναμε την έγκριση της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας.
Θα μπορούσε να μας έχει απορρίψει.
Όπως έγινε πρόσφατα στο Τόκιο στην περίπτωση κάποιων αθλητών από το Αζερμπαϊτζάν τους οποίους έκοψαν τέσσερεις φορές!
Οι κανονισμοί είναι πολύ αυστηροί όπως επίσης και οι έλεγχοι που γίνονται για την πιστοποίηση της αναπηρίας που έχει κάθε αθλητής.
Στην Ελλάδα, στην οποία για κάποιον λόγο που δεν έχω καταλάβει ακόμη βρισκόμαστε πολύ πίσω σε αρκετά θέματα που αφορούν γενικότερα στα ΑμεΑ, πριν από το 2004 όλοι χαρακτήριζαν τους ανθρώπους με αναπηρία «άτομα με ειδικές ανάγκες».
Τι σημαίνει «άτομα με ειδικές ανάγκες»;
Δεν είναι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες.
Είναι άνθρωποι με αναπηρία!
Αξιοσέβαστοι, με κύρος, προσωπικότητα, επαγγέλματα και δουλειές!
Όταν μπήκα στην κατηγορία των ΑμεΑ κι άρχισα να βλέπω τους αθλητές που συμμετείχαν στις διοργανώσεις, απορούσα.
«Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έχει ένα από τα άκρα του ή δεν έχει κανένα να κολυμπάει;», αναρωτιόμουν.
Τους έβλεπα και τους θαύμαζα!
«Είναι υπεράνθρωποι!», έλεγα.
Μια φορά, για να καταλάβω την αίσθηση που έχει ένας άνθρωπος που κολυμπάει χωρίς άκρα, έδεσα τα χέρια μου και προσπάθησα να κολυμπήσω.
Βούλιαξα!
Δεν θα σας κρύψω ότι, όταν πήρα το πρώτο Παραολυμπιακό μετάλλιο και σε κάποιες παρουσιάσεις μάς προσφωνούσαν «άτομα με ειδικές ανάγκες», με ενοχλούσε.
Όταν με προσφωνείς «άτομο με ειδική ανάγκη» σημαίνει πως χρειάζομαι κάτι!
Όχι!
Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη ανάγκη.
Έχω μια ιδιαιτερότητα.
Ένα πρόβλημα.
Στη δική μου περίπτωση είναι η όραση.
Σε κάποια άλλη η παράλυση.
Σε μια άλλη η απώλεια των άκρων.
Ούτε ο χαρακτηρισμός «άτομα με ειδικές ικανότητες» μού άρεσε ως έκφραση.
Τι σημαίνει «ειδική ικανότητα»;
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ειδικές ικανότητες.
Κάθε ένας τη δική του.
Μετά άκουγα «άτομα με ψυχικά αποθέματα»!
Μόνο τα ΑμεΑ έχουν ψυχικά αποθέματα;
Οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν έχουν;
Ειδικά αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο που διανύουμε όλοι έχουμε ψυχικά αποθέματα!
Ας λέμε λοιπόν τα πράγματα όπως είναι!
Άτομα με αναπηρία.
Δεν είναι κακό να το λέμε. Ούτε ντροπή!
Το θετικό είναι πως μετά τη διεξαγωγή των Παραολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα ο κόσμος έμαθε πολύ περισσότερα πράγματα για τους αθλητές με αναπηρία και με την ενημέρωση που υπήρχε και από τα ΜΜΕ οι Έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν την σωστή προσφώνηση.
Από το 2004 έχουν γίνει αρκετά βήματα προόδου.
Η κοινωνία έχει αρχίσει να δέχεται τους ΑμεΑ γιατί πλέον βλέπει τον αγώνα που κάνουμε όλοι.
Ειδικά οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν βαριάς μορφής αναπηρίες.
Αυτοί, ναι!
Είναι παράδειγμα προς μίμηση!
Το ζητούμενο βέβαια παραμένει να καταλάβουμε άπαντες πώς οφείλουμε να λειτουργούμε ως πολίτες.
Να σεβόμαστε τους χώρους που υπάρχουν για την εξυπηρέτηση και την πρόσβαση των ανθρώπων με αναπηρία.
Όλοι γνωρίζουμε τι γίνεται.
Υπάρχουν άνθρωποι που παρκάρουν πάνω σε ράμπες, πεζοδρόμια ακόμα και σε θέσεις πάρκινγκ που είναι για ΑμεΑ, χωρίς να υπολογίζουν τίποτα.
Δεν τους ενδιαφέρει ούτε πώς θα κινηθούν οι τυφλοί ούτε πώς θα κινηθούν άνθρωποι που χρησιμοποιούν αναπηρικά αμαξίδια.
Σ΄αυτές τις περιπτώσεις το κράτος οφείλει να εφαρμόσει τον νόμο.
Συγκριτικά με το παρελθόν, η κατάσταση σήμερα είναι λίγο καλύτερη, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας να βαδίσουμε.
Στην κατηγορία των αθλητών τώρα, σταδιακά έχει επιτευχθεί ίση μεταχείριση με τους αρτιμελείς.
Στα θέματα που αφορούν στις χορηγίες, έχουμε μέλλον μπροστά μας, αλλά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι πλέον όλοι έχουν αντιληφθεί πως, όταν ένας άνθρωπος έχει μια αναπηρία, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να κάνει πράγματα.
Η θέληση που έδειξαν και δείχνουν οι αθλητές με αναπηρία όπως και η δίψα που έχουν για τη ζωή έκαναν άπαντες να παραδεχτούν ότι έχουν κι αυτοί όνειρα, στόχους και φιλοδοξίες.
Κολυμπούν, τρέχουν, παλεύουν, σηκώνουν βάρη!
Θάρρος είναι να κυριαρχείς το φόβο σου!
Όχι να μην έχεις φόβο.
Αντιλήφθηκαν ότι τα ΑμεΑ τον φόβο μας τον κυριαρχούμε.
Αγωνιζόμαστε, προπονούμαστε, χαιρόμαστε, λυπόμαστε, κουραζόμαστε, αλλά έχουμε και μια ιδιαιτερότητα.
Αν αυτή την ιδιαιτερότητα δεν την προσβάλλεις και συμπεριφερθείς όπως σ’ έναν αρτιμελή αθλητή, μόνο κέρδος θα υπάρχει.
Οι προπονητές δεν κάνουν πια διακρίσεις.
Μοιράζονται τις γνώσεις τους με όλους και τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο να βγαίνουν αθλητές και Παραολυμπιονίκες με επιδόσεις που κοντεύουν να φτάσουν εκείνες των αρτιμελών.
Υπάρχει μια θεαματική εξέλιξη.
Όσο περισσότεροι αθλητές με αναπηρίες βγαίνουν προς τα έξω τόσο περισσότεροι που βρίσκονται στην ίδια θέση τούς βλέπουν και θέλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.
Βλέπουμε ποια είναι σήμερα τα αποτελέσματα.
Τα είδαμε και στο Τόκιο.
Θα έχω πάντα να λέω για τον Νάσο Γκαβέλα και τον συνοδό του, Σωτήρη Γκαραγκάνη, για το Χρυσό μετάλλιο που πήραν.
Ένας αθλητής με ολική απώλεια της όρασής του έτρεχε μαζί με κάποιον άλλο και όχι μόνο τερμάτισαν πρώτοι αλλά και σημείωσαν και Παγκόσμιο ρεκόρ!
Απίστευτο!
Προφανώς, αυτά τα παιδιά είχαν δουλέψει πολύ σκληρά για να πετύχουν κάτι τέτοιο.
Αυτό αποτελεί άλλη μία απόδειξη ότι η αναπηρία δεν αποτελεί εμπόδιο!
Αν θέλεις, αν το πιστεύεις κι αν πιστέψουν κάποιοι σε σένα, μπορείς να κάνεις τα πάντα!
Ο αθλητισμός μπορεί να δείξει σ’ έναν άνθρωπο ποιες είναι οι δυνατότητές του.
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει.
Ποια είναι τα όρια του.
Στον αθλητισμό δεν υπάρχουν όρια.
Τα όρια τα βάζεις εσύ.
Πάντα θέλεις να ξεπερνάς τον εαυτό σου.
Κάνεις όνειρα. Χτίζεις χαρακτήρα.
Βγαίνεις έξω απ’ το σπίτι. Δεν σε αφήνει να κλειστείς στο πρόβλημά σου και να το σκέφτεσαι συνέχεια.
Γίνεσαι κοινωνικός. Δημιουργείς φιλίες. Αγαπάς! Αγαπιέσαι!
Γι’ αυτό πρέπει όλοι, κι όχι μόνο τα άτομα με αναπηρία, να αθλούνται.
Δεν είναι απαραίτητο να κάνεις πρωταθλητισμό.
Ο πρωταθλητισμός έρχεται μετά.
Όταν διαπιστώσεις ότι αυτό που κάνεις μπορεί να σου δώσει και να του δώσεις.
Για μένα η αφορμή να ασχοληθώ με τον αθλητισμό και την κολύμβηση ήταν η φοβία μου για το νερό.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου το πέρασα στην Κοζάνη, όπου ο πατέρας μου δούλευε στη ΔΕΗ.
Μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Κοιμόμουν έχοντας δίπλα στο κρεβάτι μου μία μπάλα και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια μου.
Όταν πηγαίναμε με την οικογένεια για μπάνιο στη θάλασσα, απέφευγα να μπαίνω στο νερό.
Οι γονείς μου προβληματίστηκαν.
Τους έφερνε και σε δύσκολη θέση, γιατί ούτε εγώ ευχαριστιόμουν ούτε κι εκείνοι.
Τους έλεγα θέλω να φύγω.
Τότε μάθαμε ότι υπήρχε ένα κολυμβητήριο στην Κοζάνη και αποφάσισαν να με πάνε με το σκεπτικό να αρχίσω να κολυμπάω για να ξεπεράσω τη φοβία μου.
Είχα την τύχη να έχω πολύ καλούς δασκάλους. Μεταξύ αυτών και ο Μπάμπης Γιαννακόπουλος που ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι ήμουν γρήγορος.
«Εσύ μια μέρα θα γίνεις Πρωταθλητής», μου είπε.
Κι έτσι έγινε.
Μαζί του βγήκα για πρώτη φορά Πρωταθλητής στις μικρές κατηγορίες.
Μαζί του κατέρριψα και το ρεκόρ του Χαράλαμπου Παπανικολάου στο ύπτιο.
Από τότε ξεκίνησε μια πολύ όμορφη πορεία.
Αν μου ζητούσε κάποιος να πω ποια ήταν η κορυφαία στιγμή στην καριέρα μου, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω.
Αυτό που ίσως με “στιγμάτισε” ήταν το μετάλλιο που πήρα στο 2004.
Λίγες ημέρες μετά το αγώνισμά μου, σημειώθηκε το δυστύχημα στο πέταλο του Μαλιακού με τους μαθητές από ένα Λύκειο που έρχονταν στην Αθήνα να δουν τους Παραολυμπιακούς Αγώνες και να μας γνωρίσουν.
Εκείνο το μετάλλιο ήταν αφιερωμένο στην μνήμη των παιδιών που έχασαν τη ζωή τους.
Μέσα σε μια τόσο μεγάλη πορεία φυσικά δεν απουσίαζαν και οι δύσκολες στιγμές.
Η πρώτη ήταν την περίοδο όπου είχα ένα πρόβλημα στην μέση μου.
Οι γιατροί είχαν εντοπίσει τέσσερεις δισκοκήλες και απορούσαν πώς συνέχισα να κολυμπάω.
Κάποια στιγμή έφτασα στο σημείο να χάσω την αίσθηση του ποδιού μου.
Ήταν από ‘κείνες τις φορές που πραγματικά φοβήθηκα και ο λόγος για τον οποίο το 2016 έχασα το μετάλλιο στο Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Έναν χρόνο αργότερα, προετοιμαζόμουν για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Σε μία προπόνηση, μετά από έναν έντονο βήχα, ξαφνικά έχασα την αίσθηση του αριστερού ποδιού μου.
Όταν έκανα εξετάσεις, οι γιατροί είπαν ότι έπρεπε να μπω στο χειρουργείο να αφαιρεθούν οι κήλες, γιατί ο κίνδυνος παράλυσης πλέον ήταν πολύ μεγάλος.
Δεν ήθελα να κάνω την επέμβαση.
Δεν μπορούσε κανείς να μου εγγυηθεί ότι το πρόβλημα θα ξεπεραστεί.
Το ίδιο διάστημα ήταν προγραμματισμένο και το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα.
Παρά το γεγονός ότι είχα ενημερώσει την Ομοσπονδία για το πρόβλημα που υπήρχε, μου είπαν πως, αν δεν συμμετείχα σε αυτό, δεν θα μπορούσα να λάβω μέρος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Επειδή είμαι εγωιστής, αποφάσισα να αγωνιστώ κανονικά.
Με “ένα” πόδι!
Και έπιασα το όριο.
Και, όταν βγήκα από την πισίνα και είδα κάποιους από τους παράγοντες της Ομοσπονδίας, τους είπα: «Θα πάω στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και θα πάρω μετάλλιο».
Κατέκτησα τρία!
Ένα Χρυσό και δύο Ασημένια!
Την ίδια άγνοια κινδύνου είχα και στη διάρκεια της προετοιμασίας μου για το Τόκιο.
Οι δύο τραυματισμοί που προέκυψαν δύο μήνες πριν από τους Παραολυμπιακούς Αγώνες, δεν με πτόησαν.
Αρχικά τραυματίστηκα στα δάχτυλα του ποδιού μου μετά από ένα χτύπημα σ’ ένα διαφημιστικό που είχε φύγει από τη θέση του στην πισίνα.
Λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου, χτύπησα στο γυμναστήριο μετά από άσκηση με TRX. Λύθηκε το σχοινί, έπεσα με τον αγκώνα πάνω σε βάρη κι έπαθα κάταγμα.
«Αυτό ήταν!», είπα. «Πάει το Τόκιο»!
Στις 17 Αυγούστου θα έφευγα για την Ιαπωνία και στις 27 θα έδινα τον πρώτο αγώνα μου στο ύπτιο.
Όταν ξεπέρασα το σοκ από το άκουσμα της σοβαρότητας του τραυματισμού, την επόμενη μέρα μίλησα με τον προπονητή μου.
«Θα έρθω κανονικά στην προπόνηση», του είπα. «Θα δέσω το χέρι και θα κολυμπήσω με το ένα»!
Έτσι έκανα προπόνηση μέχρι και την ημέρα που φύγαμε για την Ιαπωνία.
«Πώς το βλέπεις; Θα κολυμπήσω στο Τόκιο;», ρώτησα τον γιατρό στην τελευταία επίσκεψη που του έκανα πριν από το ταξίδι για την Ιαπωνία.
«Πιστεύω ναι», απάντησε.
Το ίδιο πίστευα κι εγώ…
Τελικά, αγωνίστηκα έχοντας κάνει προηγουμένως πολλές θεραπείες, ενώ την ημέρα του αγώνα έκανα ένεση ξυλοκαΐνης.
Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να εγκαταλείψω την προσπάθεια.
Αυτές οι στιγμές απέδειξαν ότι δεν φοβάμαι!
Σε κάθε κακιά στιγμή που ερχόταν εγώ χαμογελούσα!
«Καλώς ήρθες», της έλεγα.
«Τώρα θα δούμε ποιος από τους δύο έχει τη μεγαλύτερη δύναμη. Εγώ ή εσύ»;
Δεν λύγισα!
Ολοκλήρωσα την πορεία μου στην κολύμβηση έχοντας πετύχει πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που ήθελα και ήλπιζα.
Αποχωρώ έχοντας πια το κεφάλι έξω απ’ το νερό και με τη σιγουριά ότι είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος!
Χαράλαμπος Ταϊγανίδης
Πηγή: athletestories
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου