Μιλώντας για συναισθηματικές δεξιότητες, αναφερόμαστε σε μια σειρά από δεξιότητες, όπως η αναγνώριση, η έκφραση και η διαχείριση των συναισθημάτων, η αναγνώριση των δυνατοτήτων/επιτευγμάτων αλλά και των αδυναμιών, η θετική εικόνα εαυτού, η κατανόηση ψυχικών καταστάσεων (συναισθημάτων, κινήτρων κτλ) του εαυτού και των άλλων, η ανάληψη ευθύνης, η ικανότητα σχετίζεσθαι κ.ά.
Η ανάπτυξη της ικανότητας διαχείρισης/ρύθμισης των συναισθημάτων είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πρώιμης παιδικής ανάπτυξης και αντανακλάται σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς του παιδιού. Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη των συναισθηματικών δεξιοτήτων ξεκινά πολύ νωρίς, στη βρεφική και πρώιμη νηπιακή ηλικία, όταν το νευρικό σύστημα του παιδιού είναι ακόμα ανώριμο. Η εμπειρία που έχουν τα παιδιά με τα συναισθήματα, ενώ το παρασυμπαθητικό νευρικό τους σύστημα είναι ακόμα υπό κατασκευή, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της συναισθηματικής τους ευημερίας, τόσο στην παιδική όσο και την ενήλικη ζωή τους (Gottman και DeClaire, 1997).
Οι Shonkoff και Phillips (2000) ορίζουν την αυτορύθμιση ως την ικανότητα του παιδιού να έχει κάποιο έλεγχο των σωματικών λειτουργιών, να διαχειρίζεται τα έντονα συναισθήματα και να διατηρεί την προσοχή του σε ερεθίσματα. Ας σκεφτούμε το παράδειγμα ενός μωρού που κλαίει για να εκφράσει την ανάγκη του να ταϊστεί. Ακόμα και αν χρειαστεί να περιμένει λίγα λεπτά, αν τελικά η μητέρα/ο φροντιστής ανταποκριθεί στην ανάγκη του βρέφους, εκείνο καλλιεργεί την ικανότητά του να αυτορυθμίζεται (Shonkoff και Phillips, 2000). Ένας φροντιστής που ανταποκρίνεται και συντονίζεται με τις ανάγκες του παιδιού το βοηθά να αναπτύξει την ικανότητα να περιμένει, αφού το παιδί ξέρει και έχει εμπιστοσύνη ότι σύντομα η ανάγκη του θα ικανοποιηθεί (Perry, 2005). Όσο αβοήθητα και αν είναι τα βρέφη, μπορούν να μάθουν από το πώς ανταποκρίνεται ο γονιός-φροντιστής στη δυσφορία τους ότι το συναίσθημα μπορεί να μεταβληθεί, ότι, για παράδειγμα, είναι δυνατόν ένα έντονο, δυσβάσταχτο συναίσθημα να μετατραπεί σε συναίσθημα παρηγοριάς και ανακούφισης. Δυστυχώς, βρέφη των οποίων οι συναισθηματικές ανάγκες παραμελούνται, στερούνται την ευκαιρία να το διδαχτούν αυτό. Το συναίσθημά τους δε βρίσκει ανταπόκριση οπότε δε μπορεί να ανακουφιστεί και να αμβλυνθεί. Ως εκ τούτου, τα βρέφη αυτά μπορεί να γίνουν παθητικά και μη εκφραστικά. Όταν αναστατώνονται, ωστόσο, δεν έχουν καμία αίσθηση ελέγχου. Δεν είχαν ποτέ κάποιον που να τα ανακούφισε, και να κατηύθυνε το συναίσθημα τους από την έντονη δυσφορία στην ηρεμία και την ανακούφιση, οπότε δεν αναπτύσσουν την ικανότητα να ηρεμούν μόνα τους (Gottman και DeClaire, 1997).
Συμβουλές για γονείς ή φροντιστές βρεφών:
Παρατηρήστε τα βρέφη προσεκτικά: το βλέμμα, το κλάμα, τις κινήσεις τους. Εκπέμπουν «σήματα» που μας δείχνουν πότε είναι πεινασμένα, κουρασμένα ή έτοιμα να παίξουν, πότε πονούν, πότε φοβούνται κ.ο.κ.
Γίνετε ο «καθρέφτης» τους, προσπαθώντας να τους δώσετε πίσω, με λόγια και με πράξεις, αυτό που κατανοείτε να έχουν ανάγκη.
Έχετε τις κεραίες σας ανοιχτές και ανταποκριθείτε στις διάφορες ανάγκες τους: για τροφή, χάδι, ύπνο, σταθερότητα, επαφή, αλληλεπίδραση, παρηγοριά.
Φροντίστε να τους παρέχετε δομή και προβλεψιμότητα. Τα βρέφη χρειάζονται συνεπείς φροντιστές και συνέχεια στη φροντίδα τους για να νιώθουν ασφαλή. Η καθημερινότητά τους χρειάζεται ένα σταθερό πρόγραμμα και ρουτίνες.
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, η ικανότητά τους να ρυθμίζουν ή να ελέγχουν τις αντιδράσεις τους αυξάνεται. Αρχικά, τα νήπια και τα μικρά παιδιά χρειάζονται τους γονείς για υποστήριξη και βοήθεια στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους, αλλά με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσουν την ικανότητα να το κάνουν μόνα τους, διαμορφώνοντας τις συμπεριφορές τους ανάλογα. Φαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικές ατομικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο τα μικρά παιδιά αναπτύσσουν δεξιότητες αυτορύθμισης (Fox, 2002).
Εάν τα παιδιά δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν κάποια ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων, η συνεπακόλουθη συναισθηματική διέγερση και η λανθασμένη κατεύθυνση των συναισθημάτων (Kostuik και Fouts, 2002) ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινωνικά ακατάλληλες συμπεριφορές και περιορισμένη ικανότητα προσαρμογής σε εμπειρίες. Η δυσκολία να εστιάσουν την προσοχή τους σε συνδυασμό με την τάση να είναι πολύ δραστήρια και να δυσφορούν εύκολα μπορεί να καταστήσει τα παιδιά ανίκανα να ασκήσουν έλεγχο στη συμπεριφορά τους (Calkins και συν., 2002). Το επίπεδο και ο τύπος ρύθμισης συναισθημάτων που χρησιμοποιείται εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των γονέων σε καταστάσεις άγχους.
Ο συναισθηματικός δεσμός του παιδιού με το φροντιστή (attachment) είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη της ικανότητας αυτορύθμισης των συναισθημάτων. Όσο περισσότερο ευαίσθητοι και συναισθηματικά διαθέσιμοι είναι οι γονείς-φροντιστές στις ανάγκες του παιδιού τόσο περισσότερο αναπτύσσεται η ικανότητα του παιδιού να ρυθμίζει τα συναισθήματά του.
Συμβουλές για γονείς νηπίων και παιδιών σχολικής ηλικίας:
Παρατηρείτε τις συναισθηματικές καταστάσεις του παιδιού, ακόμα και τις πιο ανεπαίσθητες. Έτσι, θα κατανοήσετε τα παιδιά σε βάθος, και θα βρείτε πιο κατάλληλους τρόπους να τα στηρίξετε.
Να ακούτε τα παιδιά προσεκτικά με ενσυναίσθηση και αποδοχή. Περιμένετε να σας πουν όσα έχουν και αφού αποφορτιστούν, θα είναι σε μια καλύτερη θέση να σας ακούσουν και να δώσουν την προσοχή τους.
Αναγνωρίστε το συναίσθημα του παιδιού και βοηθήστε το παιδί να βρει λέξεις για να περιγράψει τη συναισθηματική του εμπειρία/κατάσταση. Αν δυσκολεύεται, μπορείτε να «καθρεφτίζετε» αυτό που πιστεύετε ότι αισθάνεται και πάντα να τσεκάρετε με το παιδί αν αυτό που έχετε κατανοήσει συνάδει με τη δική του εμπειρία.
Να επικυρώνετε και να σέβεστε τα συναισθήματα του παιδιού όποια και αν είναι και όσο «παράλογα» και να φαίνονται. Μάθετε στα παιδιά ότι τα συναισθήματά τους είναι έγκυρα και αποδεκτά, και διευκολύνετέ τα να διακρίνουν το συναίσθημα από τη συμπεριφορά που συνοδεύει το συναίσθημα (για παράδειγμα, «είναι εντάξει να νιώθεις οργή αλλά δεν είναι εντάξει να χτυπάς»). Είναι μια καταπληκτική ευκαιρία να έρθετε πιο κοντά και να διδάξετε στα παιδιά πώς να σχετίζονται με τον εαυτό τους και τους άλλους.
Πριν αντιδράσετε σε οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά του παιδιού, πάρτε λίγο χρόνο και αναρωτηθείτε τι μπορεί να την προκάλεσε. Αναγνωρίστε τη δική σας συναισθηματική αντίδραση και κατανοήστε αν πηγάζει μόνο από τη συμπεριφορά του παιδιού ή και από άλλες παρελθοντικές εμπειρίες σας που μπορεί να πυροδοτούνται. Προσπαθήστε να εστιάσετε στη συγκεκριμένη συμπεριφορά, και μπείτε για ένα λεπτό στη θέση του παιδιού (τι ζητά, τι μπορεί να επικοινωνεί, τι αισθάνεται, τι θα το ανακούφιζε).
Χρησιμοποιείστε τη φαντασία σας. Να μιλάτε στα παιδιά μέσα από ιστορίες και παραμύθια. Οι ιστορίες μιλούν απευθείας στο υποσυνείδητο του παιδιού και το μήνυμα μεταδίδεται χωρίς να βρει αντίσταση, ενώ όταν έρχεται με την μορφή «κηρύγματος» τα παιδιά αρνούνται να ακούσουν και να συμμορφωθούν.
Αντί να σπεύδετε να λύσετε κάθε πρόβλημα για τα παιδιά, διερευνήστε μαζί τους τρόπους και στρατηγικές για την επίλυση προβλημάτων, εάν είναι μικρά, ή προσκαλέστε τα να σκεφτούν μόνα τους τρόπους διαχείρισης δύσκολων παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον.
Διδάξτε στα παιδιά εναλλακτικούς, υγιέστερους, αποδεκτούς τρόπους για εκφράζουν ή/και να εκτονώνουν τα συναισθήματά τους. Για παράδειγμα, μπορούν να μάθουν να τα εκφράζουν με λόγια ή μέσα από το παιχνίδι ή τη ζωγραφική, να χτυπούν ένα μαξιλάρι, να κλωτσούν μια μπάλα, να εμπλακούν σε μια κινητική δραστηριότητα.
Βάλτε όρια -κατάλληλα για την ηλικία- με αγάπη, σταθερότητα και συνέπεια. Είναι σημαντικό να είναι ξεκάθαρο στα παιδιά τι επιτρέπεται και τι όχι, όπως και το να βλέπουν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορείτε να λειτουργείτε με πιο ευέλικτο τρόπο. Νιώθουν μια αίσθηση ασφάλειας όταν τα όρια είναι σαφή γιατί γνωρίζουν τι να περιμένουν και διευκολύνονται στο πώς να δράσουν.
Όταν συμπεριφέρονται ακατάλληλα, ή ξεσπούν με εκρήξεις, αναρωτηθείτε τι μπορεί να τα οδήγησε εκεί. Μήπως είναι απογοητευμένα, θυμωμένα ή καταπιεσμένα; Σε κάθε περίπτωση, να έχετε ως στόχο να αντιμετωπίζετε τα δύσκολα και δυσάρεστα συναισθήματα του παιδιού ως ευκαιρία να έρθετε πιο κοντά. Αυτό που χρειάζεται είναι να μπορείτε να αντέχετε ένα θλιμμένο, θυμωμένο ή φοβισμένο παιδί, δείχνοντας υπομονή, αλλά ταυτόχρονα καλλιεργώντας τους το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης.
Να αναθέτετε στα παιδιά ευθύνες και καθήκοντα κατάλληλα για την ηλικία τους. Έτσι, θα εξασκήσουν δεξιότητες, θα νιώσουν ικανά και άξια εμπιστοσύνης και θα έρθουν αντιμέτωπα με ματαιώσεις, προκλήσεις και ευκαιρίες. Με τον τρόπο αυτό, θα αναπτύξουν αυτοπεποίθηση και μια θετική εικόνα εαυτού.
Να θυμάστε ότι κανένας γονιός δεν είναι τέλειος. Όλοι κάνουμε λάθη και μέσα από αυτά βελτιωνόμαστε. Αυτό είναι και το μήνυμα που, μέσα από τη στάση μας, θέλουμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας, ώστε να μπορούν να ξεπερνούν τις δυσκολίες, να προχωρούν παρακάτω και να είναι πιο συμπονετικά με τον εαυτό τους και τους άλλους.
Μια τέτοια στάση ζωής που περιλαμβάνει τις παραπάνω γονικές συμπεριφορές θα διευκολύνει τα παιδιά να εμπιστεύονται τον εαυτό τους, να αναπτύξουν τη συναισθηματική τους νοημοσύνη, να ρυθμίζουν τα συναισθήματα τους, να εξασκούνται στην επίλυση προβλημάτων, και να σχετίζονται αρμονικά με τους άλλους.
Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» του Οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού», ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Calkins, S. D., Dedmon, S. E., Gill, K. L., Lomax, L. E., & Johnson, L. M. (2002). Frustration in infancy: Implications for emotion regulation, physiological processes, and temperament. Infancy, 3(2), 175–197.
Fox, N.A. (2002). The Assessment of Temperament and Self-Regulation in Infants and Young Children. In B. S. Zuckerman, A. F. Lieberman, & N. A. Fox (Eds.), Emotional Regulation and Developmental Health: Infancy and Early Childhood (pp. 27-40). US: Johnson & Johnson Pediatric Institute, L.L.C.
Gottman, J. M., & DeClaire, J. (1997). Raising an emotionally intelligent child. New York: Simon & Schuster Paperbacks.
Kostiuk, L. M., & Fouts, G. T. (2002). Understanding of Emotions and Emotion Regulation in Adolescent Females with Conduct Problems: A Qualitative Analysis. The Qualitative Report, 7(1), 1-15.
Perry, B.D. (2005). Self-regulation: The second core strength. Online: http://teacher.scholastic.com/professional/bruceperry/ self_regulation.htm.
Shonkoff, J., & D. Phillips (2000). From neurons to neighborhoods: The science of early childhood development. A report of the National Research Council. Washington, DC: National Academies Press.
Πηγή: Χαμόγελο του Παιδιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου