Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Δεν μας χαρακτηρίζει η αναπηρία μας: Δύο τυφλοί νέοι καταρρίπτουν με τη στάση ζωής τους τα στερεότυπα για τα ΑμεΑ

Η Παρασκευή Κουτσαΐδη είναι πτυχιούχος του τμήματος Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διδάσκει, κάνει μεταφράσεις και μαθαίνει ισπανικά και πολωνικά. Ονειρό της είναι να ασχοληθεί με τη διερμηνεία· σύντομα μάλιστα σκοπεύει να ξεκινήσει το σχετικό μεταπτυχιακό. Αγαπά τη μουσική (έχει σπουδάσει κλασικό και σύγχρονο πιάνο) και τα ταξίδια. Τη συναρπάζει να γνωρίζει ανθρώπους από άλλες χώρες και κουλτούρες, τη γοητεύουν το άγνωστο και το διαφορετικό. Ο Γιάννης Βίτσος είναι πρωτοετής φοιτητής Ψυχολογίας, επίσης στο ΕΚΠΑ. Λατρεύει κι εκείνος τη μουσική και το διάβασμα, μαθαίνει ιταλικά και προ κορωνοϊού έπαιζε συχνά γκόλμπολ, ένα άθλημα που απαιτεί υψηλή τεχνική, δύναμη, ταχύτητα, γρήγορες αντιδράσεις, ομαδικότητα, ευλυγισία και καλή αίσθηση του χώρου.

Το γκόλμπολ είναι παραολυμπιακό άθλημα. Ο Γιάννης, βλέπετε, και η Παρασκευή είναι τυφλοί. Γεννήθηκαν με απώλεια όρασης από γονείς βλέποντες, μεγάλωσαν σε οικογένειες βλεπόντων και πλέον, ως ενήλικοι, χαράσσουν τις πορείες τους σε μια κοινωνία βλεπόντων, προσπερνώντας τα εμπόδια –που μόνο λίγα δεν είναι– με επιμονή και αποφασιστικότητα, αλλά και με την επιθυμία να βοηθήσουν όσο μπορούν άτομα με αναπηρία που, για διάφορους λόγους, ίσως δεν πατούν το ίδιο γερά στα πόδια τους.

Ως εθελόντρια στο ICC Camp (International Camp on Communication and Computers), η Παρασκευή εδώ και οκτώ χρόνια προσπαθεί να ενθαρρύνει νέους με απώλεια όρασης να ζήσουν αυτή την ιδιαίτερη και σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα εμπειρία, και να αποκτήσουν εφόδια και χρήσιμα σε πρακτικό επίπεδο, και πολύτιμα για την προσωπική τους εξέλιξη. Ο Γιάννης, από την άλλη, είναι δημιουργός της σειράς podcast με τίτλο «Δίπλα σου», στο soundis.gr. Σε κάθε επεισόδιο συνομιλεί με άτομα με διάφορες αναπηρίες, παθήσεις, ψυχικά νοσήματα ή σύνδρομα, διαφορετικούς σεξουαλικούς προσανατολισμούς. Στόχος του είναι οι ακροατές του να γνωρίσουν καλύτερα τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα τους, να τους δουν με ενσυναίσθηση…

Δεν θα κρύψω ότι δυσκολεύτηκα αρκετά για να τους πείσω να μου μιλήσουν. «Μεγαλώνοντας και βγαίνοντας από το στενό οικογενειακό περιβάλλον μας, συνειδητοποιούμε ολοένα και περισσότερο ότι υπάρχουν ακόμη πολλά ανθεκτικά στερεότυπα και ταμπού για την αναπηρία. Οπότε, κάθε φορά που μας δίνεται ένα δημόσιο βήμα, οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί για το τι θα βγει προς τα έξω. Ούτε να μας λυπούνται θέλουμε, ούτε να μας αντιμετωπίζουν ως ήρωες επειδή έτυχε να γεννηθούμε με μια αναπηρία», μου εξήγησε η Παρασκευή.

– Τι θα θέλατε, λοιπόν, να βγει προς τα έξω από αυτήν τη συνέντευξη;


Γιάννης: Να συνειδητοποιήσουν όσοι τη διαβάσουν ότι όλοι, βλέποντες και τυφλοί, αρτιμελείς και άτομα με κάποια αναπηρία, είμαστε το ίδιο. Εμάς δεν μας χαρακτηρίζει η αναπηρία μας. Εχουμε πολλά χαρακτηριστικά· ένα μόνο από αυτά είναι η απώλεια όρασης.

Παρασκευή: Η αναπηρία δεν έχει συγκεκριμένο χρώμα ή πρόσημο, θετικό ή αρνητικό. Είναι μέρος του εαυτού μας και με αυτό πορευόμαστε. Το ότι ζούμε χωρίς όραση δεν είναι άξιο ούτε θαυμασμού, αλλά ούτε και οίκτου. Δεν υποφέρουμε, ελπίζοντας κάποια στιγμή να γίνει ένα θαύμα και να βρούμε το φως μας. (γέλια)

– Μιλήσατε προηγουμένως για στερεότυπα ταυτισμένα με τα άτομα με αναπηρία, και τους τυφλούς εν προκειμένω. Ποια είναι αυτά που σας θυμώνουν περισσότερο;

Παρασκευή: Οτι ένας τυφλός χρειάζεται βοήθεια για τις καθημερινές του δραστηριότητες, δεν είναι αυτάρκης και αδυνατεί να ζήσει μόνος του, γιατί η απώλεια όρασης συνεπάγεται μια μόνιμη δυσκολία. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: από τη στιγμή που θα περάσουμε την κατάλληλη εκπαίδευση και θα γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στο περιβάλλον μας, όλα είναι δυνατά. Επίσης, έχω κουραστεί να ακούω ότι βλέπουμε τους ανθρώπους «με τα μάτια της καρδιάς». (γέλια, ξανά)

Γιάννης: Εμένα με ενοχλεί η συχνή αγιοποίηση των ατόμων με αναπηρία. Οπως έχει πει ο ψυχίατρος και ευρωβουλευτής Στέλιος Κυμπουρόπουλος, ανάπηρος δεν σημαίνει οπωσδήποτε και καλός άνθρωπος. Ενα άλλο κλασικό στερεότυπο που… αγαπάμε να μισούμε είναι ότι εμείς οι τυφλοί ερωτευόμαστε κάποιον μόνο για τον εσωτερικό του κόσμο, για τον χαρακτήρα του. Δεν ισχύει. Υπάρχουν και άλλες αισθήσεις πέρα από την όραση. Λόγω της οπτικής αναπηρίας προφανώς δεν θα ερωτευτούμε ένα άτομο για τα γαλανά του μάτια και το αστραφτερό του χαμόγελο, αλλά ίσως για τη φωνή του ή για κάποια άλλα χαρακτηριστικά του που έχουν να κάνουν με την αφή ή την όσφρηση. Ή για τα «vibes» του. Ακόμη και κάποια πιο επιφανειακά πράγματα ενδεχομένως να παίξουν ένα ρόλο, όπως ο σωματότυπος. Στον έρωτα μπορούμε, δηλαδή, να είμαστε το ίδιο ουσιαστικοί ή επιφανειακοί, όσο όλοι οι υπόλοιποι.

– Με την τωρινή εμπειρία σας, τι θα λέγατε στον… οκτάχρονο εαυτό σας, αν υποθέσουμε ότι μπορούσατε να τον συναντήσετε;

Γιάννης: Ως παιδί –πεισματάρης Τοξότης, γαρ– δεν αντιδρούσα και τόσο καλά στις συμβουλές. Ισως να άφηνα τον εαυτό μου να «φάει τα μούτρα του», λοιπόν, κάτι που συνέβη έτσι κι αλλιώς, αλλά μακροπρόθεσμα με βοήθησε να ωριμάσω. Θα του έλεγα μόνο δυο λόγια: Δεν είσαι μόνος, δεν είσαι εσύ εδώ και οι άλλοι απέναντι. Δες τον εαυτό σου ως μέρος ενός συνόλου, της κοινωνίας. Το ότι δεν βλέπεις δεν σημαίνει ότι διαφέρεις. Μη φοβηθείς να βγεις από τη ζώνη ασφάλειάς σου, μη χάσεις ευκαιρίες που στο μέλλον θα μετανιώσεις.

Παρασκευή: Θα έλεγα στη μικρή Παρασκευή να τολμήσει να δοκιμάσει νέες εμπειρίες, να είναι ανοιχτή σε όσα την εκφράζουν και την εμπνέουν, να κυνηγήσει τα όνειρά της. Και να μη φοβάται. Η ζωή έχει πολλές γκρίζες μέρες, αλλά πάντα τις ακολουθεί μια λιακάδα. Να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο.«Ο Μάγιο με έχει βοηθήσει πολύ και στο ψυχολογικό κομμάτι», λέει για τον σκύλο-οδηγό της η Παρασκευή Κουτσαΐδη.

Στην Ελλάδα πρέπει να πασχίζουμε για τα αυτονόητα

Ο Γιάννης Βίτσος μεγάλωσε στη Λυκόβρυση Αττικής και η Παρασκευή Κουτσαΐδη στο Ηράκλειο Κρήτης. Οι γονείς τους επέλεξαν τα παιδιά τους να φοιτήσουν όχι σε ειδικό σχολείο για άτομα με απώλεια όρασης, αλλά σε γενικό. Στην περίπτωση της Παρασκευής, βέβαια, ήταν μάλλον μονόδρομος. «Δεν είναι καθόλου εύκολη η διαδικασία ένταξης ενός τυφλού παιδιού σε ένα κοινό σχολείο. Αλλά ειδική δομή στην Κρήτη δεν υπήρχε τότε –μέχρι σήμερα δεν υπάρχει– και η μοναδική επιλογή που είχαμε ήταν να έρθω στην Αθήνα. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου, όμως, δεν ήθελαν να στερηθώ την οικογένεια, οπότε πάλεψαν για να μη συμβεί αυτό. Επρεπε να ξεπεράσουν πολλά πρακτικά προβλήματα, όπως τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία, για να μου εξασφαλίσουν –από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο– δασκάλους και καθηγητές ειδικής αγωγής γι’ αυτό που αποκαλείται “παράλληλη στήριξη”: ο ρόλος των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών είναι διαμεσολαβητικός ανάμεσα στο άτομο με αναπηρία και στην υπόλοιπη κοινότητα. Κάνουν πολλά: από το να ετοιμάσουν ένα τεστ σε μέθοδο μπράιγ μέχρι να οργανώσουν δράσεις ευαισθητοποίησης για τους υπόλοιπους μαθητές», εξηγεί η ίδια.

«Στάθηκα, όμως, τυχερή. Υπήρχε μια δασκάλα στην Κρήτη που μου έκανε μαθήματα κινητικότητας. Από πολύ μικρή έμαθα να χρησιμοποιώ το λευκό μπαστούνι και να το θεωρώ κομμάτι του εαυτού μου. Δυστυχώς σήμερα υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε εκπαιδευτές κινητικότητας και προσανατολισμού σε όλη την Ελλάδα. Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα…».

Αντίστοιχη είναι και η εμπειρία του Γιάννη Βίτσου από τη φοίτησή του σε ένα «κανονικό» σχολείο. «Δεν ήταν εύκολη η καθημερινότητά μου στα παιδικά μου χρόνια», λέει. «Οσο φοβόμουν μήπως μάθει κάποιος ότι είμαι τυφλός, όσο ντρεπόμουν να ζητήσω βοήθεια από τους άλλους και ένιωθα άσχημα για τη δυσμορφία μου, αυτά τα αρνητικά συναισθήματα μου προκαλούσαν επιπλέον δυσκολίες. Οταν ωρίμασα και εξοικειώθηκα με αυτό που είμαι, αν και οι εξωτερικοί παράγοντες επί της ουσίας έχουν μείνει ίδιοι, η ποιότητα της ζωής μου βελτιώθηκε κατά πολύ».

Η κοινωνία έχει «εκπαιδευτεί» στο να κατανοεί τις ανάγκες ενός ατόμου με απώλεια όρασης; «Αν και αρκετά έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, δυστυχώς έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε. Πόσο δύσκολο είναι να προσέχει κανείς την οδηγική συμπεριφορά του και πού θα παρκάρει; Πόσο δύσκολο είναι τα πανεπιστήμια να εξασφαλίσουν προσβασιμότητα για τα άτομα με αναπηρία και συγγράμματα για τους τυφλούς;» αναρωτιέται η Παρασκευή Κουτσαΐδη. «Στην Ελλάδα πρέπει να πασχίζουμε για τα αυτονόητα – τα ΑμεΑ και οι οικογένειές μας».

Το μπούλινγκ

– Ως παιδιά βιώσατε μπούλινγκ;

Παρασκευή: Ηταν αναπόφευκτο να αντιμετωπίσω κάποιες τέτοιες συμπεριφορές, όπως κάθε παιδί που διέφερε με οποιονδήποτε τρόπο – είχε παραπανίσια κιλά, για παράδειγμα. Οχι κάτι ακραίο, πάντως.

Γιάννης: Μπούλινγκ που είχε να κάνει με εκφοβισμό, όχι, δεν αντιμετώπισα. Αυτά που κυρίως βίωσα ήταν ο αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση. Κανείς δεν ήρθε να μου πει κατά πρόσωπο «πώς είσαι έτσι;» ή να με κοροϊδέψει, όμως ένιωθα πάντα ότι διέφερα κι αυτό με έκανε να υποφέρω. Το πρόβλημα, δηλαδή, δεν ήταν ότι φαινόμουν διαφορετικός μόνο στους άλλους, αλλά και σε εμένα τον ίδιο. Εννοώ ότι άργησα πολύ να αποδεχτώ τον εαυτό μου… Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια ψυχοθεραπείας για να ανακαλύψω τη δύναμη να νιώσω άνετα με αυτό που είμαι.
Η συνάντηση

Η Παρασκευή από το πατρικό της στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Γιάννης κι εγώ από την Αθήνα συναντηθήκαμε μέσω zoom. Η Παρασκευή ήταν πολύ χαρούμενη που και αυτή τη φορά, στο ταξίδι της στην Κρήτη, είχε μαζί της τον Μάγιο, τον εδώ και λίγους μήνες τετράποδο συνοδοιπόρο της, ένα υπέροχο λαμπραντόρ εκπαιδευμένο από την Ελληνική Σχολή Σκύλων-Οδηγών «Λάρα». «Πέρα από την πρακτική εξέλιξη και την αλλαγή στον τρόπο που κυκλοφορώ στους ελληνικούς δρόμους –για τους οποίους ένας σκύλος-οδηγός πρέπει να έχει κάνει διδακτορικό!– ο Μάγιο με έχει βοηθήσει πολύ και στο ψυχολογικό κομμάτι. Χρειάστηκε αρκετές φορές να τον υπερασπιστώ όταν θεωρήθηκε ανεπιθύμητος σε ταξί, σε δημόσιο χώρο ή σε κάποιο κατάστημα, κι έτσι, ξέροντας πως ο νόμος είναι με το μέρος μας, ένιωσα πιο δυνατή και πιο σίγουρη για τον εαυτό μου…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου