Μέσα στον οχετό των ημερών, σκέφτηκα ότι αυτό που θα είχε αληθινό νόημα θα ήταν να στρέψει κανείς το φως πάνω στους ίδιους τους εφήβους και τη σεξουαλικότητά τους. Σε θέματα «τζιζ» για την ελληνική κοινωνία της ψευδοσεμνοτυφίας και της ανύπαρκτης σεξουαλικής αγωγής. Απευθύνθηκα στον Κρις Νιούλιν, εξέχοντα ειδικό στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση, εκτελεστικό διευθυντή του Αμερικανικού Κέντρου Συνηγορίας για τα Παιδιά (National Child Advocacy Center), με έδρα το Χάντσβιλ της Αλαμπάμα.
Τον είχα γνωρίσει προ ετών, χάρη στην ευγενική μεσολάβηση του «Χαμόγελου του Παιδιού», με το οποίο ο αμερικανός ειδικός συνεργάζεται στενά μέχρι και σήμερα, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, εκπαιδευτικά σεμινάρια σε επαγγελματίες του πεδίου (εισαγγελείς, δικαστικούς επιμελητές, αστυνομικούς, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και επαγγελματίες υγείας). Πρόκειται για έναν έναν άνθρωπο που έχει διενεργήσει χιλιάδες δικανικές συνεντεύξεις με παιδιά και νέους θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, έναν άνθρωπο εξαιρετικά καταρτισμένο και ευαίσθητο. Μιλήσαμε για όλα.
Κύριε Νιούλιν, όλοι στην Ελλάδα είμαστε σοκαρισμένοι και οργισμένοι με τη σωρεία σκανδάλων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Μήπως ήρθε η στιγμή να ρίξουμε φως στους ίδιους τους εφήβους και τη σεξουαλικότητά τους;
«Υπάρχουν, είναι η αλήθεια, κάποιοι παράγοντες που προκαλούν σύγχυση. Δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζουμε τους εφήβους σαν μικρούς ή μεγάλους ενήλικες. Η εφηβεία είναι ένα σημείο καμπής στην ανάπτυξη, με το παιδί να οδεύει προς την ανεξαρτησία, κάτι που φυσικά προσπαθούμε να ενθαρρύνουμε. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο έφηβος διαθέτει όλες τις δεξιότητες και τις ικανότητες του ενήλικα. Υπάρχει δηλαδή λόγος που δεν επιτρέπεται στα παιδιά να οδηγήσουν ή να ψηφίσουν μέχρι κάποια ηλικία. O εγκέφαλος συνεχίζει να αναπτύσσεται μέχρι περίπου και τα 25 χρόνια. Σημειωτέον ότι τα τμήματά που αναπτύσσονται τελευταία είναι εκείνα που βοηθούν στην απόκτηση μιας πιο εκλεπτυσμένης κριτικής σκέψης. Γι’ αυτό βλέπεις, για παράδειγμα, έναν έφηβο να ανταποκρίνεται 100% σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό τεστ μαθηματικών και την ίδια μέρα να πηδά από ένα μπαλκόνι σε ένα κάδο σκουπιδιών, έτσι, επειδή θεωρεί ότι έχει πλάκα. Eίναι επιρρεπής σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, χωρίς να είναι συχνά σε θέση να εκτιμήσει σωστά μια δεδομένη κατάσταση».
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί εύκολα να τον χειραγωγήσει ένας ενήλικας;
«Η πραγματικότητα είναι ότι οι ενήλικες μπορούν να χειραγωγήσουν τους εφήβους. Δεν είναι και τόσο δύσκολο. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ανακαλύψεις τι θέλουν και να τους το παρέχεις με αντάλλαγμα αυτό που εσύ θέλεις. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι επειδή είναι έφηβοι, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι συμμετέχουν με τη βούλησή τους σε ορισμένες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, λέει ο έφηβος: “Εγώ θέλω αλκοόλ, αυτό το πρόσωπο είναι πρόθυμο να μου δώσει αλκοόλ με αντάλλαγμα αυτό που μου ζητάει. Επομένως, θα το κάνω”. Χωρίς, με άλλα λόγια, να σκεφτεί τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, π.χ. ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή σε ένα σεξουαλικό μεταδιδόμενο νόσημα. Οι έφηβοι αρχίζουν σιγά σιγά να σκέφτονται μπροστά, αλλά όχι τόσο μακριά. Και ο ενήλικας που θέλει να χειραγωγήσει, θα αναζητήσει άτομα που είναι πιο ευάλωτα. Θα προτιμήσει σαφώς το παιδί μας οικογένειας με μειωμένη ικανότητα ελέγχου (μιας μονογονεϊκής οικογένειας ή με γονείς που απουσιάζουν πολύ από το σπίτι). Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και παιδιά από “προνομιούχα” περιβάλλοντα δεν μπορεί να ζουν απομονωμένα από την οικογένειά τους, κάτι που τα καθιστά εξίσου ευάλωτα».
Αυτές τις μέρες, πάντως, αισθάνεται κανείς τον κίνδυνο να περνά από δίπλα του. Ο έφηβος γιος φίλων μου βρέθηκε προ ετών σε οντισιόν για παράσταση που θα ανέβαζε ένας από τους κατηγορούμενους σήμερα στην Ελλάδα. Δεν του συνέβη κάτι. Σήμερα, όμως, ο πιτσιρικάς νιώθει φοβερά απογοητευμένος…
«Είναι απογοητευτικό, ιδιαίτερα όταν θύτης είναι ένα ισχυρό πρόσωπο που κατέχει μια θέση εξουσίας ή επιρροής. Αυτό συνέβη με το σκάνδαλο στην Καθολική Εκκλησία: “Αυτοί είναι άνθρωποι του Θεού”, “Πώς να πω κάτι εναντίον τους;” “Κανείς δεν θα με πίστευε”. Οταν πρόκειται για τέτοια πρόσωπα, σε θέση επιρροής ή εξουσίας, είναι πολύ πιο δύσκολο για τα παιδιά να μιλήσουν. Και όταν τελικά μοιραστούν την τραυματική εμπειρία τους, κάποιοι ρωτούν γιατί το παιδί δεν ούρλιαξε αν όντως υπέστη κάτι τέτοιο. Κάτι, όμως, που βλέπουμε πολύ συχνά σε περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης είναι ότι τα παιδιά σχεδόν παγώνουν. Δεν έχουν την αντίδραση “πάλης ή φυγής” (fly of fight), απλώς παγώνουν: “Δεν μπορώ να πιστέψω ότι συμβαίνει αυτό”, “Tι γίνεται εδώ πέρα;”. Προσπαθούν να βγάλουν νόημα από αυτό που συμβαίνει, που αντιλαμβάνονται ότι είναι περίεργο και ότι τα φέρνει σε δύσκολη θέση. Είναι κάτι που βλέπουμε συχνά. Το ότι τα παιδιά δεν σπρώχνουν και δεν αντιστέκονται, δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι συμμετέχουν με τη βούλησή τους. Ενδέχεται να είναι απλά και μόνο τελείως τρομοκρατημένα».
Ισως όλο αυτό έρχεται να ρίξει φως σε μια μεγάλη, νομίζω, παρανόηση. Οτι το παιδί μας κινδυνεύει μόνο από ψυχικά διαταραγμένους αγνώστους που παραμονεύουν στον δρόμο.
«Οταν ξεκινήσαμε να διαγιγνώσκουμε την παιδική σεξουαλική κακοποίηση, επικρατούσε η άποψη ότι οι δράστες ήταν κατά κανόνα άγνωστοι, ο άνδρας με την καπαρντίνα ή εκείνος που χαρίζει γλυκά στα παιδιά. Αυτό, όμως, που μάθαμε τα τελευταία 30 χρόνια είναι ότι στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο είναι σπάνιο. Σχεδόν σε όλα τα περιστατικά σεξουαλικής παιδικής κακοποίησης, σε ποσοστό πάνω από 90%, ο θύτης είναι ένα πρόσωπο που το παιδί γνωρίζει. Σκεφτείτε το. Ποιον αφήνουν οι γονείς να έχει πρόσβαση στα παιδιά τους; Εσείς, αλήθεια, θα αφήνατε, για παράδειγμα, εμένα να κάνω baby sitting στις κόρες σας; Σκέφτεστε μέσα σας, μπορεί, καλός θα ήταν, αλλά στην πραγματικότητα δεν με γνωρίζετε. Κατ’ επέκταση, θα ήσασταν μάλλον απρόθυμη να αφήσετε τα παιδιά σας στη δική μου φροντίδα. Είναι εύλογο, λοιπόν, στα περισσότερα περιστατικά σεξουαλικής παιδικής κακοποίησης, ο θύτης είναι ένα πρόσωπο οικείο στο παιδί. Θα μπορούσε να είναι κάποιος από την ευρύτερη οικογένεια, ένας γείτονας, ένας προπονητής, ο έμπιστος καθηγητής της θεατρικής αγωγής κ.τ.λ. Γιατί αυτοί έχουν πρόσβαση στα παιδιά».
Αυτό είναι δύσκολο να το αποδεχτεί κανείς…
«Είναι ιδιαίτερα επώδυνο για τους γονείς να το αποδεχτούν. Γιατί αν το παιδί πέσει θύμα ενός ανθρώπου ο οποίος έχαιρε της εμπιστοσύνης του, ο ίδιος ο γονέας αισθάνεται ανεπαρκής. Υπό μία έννοια, καλείται να αποδεχτεί μαζί με το ότι το παιδί του έπεσε θύμα κακοποίησης, ότι ο ίδιος πήρε μια εσφαλμένη απόφαση ως προς το ποιοι άνθρωποι είχε επιτρέψει να βρίσκονται κοντά στο παιδί του. Οι δράστες είναι πολύ ευρηματικοί στο να χειραγωγούν τους ανηλίκους. Και αν εγώ θέλω να κακοποιήσω σεξουαλικά το παιδί σας, το πρώτο βήμα μου είναι να χειραγωγήσω κατ’ αρχάς εσάς, ώστε να επιτρέψετε στην κόρη σας να με συναναστραφεί και εν συνεχεία εγώ να οδηγήσω την κόρη σας στην κατεύθυνση που επιθυμώ. Πρόκειται, επομένως, για μια διαδικασία πολύ πιο ύπουλη, όσον αφορά τη χειραγώγηση, που θα προλειάνει το έδαφος για τη σεξουαλική κακοποίηση».
Υπάρχουν, όμως, και άλλοι τρόποι προσέγγισης. Μην ξεχνάμε ότι οι έφηβοι λένε συχνά ψέματα στους γονείς τους. Επίσης, υπάρχει πλέον το Ιντερνετ.
«Σαφώς, και στη διάρκεια της πανδημίας τα παιδιά περνούν πολύ περισσότερο χρόνο online. Μιλούσα χθες με κάποιον από το Αμερικανικό Κέντρο Εξαφανισθέντων και Παραμελημένων Παιδιών και μου έλεγε ότι η “προσκόλληση” στο Ιντερνετ (οnline enticement) έχει αγγίξει τον τελευταίο χρόνο το 97%, μια πραγματικά δραματική αύξηση. Σήμερα είναι περισσότερα παιδιά online. Το ίδιο ισχύει και για τους ενήλικες –στις ΗΠΑ ειδικά, στην πλειονότητά τους δουλεύουν από το σπίτι–, γεγονός που σημαίνει ότι αντί να επιδοθούν στις συνήθεις ασχολίες που έχουν υπό φυσιολογικές συνθήκες, μπορεί δυνητικά να καθήσουν να “προσελκύσουν” ανήλικους στο διαδίκτυο. Παρά τα υψηλά αυτά νούμερα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα παιδιά διακινδυνεύουν περισσότερο να υποστούν μια σωματική βλάβη από κάποιον που τα προσεγγίζει διά ζώσης».
Εσχάτως, ακούμε και γυναίκες να κατηγορούνται για την αποπλάνηση ανηλίκων.
«Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό διαπράττεται από άντρες, ασφαλώς υπάρχουν και γυναίκες. Εδώ η ίδια η κοινωνία αντιδρά διαφορετικά. Και ενώ όταν πρόκειται για έναν 35χρονο και μια 15χρονη, η αντίδραση είναι “Αηδία”, “Είναι ανώμαλος” κ.ο.κ., όταν μια 35χρονη αποπλανεί ένα 15χρονο αγόρι, θα ακούσεις π.χ. “Ουάου, τον τυχερό!”, “Την κατάφερε”, “Σκόραρε” κ.τ.λ. Δεν είναι, όμως, απαραίτητα αυτός ο τρόπος που το βιώνουν τα ίδια τα αγόρια. Ενδέχεται να φαντάζει ως η “μέγιστη διέγερση” με όλες αυτές τις ορμόνες που κατακλύζουν το σώμα τους και με όλη αυτή τη σφοδρή περιέργεια που έχουν, αλλά τα ίδια μπορεί να το νιώσουν κάτι περίεργο, κάτι που δεν είναι σωστό. Μπορεί να σκεφτούν: “Θα ήθελα να με αφήσει ήσυχο”, “Δεν θέλω να το κάνω μαζί της”, “Θέλω να το κάνω, αλλά όχι απαραίτητα μαζί της”, “Θέλω να το κάνω με τη συμμαθήτριά μου, με την οποία είμαι ‘τσιμπημένος’ και όχι μαζί της”».
Στην Ελλάδα με τη σθεναρή «μάτσο» κουλτούρα ισχύει ακριβώς αυτό που λέτε για τα αγόρια.
«Είναι τόσοι οι παράγοντες, μεταξύ αυτών και η μάτσο κουλτούρα που αναφέρετε, το ότι το αγόρι θα πάει μετά να κοκορευτεί στους φίλους του… Ωστόσο, το ερώτημα που οφείλουμε να θέσουμε είναι: “Για ποιον λόγο ένας 35χρονος ενήλικας να δείξει ενδιαφέρον για έναν 15χρονο;”. Γιατί από όλο τον κόσμο, γιατί από όλους τους συνομηλίκους του ή και τους 20χρονους ακόμα, να ενδιαφέρεται για ένα παιδί αυτής της ηλικίας; Ευελπιστούμε ότι θα εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι οι ενήλικες δεν πρέπει να συνάπτουν σεξουαλικές σχέσεις με ανήλικους. Γιατί, αν δεν το πιστεύουμε αυτό, τι ακριβώς δείχνει για εμάς ως κοινωνία;».
Πολλοί έλληνες γονείς είναι σήμερα τρομοκρατημένοι και οργισμένοι. Βλέπω στα σόσιαλ μίντια ακραίες αντιδράσεις, μερικοί λένε ότι θα βρίσκονται συνέχεια δίπλα στα παιδιά τους, προκειμένου να τα προφυλάξουν από κάθε κίνδυνο…
«Μπορείς να αποτρέψεις τη σεξουαλική κακοποίηση, κρατώντας τα παιδιά μακριά από κάθε επαφή. Ωστόσο, και αυτό έχει το δικό του τίμημα. Αν δεν αφήνεις το παιδί σου να κυκλοφορεί, αν δεν του επιτρέπεις να συμμετέχει σε καμία π.χ. αθλητική ή πολιτιστική δραστηριότητα, αν το τοποθετήσεις μέσα σε ένα κουκούλι, του εξασφαλίζεις ότι ποτέ, τίποτε κατά πάσα πιθανότητα δεν θα του συμβεί. Εν τούτοις, αυτό που αναμφίβολα θα του συμβεί είναι ότι δεν θα καταφέρει να βιώσει τον πλούτο του κόσμου, να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί και να μάθει. Επομένως, το τίμημα είναι και εδώ μεγάλο. Σήμερα, το εκκρεμές γέρνει προς την απαίτηση να εστιάσουμε ως κοινωνία στο ότι δεν πρόκειται να ανεχτούμε την παιδική κακοποίηση. Και πως όταν αυτή συμβαίνει, θα έχουμε στη διάθεσή μας τους μηχανισμούς που θα παρεμβαίνουν δραστικά και αποτελεσματικά για τη στήριξη των παιδιών και την τιμωρία των ανθρώπων που τα έβλαψαν. Να μην επιτρέψουμε να διαιωνιστεί περαιτέρω αυτή η κατάσταση με άτομα που εκμεταλλεύονται συχνά μια θέση ισχύος ή επιρροής για να ασελγήσουν σε παιδιά».
Και, βέβαια, οι γονείς να μιλάμε ανοιχτά στα παιδιά για το σεξ…
«Αν κάτι μπορούμε να κάνουμε είναι να νορμαλοποιήσουμε τον διάλογο για τη σεξουαλικότητα. Πρέπει αυτός να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής επικοινωνίας μας με τα παιδιά. Τους μιλάμε για τόσα άλλα θέματα ασφάλειας: “Πρόσεξε πώς περνάς τον δρόμο” ή “Μην πλησιάζεις τον αναμμένο φούρνο”. Είναι σημαντικό οι γονείς να κτίσουν από νωρίς ένα περιβάλλον ανοιχτής επικοινωνίας στα θέματα αυτά. Ο διάλογος θα “πάρει” κάτι από την ένοχη σιωπή, από το “Αυτό είναι μυστικό” ή από το “Κάνω κάτι που δεν θα έπρεπε να κάνω”. Επίσης, τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν ότι μπορούν, όταν συμβεί κάτι, να απευθυνθούν σε σένα και να ζητήσουν τη βοήθειά σου, χωρίς να φοβούνται για τις συνέπειες…».
Πιστεύετε ότι η πανδημία έχει επιδεινώσει την έκθεση των εφήβων (ήδη από 11 ετών) στο online πορνό;
«Δεν έχω συγκεκριμένα στοιχεία, υποθέτω ότι η επισκεψιμότητα σε αυτά τα σάιτ έχει αυξηθεί, δεδομένου ότι ο κόσμος είναι κλεισμένος στο σπίτι και περνά περισσότερο χρόνο online. Aνεξάρτητα, βέβαια, από την πανδημία, μεταναστεύουμε ως κοινωνία ολοταχώς σε ένα κόσμο όπου εμπλέκεται η τεχνολογία. Αυτή είναι η ζωή σήμερα.
Ενας έφηβος ενδέχεται, μέσω της έκθεσης στο πορνό, να νορμαλοποιήσει τη σχέση με έναν ενήλικα;
«Αυτό που γνωρίζω και με έχει θορυβήσει είναι ότι πολλά από αυτά τα σάιτ έχουν αρχίσει να νορμαλοποιούν τη σεξουαλική επαφή, π.χ., ανάμεσα στον αδελφό και την αδελφή του ή ανάμεσα σε ένα νεαρό αγόρι, π.χ., με τη μητριά του. Πρόκειται για ένα είδος περιεχομένου που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Ο έφηβος το βλέπει σαν πορνό αλλά τού περνούν υποδόρια μηνύματα ότι η αιμομιξία είναι ΟΚ, ότι η σεξουαλική επαφή με μέλη της οικογένειας είναι ΟΚ. Μας απασχολεί η μακροπρόθεσμη επίδραση τέτοιων μηνυμάτων. Κάποτε η πορνογραφία αφορούσε αποκλειστικά τους ενήλικες, τώρα αυτό έχει αλλάξει»
Πολλοί σήμερα στην Ελλάδα επιδίδονται σε ένα ανελέητο victim blaming. H πιο συνήθης ερώτηση στους ανθρώπους που καταθέτουν σήμερα τις τραυματικές εμπειρίες τους είναι “Γιατί τώρα; Γιατί 20 χρόνια μετά;”.
«Το ερώτημα αυτό συχνά ακούγεται σαν κατηγορία, διότι υπαινίσσεται ότι θα έπρεπε να το είχε καταθέσει νωρίτερα. Ενας καλύτερος τρόπος επαναδιατύπωσής του ερωτήματος θα ήταν: “Τι σε έκανε να αποφασίσεις να πεις την ιστορία σου τώρα;”. Εναλλακτικά: “Τι ήταν εκείνο που σε εμπόδισε να μιλήσεις;”. Γιατί μπoρώ να σας πω, αντλώντας από τις συνεντεύξεις που έχω κάνει με παιδιά, ότι όταν τελικά σού μιλούν για τη σεξουαλική κακοποίησή τους, θυμούνται και πόσες φορές έφτασαν πολύ κοντά στο να το πουν. Θυμούνται με λεπτομέρειες ότι κάτι συνέβη και π.χ. την τελευταία στιγμή φοβήθηκαν ή κάποιος μπήκε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. Είχαν δηλαδή αποπειραθεί πολλές φορές προηγουμένως να το πουν. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που γίνεται και με τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας. Οταν γυναίκες (ή και άντρες) παρενοχλούνται σεξουαλικά λένε: “Μήπως έκανα κάτι και το προκάλεσα με κάποιο τρόπο;”, “Δεν θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα”, “Δεν θέλω να χάσω τη δουλειά μου”. Είναι όλες αυτές οι σκέψεις που περνούν από το μυαλό σου και σε αποτρέπουν να μιλήσεις. Από τη στιγμή, δε, που επιλέγουν να μην το πουν, νιώθουν παγιδευμένοι: “Δεν είπα τίποτα νωρίτερα. Γιατί κάποιος να με πιστέψει τώρα”;».
Αυτό μπορεί να διαρκέσει χρόνια;
«Οταν πρωτοξεκίνησα να δουλεύω στον τομέα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, ήταν πραγματικά συνταρακτικό πόσα περιστατικά μας έρχονταν από παιδιά που είχαν πέσει θύματα έξι και επτά χρόνια νωρίτερα, χωρίς όλο αυτόν τον καιρό να πουν κουβέντα. Αυτό που θέλω να ξεκαθαρίσω είναι ότι η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι συχνά “ήπια”. Με άλλα λόγια, δεν είναι βίαιη και επιθετική, όπως συμβαίνει στη σεξουαλική κακοποίηση με θύμα έναν ενήλικα. Γι’ αυτό και σπάνια αφήνει σημάδια (π.χ. μελανιές) που θα έχρηζαν και κάποιας ιατρικής φροντίδας. Ολα αυτά τα “απαλά” αγγίγματα και τα τριψίματα μπορεί να μπερδέψουν ένα παιδί, διότι δεν συνιστούν καθαρή παρενόχληση. Αν, δε, το παιδί δυσανασχετήσει, ο θύτης, που παρακολουθεί στενά τις αντιδράσεις του, αμέσως οπισθοχωρεί, σπεύδοντας να υποβαθμίσει το συμβάν: “Αχ με συγχωρείς. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήθελα να σε πιάσω εκεί, απλώς ήθελα να σου κάνω μασάζ”. Αν το παιδί δεν αντιδράσει, απλώς προχωρεί».
Εχουν γίνει κάποια βήματα μπροστά ως προς την κινητοποίηση των θυμάτων;
«Τώρα που έχει διευρυνθεί ο δημόσιος διάλογος γύρω από τα θέματα αυτά, διαπιστώνουμε ότι έχει μειωθεί το διάστημα ανάμεσα στον χρόνο που τελείται η κακοποίηση και τον χρόνο που το θύμα αποφασίζει να μιλήσει. Τώρα πλέον μιλάμε για περιστατικά που έλαβαν χώρα πριν από έναν μήνα, πριν από λίγες εβδομάδες ή πριν από μια εβδομάδα, ακόμα και χθες. Aυτό σημαίνει ότι έχει σημειωθεί πρόοδος, τα παιδιά νιώθουν ότι μπορούν να μιλήσουν νωρίτερα αντί να υποφέρουν σιωπηρά επί σειρά ετών. Εξυπακούεται ότι ο καθένας καλείται να πάρει τη δική του απόφαση για το τι θέλει να κάνει. Θεωρώ γενναίο ότι κάποιοι άνθρωποι στην Ελλάδα βγαίνουν και μιλούν δημόσια. Τίποτα βέβαια δεν απαγορεύει σε κάποιον που υπέστη σεξουαλική κακοποίηση πριν από καιρό –όπως η ελληνίδα ολυμπιονίκης– να αναζητήσει μόνος του ψυχολογική υποστήριξη που θα τον βοηθήσει να θεραπευτεί. Αυτό συνιστά ένα πιο προσωπικό ταξίδι. Από την άλλη πλευρά, θεωρώ ότι το να μιλάς δημόσια σημαίνει ότι θέλεις να τραβήξεις την προσοχή σε κάτι, να καταδείξεις ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο· οι άνθρωποι που επιλέγουν να το κάνουν γνωρίζουν ότι υπάρχουν και άλλοι που έχουν πέσει θύματα».
Εχετε συναντήσει πολλές τέτοιες περιπτώσεις;
«Θα σας εξέπληττε πραγματικά αν βλέπατε πόσοι άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια με έχουν προσεγγίσει, για παράδειγμα ύστερα από μια ομιλία μου, για να μου πουν εμπιστευτικά: “Πραγματικά θαυμάζω τη δουλειά που όλοι σας κάνετε, ξέρω τι σημαίνει να έχεις υποστεί κακοποίηση και μακάρι να υπήρχε μια τέτοια υποστήριξη όταν ήμουν εγώ παιδί”. Θυμάμαι πάντα έναν άνθρωπο που τύγχανε μάλιστα και επιστάτης σχολείου, ο οποίος μου εκμυστηρεύτηκε τη δική του εμπειρία: “Κανείς δεν το γνωρίζει αυτό, ούτε καν η γυναίκα μου”. Και το διαπίστωσα παρατηρώντας τον κάθε φορά που μας πλησίαζε, ενώ κουβεντιάζαμε, η σύζυγός του. Εσπευδε να αλλάξει θέμα συζήτησης».
Ποια ήταν, αλήθεια, η αντίδρασή σας όταν πληροφορηθήκατε την έκρηξη όλων αυτών των σκανδάλων στη Ελλάδα;
«Ολα όσα πληροφορήθηκα είχαν πολλές ομοιότητες με εκείνα που βιώσαμε πριν από μερικά χρόνια στις ΗΠΑ, όταν πυροδοτήθηκε το κίνημα #ΜeToo. Πολλοί άνθρωποι, πρωτίστως γυναίκες νεαρής ηλικίας, μίλησαν ανοιχτά για τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστησαν από τους Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, Μπιλ Κόσμπι και άλλους διακεκριμένους ανθρώπους της δημόσιας σφαίρας. Στην αρχή, άκουσα μόνο για κακοποίηση εις βάρος γυναικών, στη συνέχεια έμαθα ότι έβγαιναν μπροστά άτομα, προκειμένου να μιλήσουν για αυτό που είχαν υποστεί σε πολύ νεαρή ηλικία ή στην εφηβεία τους. Τα περιστατικά στην Ελλάδα είναι και αυτά σύμπτωμα του κύματος σεξουαλικής βίας που συνεχίζει να πλήττει την κοινωνία μας».
Εχετε έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο με την Ελλάδα (σ.σ.: ο άνδρας της αδελφής του είναι Ελληνας). Ποια είναι η συμβουλή σας ως ειδικού;
«Θα ενθάρρυνα την ελληνική κοινωνία να μη μείνει στο σοκ από όλο αυτό που συμβαίνει. Τώρα είναι η ευκαιρία για δράση, η ευκαιρία να βελτιώσουμε την προσέγγισή μας σε τέτοια περιστατικά και να αποδεχτούμε ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Πάνω από όλα, όμως, να αναζητήσουμε τι είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε για να δούμε κατά πρόσωπο την παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Με ποιο τρόπο θα εξασφαλίσουμε ότι τα παιδιά αυτά θα λάβουν τη βοήθεια που χρειάζονται και πώς εμείς θα αποκτήσουμε τον κατάλληλο μηχανισμό για την υποστήριξή τους. Πρωτίστως, δηλαδή, θα ενθάρρυνα τους Ελληνες να ρωτήσουν: “Τι θα κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα;”. Οι εντατικές προσπάθειες που έχουν ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα για μια ολιστική προσέγγιση του φαινομένου είναι ήδη ένα σημαντικό μονοπάτι προς τη σωστή κατεύθυνση».
Λένα Παπαδημητρίου
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου