Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Βιβλιοκριτική: Γκρούσαμ Γκρέιντζ

Το «Γκρούσαμ Γκρέιντζ» αποτελεί ένα πραγματικά ιδιαίτερο βιβλίο. Είναι από εκείνα τα βιβλία που ή θα τα λατρέψεις για την αντισυμβατικότητα και το μακάβριο χιούμορ τους ή θα τα χαρακτηρίσεις ως κακόγουστες απομιμήσεις αμερικάνικων ταινιών τρόμου που περνούν αμφιλεγόμενα μηνύματα στα παιδιά και τους νέους. 

Οι πρώτες σελίδες όπου παρουσιάζεται η οικογένεια του πρωταγωνιστή θυμίζει πολύ την αμερικάνικη κινηματογραφική παραγωγή «Οικογένεια Άνταμς», όπου το λογικό και καθημερινό πρόγραμμα μπερδεύεται με το υπερβολικό και το αδύνατο, βγάζοντας γέλιο σε πολλά σημεία. 

Στη συνέχεια, το ύφος του βιβλίου αλλάζει και γίνεται σκοτεινό, αφού ο πρωταγωνιστής μεταφέρεται σε ένα ζοφερό μέρος, με απειλητικές φυσιογνωμίες που έχουν σαν στόχο να υποτάξουν το πνεύμα του. Κυριαρχεί η μαύρη μαγεία, αν και μέχρι το τέλος του βιβλίου δεν αναφέρεται σαν λέξη, παρά δημιουργείται έμμεσα στον αναγνώστη η εντύπωση ότι για κάτι τέτοιο μιλάμε: μαύρα δαχτυλίδια, υπογραφές με αίμα, περάσμα μέσα από τους τοίχους, λυκάνθρωποι που ουρλιάζουν στην πανσέληνο, τέρατα με δύο κεφάλια, παιδιά που περιφέρονται σαν ζόμπι χωρίς να έχουν ζωή μέσα τους... 

Το βιβλίο έχει γρήγορους ρυθμούς και κρατάει τους αναγνώστες σε διαρκή αγωνία μέχρι το τέλος, αφού σε πολλά σημεία η ζωή του πρωταγωνιστή τίθεται σε κίνδυνο, αντιμετωπίζοντας δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από αυτόν. 

Το πιο «περίεργο» σημείο του βιβλίου, ωστόσο, είναι αναμφισβήτητα το ανατρεπτικό τέλος του. Ο ήρωας δεν καταφέρνει να νικήσει τις δυνάμεις του κακού, οι οποίες σε τελική ανάλυση δεν παρουσιάζονται σαν κακές, Ή μάλλον παρουσιάζονται σαν δυνάμεις του κακού, αλλά «πού είναι το κακό να είσαι κακός» όταν σε γενικές γραμμές δεν πειράζεις κάποιον; 

Στο τέλος, ο Ντέιβιντ διαλέγει τη μαύρη μαγεία από το θάνατο και τη βαρετή ζωή για την οποία τον προετοιμάζει ο πατέρας του σαν τραπεζικό υπάλληλο. Επιλέγει τα ξόρκια, την τηλεπαθητική, το μετεωρολογικό έλεγχο, τη δημιουργία κέρινων ομοιωμάτων και τη θυσία αίματος για προχωρημένους. Μαθαίνει να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του και δεν διστάζει να το κάνει ακόμα και στους γονείς του, αναγκάζοντάς τους να μείνουν ακίνητοι για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Άλλωστε, δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν θα ακολουθήσει τη λευκή ή τη μαύρη μαγεία, το καλό ή το κακό... 

Ένα βιβλίο που δεν είναι από αυτά που θα επέλεγαν βαθιά θρηκευόμενοι γονείς ή άνθρωποι που πιστεύουν στη μαγεία και τη φοβούνται. 

Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό βιβλίο που κινείται στο πνεύμα του Χάρι Πότερ και των σύγχρονων νεανικών μυθιστορημάτων με βρυκόλακες και τέρατα, το οποίο όμως μάλλον δεν θα καταφέρει να συγκινήσει εξίσου τους νεαρούς αναγνώστες, καθώς δεν έχει τις σωστές δόσεις μαγείας, αγωνία και έρωτα που διαθέτουν τα παρόμοια έργα. Άλλωστε από την εποχή που έχει γραφτεί το βιβλίο έχει περάσει μια δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας άλλαξαν τρομερά τα πράγματα στη νεανική λογοτεχνία και στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Η ιστορία του φαντάζει ιδιαίτερα απλοϊκή και ακίνδυνη για κάποιον 16χρονο που έχει δει άπειρα έργα με βρυκόλακες, τέρατα και μαγεία (που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει δει). Η όλη προσπάθεια του συγγραφέα φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα σε ικανούς αναγνώστες μικρότερης ηλικίας, 13-14 ετών. 

Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ 15-18): 

Είχε περάσει μισή ώρα σχεδόν που οι γονείς του συζητούσαν λες και ο ίδιος δεν ήταν παρών. Καθώς όμως η μητέρα του σέρβιρε το κυρίως πιάτο –πίτα με πράσο και σπαράγγια γαρνιρισμένη με σάλτσα από τριμμένο καρότο- , ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε στραβομουτσουνιάζοντας. 

«Ντέιβιντ», είπε. «Η μητέρα σου κι εγώ συζητήσαμε για τον έλεγχό σου και δεν είμαστε ευχαριστημένοι». 

«Δεν είμαστε!» συμφώνησε η κυρία Έλιοτ, ξεσπώντας σε κλάματα. 

«Και έχω αποφασίσει ότι κάτι πρέπει να γίνει. Σ’ το λέω, έτσι και ζούσε ακόμα ο παππούς σου, τώρα θα σε είχε κρεμάσει ανάποδα στο ψυγείο του χασάπη. Αυτό συνήθιζε να κάνει σε μένα, ακόμα και αν τολμούσα να φτερνιστώ χωρίς να ζητήσω προηγουμένως την άδειά του! Αποφάσισα όμως εγώ να είμαι λίγο λιγότερο αυστηρός». 

«Σωστά! Ο πατέρας σου είναι ένας άγγελος!» είπε η κυρία Έλιοτ σκουπίζοντας τη μύτη της στο δαντελένιο της μαντίλι. 

«Έχω αποφασίσει, σε ό,τι έχει να κάνει με σένα, να ακυρώσω τα Χριστούγεννα για φέτος. Ξέχνα στολίδια, δώρα, γαλοπούλα και χιόνι». 

«Και χιόνι;» απόρησε η κυρία Έλιοτ. 

«Τουλάχιστον όχι στο δικό μας κήπο. Έτσι και το στρώσει, θα βάλω κάποιον να το φτυαρίσει. Έχω ήδη διαγράψει την εικοστή Πέμπτη Δεκεμβρίου από το ημερολόγιό μου. Τούτη εδώ η οικογένεια θα παέι από τις είκοσι τέσσερις Δεκεμβρίου στις είκοσι έξι Δεκεμβρίου. Θα έχουμε ωστόσο δύο είκοσι εφτά του Δεκέμβρη, ώστε να αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο». 

«Δεν καταλαβαίνω», είπε η κυρία Έλιοτ. 

«Μη διακόπτεις, ακριβή μου», είπε ο κύριος Έλιοτ, χτυπώντας τη με ένα κουτάλι. «Αν δεν ήταν η μητέρα σου», συνέχισε, «θα σου έδινα κι ένα γερό χέρι ξύλο. Αν θες τη γνώμη τη δική μου, δεν πέφτει αρκετό ξύλο σε τούτο το σπίτι. Εγώ μικρός τις έτρωγα κάθε μέρα και δεν έπαθα ποτέ κανένα ανεπανόρθωτο κακό». 

«Όλο και κάποιο κακό έπαθες», σιγομουρμούρισε η κυρία Έλιοτ. 

«Ανοησίες!» Ο κύριος Έλιοτ απομακρύνθηκε με ένταση από το τραπέζι με το ηλεκτροκίνητο αναπηρικό του καροτσάκι. «Με έκανε τον άνθρωπο που είμαι!» 

«Μα, αγάπη μου... Δεν μπορείς να περπατήσεις». 

«Σιγά το πράγμα! Έμαθα να φέρομαι!» 

Έβαλε σε λειτουργία το μοτεράκι του καροτσιού του και κύλησε προς τον Ντέιβιντ, κάνοντας έναν απαλό, ασθματικό θόρυβο. 

«Λοιπόν...;» ρώτησε απαιτητικά. «Εσύ τι έχεις να πεις;» 

Ο Ντέιβιντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε φτάσει λοιπόν η στιγμή που τον έκανε να τρέμει όλο το βράδυ. 

«Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω», είπε. 

«Δεν μπορείς ; Ή δε σκοπεύεις ;» 

«Δεν μπορώ». Ο Ντέιβιντ τράβηξε ένα τσαλακωμένο γράμμα από την τσέπη του και το έβαλε στο χέρι του πατέρα του. «Θα σου το έλεγα», είπε. «Με απέβαλαν». 

«Σε απέβαλαν; Σε απέβαλαν!» 

Ο Έντουαρντ Έλιοτ βυθίστηκε στο αναπηρικό του καροτσάκι. Το χέρι του κοπάνησε κατά λάθος στα διάφορα κουμπιά του και εκτοξεύτηκε ολόκληρος προς τα πίσω, μέσα στις τσιτσιριστές φλόγες του τζακιού. Την ίδια ώρα η Ιλέιν Έλιοτ, έτοιμη να πιει μια γουλιά κρασί, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και όλο το ποτήρι τούμπαρε πάνω στο φόρεμά της. 

«Δεν μου άρεσε εκεί πέρα ούτως ή άλλως», είπε ο Ντέιβιντ. Υπό κανονικές συνθήκες, δε θα είχε τολμήσει να το ξεστομίσει, την είχε ήδη τόσο άσχημα όμως, που λίγο πάνω λίγο κάτω δεν πείραζε ιδιαίτερα. 

«Δε σου άρεσε;» ούρλιαξε ο πατέρας του, αδειάζοντας μια κανάτα νερό πάνω του για να σβήσει τις φλόγες. «Το Κολέγιο Μπέτον είναι το καλύτερο οικοτροφείο σε ολόκληρη τη χώρα! Όλη η αφρόκρεμα φοιτά στο Μπέτον. Ο παππούς σου φοίτησε στο Μπέτον. Ο προπάππους σου φοίτησε στο Μπέτον δύο φορές – τόσο πολύ του άρεσε-, κι εσύ έχεις το θράσος να κάθεσαι εκεί και να μου λες...» 

Βρήκε ψηλαφίζοντας το μαχαίρι του κρέατος και πιθανότατα θα το είχε ρίξει στο μοναχογιό του, αν δεν είχε πεταχτεί μπροστά η κυρία Έλιοτ, αφήνοντας δέκα πόντους από ανοξείδωτο ατσάλι να καρφωθούν στο στήθος της. 

«Γιατί δε σου άρεσε;» φώναξε θυμωμένα, ενώ εκείνη σωριάστηκε στο χαλί. 

ΓΚΡΟΥΣΑΜ ΓΚΡΕΙΝΤΖ (GROOSHAM GRANGE)
Εκδότης ΛΙΒΑΝΗΣ
Μετάφραση ΑΡΙΔΑ ΓΕΩΡΓΙΑ

Ιωάννα Αγγέλου
Ειδική Παιδαγωγός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου