Ανοιξε ο ίδιος την πόρτα, κομψός, ευθυτενής, ευγενής. Ο εκπαιδευτικός Κώστας Χάρης έχει συμπληρώσει 92 χρόνια ζωής και τα περισσότερα από αυτά τα έχει περάσει είτε ως απλός δάσκαλος σε σχολεία της ορεινής Ελλάδας, είτε ως καθηγητής των παλιών διετών Παιδαγωγικών Ακαδημιών, είτε ως σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, είτε ως εκπαιδευτής δασκάλων, είτε ως συγγραφέας βιβλίων για την παιδαγωγική θεωρία και τη σχολική πράξη. Πάντα με μία και μόνη έγνοια: το καλύτερο εκπαιδευτικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα και στα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού. Ο Κώστας Χάρης τιμήθηκε στις 6 Ιουνίου από τους σημερινούς του συναδέλφους και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη φράση που είπε στην ομιλία του ήταν: «Είμαι από χρόνια απόμαχος του εκπαιδευτικού έργου. Το ενδιαφέρον μου, ωστόσο, γι’ αυτό παραμένει αμείωτο». Και δεν έλεγε ούτε ένα χιλιοστό υπερβολής.
Λίγες μέρες μετά την αναγόρευσή του δέχθηκε την «Κ» στο σπίτι του, σε ένα λιτό διαμέρισμα κάπου στα Ιλίσια, και αφηγήθηκε στιγμές της διαδρομής του. Διακριτική παρουσία, η σύντροφος της ζωής του, η κυρία Λούλα, που εμφανιζόταν μόνο για να φέρει το απαραίτητο τρατάρισμα. «Πρωτοδιορίστηκα στην Κατοχή σαν δάσκαλος, αλλά πήρα για μικρό χρονικό διάστημα τον μισθό του δασκάλου. Εμενα στο χωριό, άνοιξα το σχολείο, έκανα ένα μικρό συσσίτιο που πήρα από την περιφερειακή επιτροπή του ΕΑΜ, μάζεψα κι από το χωριό ό,τι βρήκα. Είχα 13 παιδάκια που, βεβαίως, πεινούσαν και τα οποία συμμετείχαν στη διαχείριση όλης αυτής της προσπάθειας. Ηταν μια μορφή αγωγής», λέει με απόλυτη φυσικότητα. Δεν φρόντιζε μόνο για την καθημερινή επιβίωση των παιδιών, ούτε μόνο για τη διδαχή της αλληλεγγύης. Προσπαθούσε να δυναμώσει τους μικρούς μαθητές στα μαθήματα που υστερούσαν. Με την ίδια αυταπάρνηση προσπαθούσε να εμψυχώσει, σε χρόνια δίσεκτα, και τους δασκάλους άλλων χωριών ώστε να μη μείνουν οι μαθητές χωρίς διδασκαλία, ούτε τα χρόνια της Κατοχής. Θυμάται με οδύνη τον χειμώνα του 1941-’42, που ως φοιτητής στη Μαράσλειο έζησε τη μεγάλη πείνα εκείνου του χειμώνα.
Φτωχικό συσσίτιο
«Ηταν μια φοβερή χρονιά. Στη Μαράσλειο είχαμε ένα φτωχικό συσσίτιο, με λαχανίδες και κουκιά». Από τότε, από νεαρός δάσκαλος, άρχισε να αναλαμβάνει θέσεις ευθύνης. Πότε οργανώνοντας συσσίτια για τα παιδιά του χωριού του, πότε αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των ανταρτών που περνούσαν από την περιοχή του. Μια διαδικασία επίσης δύσκολη, αφού «απαγορευόταν η μετακίνηση αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο». Θυμάται πολλές στιγμές από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, συνυφασμένες πάντα με την εκπαιδευτική διαδικασία. Και μέσα σ’ εκείνη τη δίνη θυμάται ότι συνάντησε απλούς αλλά σημαντικούς ανθρώπους. Ενας από αυτούς ήταν ο διοικητής του στον στρατό, «που μείναμε φίλοι μέχρι τον θάνατό του» και του έδωσε την ευκαιρία να συνεχίζει τη μετεκπαίδευσή του. Θυμάται με συγκίνηση -ήταν η μόνη στιγμή στη διάρκεια της συνομιλίας μας που συγκινήθηκε- την περίοδο που τοποθετήθηκε στο Α΄ 6θέσιο Δημοτικό Σχολείο Αμπελώνα Τυρνάβου. «Βίωσα εκεί το ωραιότερο κομμάτι της διδασκαλικής μου υπηρεσίας», ένα κομμάτι που έληξε το 1951. Τα δύσκολα χρόνια έχουν μείνει πίσω, στη δεκεατία του ’40.
Με την αυγή της δεκαετίας του ’50 άνοιγε μια νέα σελίδα. Την άνοιξη του 1952 πήρε μέρος στον πρώτο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε για παιδαγωγικές σπουδές στο εξωτερικό από το νεοσύστατο τότε, από τον Γεώργιο Παπανδρέου, Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Βασικά στελέχη του ΙΚΥ, ο διευθυντής του Κ. Θ. Δημαράς και ο σύμβουλος Αλέξανδρος Δελμούζος, που «αποσκοπούσαν στην επιλογή υποτρόφων και μελλοντικών στελεχών της εκπαίδευσης, ικανών και καταρτισμένων, και με καλλιεργημένη ευαισθησία στη νεοελληνική γραμματεία και συνακόλουθα στη δημοτική γλώσσα». Ο Κώστας Χάρης κέρδισε μία από τις πέντε πρώτες θέσεις. Και θυμάται με λεπτομέρειες ακόμα και τα θέματα. «Τα εξεταστέα μαθήματα ήταν γραπτά σε θέματα της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας, της διδακτικής και της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η έμφαση ήταν αρκετά μεγάλη στη λογοτεχνία. «Το θεματολόγιο για τις εξετάσεις όριζε για μεν τα γραπτά τρεις συλλογές: τους “Καημούς της λιμνοθάλασσας” του Παλαμά, τον Σολωμό και τους “Σκαραβαίους και τερρακότες” του Γρυπάρη και για τα προφορικά όλη τη νεοελληνική λογοτεχνία, από τα “Ακριτικά” μέχρι την τότε σύγχρονη». Πρώτος σταθμός, το Εδιμβούργο.
Πάντα περισσότερα
Ετσι ξεκίνησε η διαδρομή του δασκάλου Κώστα Χάρη στη μετεκπαίδευση, που του έδωσε τη δυνατότητα να εκπαιδεύσει και να διδάξει όλες τις επόμενες γενιές δασκάλων. Μόνο του μέλημα, «σε κάθε τάξη που πήγαινα ν’ αφήνω πέντε πράγματα». Γι’ αυτό και πάντα έκανε περισσότερα απ’ ό,τι όριζαν τα προγράμματα και είχε άριστες σχέσεις με όλους τους σπουδαστές, τους επόμενους δασκάλους. «Ο καλός δάσκαλος πρέπει να έχει το στοιχείο της παιδαγωγικής προσωπικότητας. Ως έναν βαθμό το έχεις εκ γενετής, αγαπάς τους ανθρώπους, θέλεις να προσφέρεις. Εγώ το είχα και εκπαίδευα δασκάλους και έφτιαξα με όλους μια άριστη σχέση».
Τι του άρεσε περισσότερο τελικά; Η διδασκαλία στην τάξη ή η επιτελική δουλειά της εκπαίδευσης; «Μου άρεσε και στο δημοτικό που δίδασκα, και στις ακαδημίες, και στη μετεκπαίδευση που δίδασκα τους δασκάλους». Η ανθρώπινη επαφή είναι ασφαλώς αναντικατάστατη για τον Κώστα Χάρη. Γι’ αυτό και πάντα επιμένει ότι οι τελειόφοιτοι δάσκαλοι πρέπει να «αναλαμβάνουν την πλήρη εκπαιδευτική ευθύνη λειτουργίας μιας τάξης πριν πάρουν το πτυχίο τους». Θυμάται, βέβαια, με ιδιαίτερη συγκίνηση τα χρόνια συνεργασίας με τον Ευ. Παπανούτσο στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. «Τον Παπανούτσο τον γνώριζα και πολύ τον εκτιμούσα, από παλιότερα, από τη φήμη που είχε ως προσωπικότητα του προοδευτικού χώρου της εκπαίδευσης. Τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1958, όταν υπηρετούσα στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης».
Από το 1964 και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια. Ο Κώστας Χάρης συνεχίζει να διατυπώνει προτάσεις για την αποτελεσματικότητα της σύγχρονης εκπαίδευσης. Εκεί αφιέρωσε την ομιλία του κατά την αναγόρευσή του. Εκεί αφιερώνει μέχρι τώρα, στα 92 του, τον ελεύθερο χρόνο του.
Πορεία διαρκούς μάθησης
Στα χρόνια της Κατοχής υπηρέτησε δάσκαλος στην ορεινή Δωρίδα, και παράλληλα συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Το 1951 - 52 μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την επόμενη τριετία (1952 - 1955), με υποτροφία του ΙΚΥ, στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Το 1956 επιστρέφει στην Ελλάδα και διορίζεται καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης. Το 1962 γίνεται διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας. Το 1965 είναι σύμβουλος του νεοϊδρυμένου Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και από τους πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης των Γ. Παπανδρέου - Ευ. Παπανούτσου. Την ίδια χρονιά ορίζεται πρόεδρος του Τμήματος για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και επόπτης των Παιδαγωγικών Ακαδημιών. Το 1967, όταν η δικτατορία κατήργησε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, επανήλθε στην προηγούμενη θέση (διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης), αλλά δεν έμεινε για πολύ. Σύντομα απολύθηκε από την υπηρεσία. Με τη μεταπολίτευση, το 1974, αποκαταστάθηκε ως σύμβουλος του Ανώτερου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και στη συνέχεια του ΚΕΜΕ και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Την τετραετία 1976 - 1980 επιδόθηκε, με έδρα τη Βόννη, στην οργάνωση της εκπαίδευσης των παιδιών των Ελλήνων μεταναστών στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Εχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα, έχει εκδώσει πολλά βιβλία, δύο από τα οποία την περασμένη χρονιά, το 2011: «Από το οδοιπορικό ενός δασκάλου: Σελίδες από τη ζωή και την εκπαίδευση στη διαδρομή του 20ού αιώνα» (εκδ. Γαβριηλίδης) και «Από την παιδαγωγική θεωρία στην εκπαιδευτική πράξη» (εκδ. Gutenberg).
Λίγες μέρες μετά την αναγόρευσή του δέχθηκε την «Κ» στο σπίτι του, σε ένα λιτό διαμέρισμα κάπου στα Ιλίσια, και αφηγήθηκε στιγμές της διαδρομής του. Διακριτική παρουσία, η σύντροφος της ζωής του, η κυρία Λούλα, που εμφανιζόταν μόνο για να φέρει το απαραίτητο τρατάρισμα. «Πρωτοδιορίστηκα στην Κατοχή σαν δάσκαλος, αλλά πήρα για μικρό χρονικό διάστημα τον μισθό του δασκάλου. Εμενα στο χωριό, άνοιξα το σχολείο, έκανα ένα μικρό συσσίτιο που πήρα από την περιφερειακή επιτροπή του ΕΑΜ, μάζεψα κι από το χωριό ό,τι βρήκα. Είχα 13 παιδάκια που, βεβαίως, πεινούσαν και τα οποία συμμετείχαν στη διαχείριση όλης αυτής της προσπάθειας. Ηταν μια μορφή αγωγής», λέει με απόλυτη φυσικότητα. Δεν φρόντιζε μόνο για την καθημερινή επιβίωση των παιδιών, ούτε μόνο για τη διδαχή της αλληλεγγύης. Προσπαθούσε να δυναμώσει τους μικρούς μαθητές στα μαθήματα που υστερούσαν. Με την ίδια αυταπάρνηση προσπαθούσε να εμψυχώσει, σε χρόνια δίσεκτα, και τους δασκάλους άλλων χωριών ώστε να μη μείνουν οι μαθητές χωρίς διδασκαλία, ούτε τα χρόνια της Κατοχής. Θυμάται με οδύνη τον χειμώνα του 1941-’42, που ως φοιτητής στη Μαράσλειο έζησε τη μεγάλη πείνα εκείνου του χειμώνα.
Φτωχικό συσσίτιο
«Ηταν μια φοβερή χρονιά. Στη Μαράσλειο είχαμε ένα φτωχικό συσσίτιο, με λαχανίδες και κουκιά». Από τότε, από νεαρός δάσκαλος, άρχισε να αναλαμβάνει θέσεις ευθύνης. Πότε οργανώνοντας συσσίτια για τα παιδιά του χωριού του, πότε αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των ανταρτών που περνούσαν από την περιοχή του. Μια διαδικασία επίσης δύσκολη, αφού «απαγορευόταν η μετακίνηση αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο». Θυμάται πολλές στιγμές από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, συνυφασμένες πάντα με την εκπαιδευτική διαδικασία. Και μέσα σ’ εκείνη τη δίνη θυμάται ότι συνάντησε απλούς αλλά σημαντικούς ανθρώπους. Ενας από αυτούς ήταν ο διοικητής του στον στρατό, «που μείναμε φίλοι μέχρι τον θάνατό του» και του έδωσε την ευκαιρία να συνεχίζει τη μετεκπαίδευσή του. Θυμάται με συγκίνηση -ήταν η μόνη στιγμή στη διάρκεια της συνομιλίας μας που συγκινήθηκε- την περίοδο που τοποθετήθηκε στο Α΄ 6θέσιο Δημοτικό Σχολείο Αμπελώνα Τυρνάβου. «Βίωσα εκεί το ωραιότερο κομμάτι της διδασκαλικής μου υπηρεσίας», ένα κομμάτι που έληξε το 1951. Τα δύσκολα χρόνια έχουν μείνει πίσω, στη δεκεατία του ’40.
Με την αυγή της δεκαετίας του ’50 άνοιγε μια νέα σελίδα. Την άνοιξη του 1952 πήρε μέρος στον πρώτο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε για παιδαγωγικές σπουδές στο εξωτερικό από το νεοσύστατο τότε, από τον Γεώργιο Παπανδρέου, Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Βασικά στελέχη του ΙΚΥ, ο διευθυντής του Κ. Θ. Δημαράς και ο σύμβουλος Αλέξανδρος Δελμούζος, που «αποσκοπούσαν στην επιλογή υποτρόφων και μελλοντικών στελεχών της εκπαίδευσης, ικανών και καταρτισμένων, και με καλλιεργημένη ευαισθησία στη νεοελληνική γραμματεία και συνακόλουθα στη δημοτική γλώσσα». Ο Κώστας Χάρης κέρδισε μία από τις πέντε πρώτες θέσεις. Και θυμάται με λεπτομέρειες ακόμα και τα θέματα. «Τα εξεταστέα μαθήματα ήταν γραπτά σε θέματα της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας, της διδακτικής και της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η έμφαση ήταν αρκετά μεγάλη στη λογοτεχνία. «Το θεματολόγιο για τις εξετάσεις όριζε για μεν τα γραπτά τρεις συλλογές: τους “Καημούς της λιμνοθάλασσας” του Παλαμά, τον Σολωμό και τους “Σκαραβαίους και τερρακότες” του Γρυπάρη και για τα προφορικά όλη τη νεοελληνική λογοτεχνία, από τα “Ακριτικά” μέχρι την τότε σύγχρονη». Πρώτος σταθμός, το Εδιμβούργο.
Πάντα περισσότερα
Ετσι ξεκίνησε η διαδρομή του δασκάλου Κώστα Χάρη στη μετεκπαίδευση, που του έδωσε τη δυνατότητα να εκπαιδεύσει και να διδάξει όλες τις επόμενες γενιές δασκάλων. Μόνο του μέλημα, «σε κάθε τάξη που πήγαινα ν’ αφήνω πέντε πράγματα». Γι’ αυτό και πάντα έκανε περισσότερα απ’ ό,τι όριζαν τα προγράμματα και είχε άριστες σχέσεις με όλους τους σπουδαστές, τους επόμενους δασκάλους. «Ο καλός δάσκαλος πρέπει να έχει το στοιχείο της παιδαγωγικής προσωπικότητας. Ως έναν βαθμό το έχεις εκ γενετής, αγαπάς τους ανθρώπους, θέλεις να προσφέρεις. Εγώ το είχα και εκπαίδευα δασκάλους και έφτιαξα με όλους μια άριστη σχέση».
Τι του άρεσε περισσότερο τελικά; Η διδασκαλία στην τάξη ή η επιτελική δουλειά της εκπαίδευσης; «Μου άρεσε και στο δημοτικό που δίδασκα, και στις ακαδημίες, και στη μετεκπαίδευση που δίδασκα τους δασκάλους». Η ανθρώπινη επαφή είναι ασφαλώς αναντικατάστατη για τον Κώστα Χάρη. Γι’ αυτό και πάντα επιμένει ότι οι τελειόφοιτοι δάσκαλοι πρέπει να «αναλαμβάνουν την πλήρη εκπαιδευτική ευθύνη λειτουργίας μιας τάξης πριν πάρουν το πτυχίο τους». Θυμάται, βέβαια, με ιδιαίτερη συγκίνηση τα χρόνια συνεργασίας με τον Ευ. Παπανούτσο στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. «Τον Παπανούτσο τον γνώριζα και πολύ τον εκτιμούσα, από παλιότερα, από τη φήμη που είχε ως προσωπικότητα του προοδευτικού χώρου της εκπαίδευσης. Τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1958, όταν υπηρετούσα στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης».
Από το 1964 και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια. Ο Κώστας Χάρης συνεχίζει να διατυπώνει προτάσεις για την αποτελεσματικότητα της σύγχρονης εκπαίδευσης. Εκεί αφιέρωσε την ομιλία του κατά την αναγόρευσή του. Εκεί αφιερώνει μέχρι τώρα, στα 92 του, τον ελεύθερο χρόνο του.
Πορεία διαρκούς μάθησης
Στα χρόνια της Κατοχής υπηρέτησε δάσκαλος στην ορεινή Δωρίδα, και παράλληλα συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Το 1951 - 52 μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την επόμενη τριετία (1952 - 1955), με υποτροφία του ΙΚΥ, στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Το 1956 επιστρέφει στην Ελλάδα και διορίζεται καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης. Το 1962 γίνεται διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας. Το 1965 είναι σύμβουλος του νεοϊδρυμένου Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και από τους πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης των Γ. Παπανδρέου - Ευ. Παπανούτσου. Την ίδια χρονιά ορίζεται πρόεδρος του Τμήματος για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και επόπτης των Παιδαγωγικών Ακαδημιών. Το 1967, όταν η δικτατορία κατήργησε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, επανήλθε στην προηγούμενη θέση (διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης), αλλά δεν έμεινε για πολύ. Σύντομα απολύθηκε από την υπηρεσία. Με τη μεταπολίτευση, το 1974, αποκαταστάθηκε ως σύμβουλος του Ανώτερου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και στη συνέχεια του ΚΕΜΕ και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Την τετραετία 1976 - 1980 επιδόθηκε, με έδρα τη Βόννη, στην οργάνωση της εκπαίδευσης των παιδιών των Ελλήνων μεταναστών στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Εχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα, έχει εκδώσει πολλά βιβλία, δύο από τα οποία την περασμένη χρονιά, το 2011: «Από το οδοιπορικό ενός δασκάλου: Σελίδες από τη ζωή και την εκπαίδευση στη διαδρομή του 20ού αιώνα» (εκδ. Γαβριηλίδης) και «Από την παιδαγωγική θεωρία στην εκπαιδευτική πράξη» (εκδ. Gutenberg).
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου