«“Δεν σε λένε Θωμά, σε λένε Μανώλη”, άρχισε να λέει στο παιδί ο πατέρας του και τα πρώην πεθερικά μου. Το παιδί άρχισε να μπερδεύεται. Εβλεπα πως διαταράσσεται η ψυχική του υγεία. Μου έλεγε: “ο μπαμπάς δεν είναι καλά, τον στεναχωρείς”».
Η Δ. η οποία μένει στην Κρήτη, περιγράφει στην «Κ» τη μεγάλη και περιπετειώδη δικαστική διαμάχη, στην οποία βρίσκεται εδώ και τρία χρόνια με τον πρώην σύντροφό της και πατέρα του παιδιού της. Το μήλον της έριδος, ανάμεσα στα πολλά στα οποία διαφωνεί το πρώην ζευγάρι, είναι το όνομα του γιου τους.
Η Δ. έζησε μαζί με τον πρώην σύντροφό της πέντε χρόνια – τρία οι δύο τους ως ζευγάρι και δύο ως οικογένεια με τον γιο τους. Λόγω της πανδημίας δεν παντρεύτηκαν ποτέ. «Κι επειδή η οικογένεια του πρώην συντρόφου μου επιθυμούσε μεγάλο γλέντι, το αναβάλαμε».
Το αγκάθι του ονόματος είχε εμφανιστεί στη σχέση τους από νωρίς. Αμήχανοι όντες με το θέμα, οι περισσότεροι από τον κοινωνικό περίγυρο της οικογένειας αλλά και οι δάσκαλοι στον βρεφονηπιακό σταθμό φώναζαν ως τότε το αγοράκι «μπέμπη». «Οταν χωρίσαμε κaι δεδομένου ότι δεν ήμασταν παντρεμένοι, του ανακοίνωσα πως δεν είχα πια την υποχρέωση να τηρήσω τον “κλειστό”, άγραφο νόμο του ονόματος, ο οποίος ισχύει στην Κρήτη», λέει η Δ.
Η ίδια πρότεινε στον πρώην σύντροφό της να σκεφτούν μερικά ονόματα που θα ήθελαν αμφότεροι και να τα συζητήσουν. Αρνήθηκε. Τελικά, η Δ. προχώρησε σε ονοματοδοσία του παιδιού μόνη της, δίνοντας ένα διαφορετικό όνομα και από τους δύο παππούδες. Το αγοράκι που είχε γίνει τότε δυόμισι ετών, ονομάστηκε Θωμάς. Η Δ. είχε μιλήσει τότε για την απόφασή της με τρεις παιδοψυχολόγους. «Ηθελα να είμαι δίκαιη και έτσι έδωσα ένα όνομα που απλώς μου άρεσε. Ο μπαμπάς του παιδιού ξεκίνησε τότε πόλεμο».
Στην πράξη αυτό σήμαινε πως συνέχισε να αποκαλεί τον γιο του με το όνομα του δικού του πατέρα, δηλαδή Μανώλη. Στην παρούσα φάση εκκρεμούν τρία δικαστήρια, ενώ για κάποια από τα ζητήματα της διαμάχης η Δ. οδηγήθηκε στο αυτόφωρο. Για όλη αυτή τη δικαστική διαμάχη η Δ. έχει καταβάλλει ως τώρα 7.000 ευρώ.
Το επίθετο του παιδιού είναι επίσης αντικείμενο δικαστικής διαμάχης. Ο Θωμάς έχει για την ώρα δύο επώνυμα, όμως ο πατέρας του έχει προσβάλει αυτή την απόφαση.
Η Δ. αναγνωρίζει πως αυτή η διαμάχη είναι επιβαρυντική και για τους τρεις, όμως θεωρεί πως οι αποφάσεις της είναι θέμα υπεράσπισης των αξιών της, βάσει των οποίων οι γυναίκες δεν είναι απλώς οι άνθρωποι που φέρνουν στη ζωή ένα παιδί και μετά υπακούουν σε ό,τι επιθυμεί ο σύζυγος και η οικογένειά του. Η ίδια περιγράφει τον εαυτό της ως μια γυναίκα δραστήρια με κοινωνικό έργο στο νησί. Λέει πως οι αποφάσεις της δεν λαμβάνονται με κριτήριο τον εγωισμό. Αλλωστε, ευελπιστεί πως σε λίγο καιρό οι εντάσεις θα υποχωρήσουν. Η ίδια παντρεύεται σε μερικούς μήνες. Ο πρώην σύζυγός της έχει ήδη ξαναπαντρευτεί και περιμένει να γεννήσει η νέα του σύζυγος. Αυτά τα θετικά, αισιόδοξα γεγονότα πιστεύει ότι θα δράσουν καταπραϋντικά στη σχέση τους και πως το “Θωμάς” θα γίνει πια το αποδεκτό όνομα και από τον πατέρα του παιδιού.
Υποθέσεις που φτάνουν συνέχεια στα δικαστήρια
Η δικηγόρος Ειρήνη Χρ. Καψάλη η οποία έχει ασχοληθεί αρκετά με τέτοιες υποθέσεις, λέει στην «Κ» πως το εν λόγω φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. «Θα λέγαμε μάλιστα ότι απαντάται αρκετά συχνά ανάμεσα στα θέματα αντιδικίας που προκύπτουν ανάμεσα στους γονείς ανήλικων τέκνων», εξηγεί.
Σημειώνεται πως η ονοματοδοσία αποτελεί περιεχόμενο γονικής μέριμνας και ως τέτοιο ασκείται και από τους δύο γονείς. Δεν μπορεί να δοθεί μονομερώς ένα όνομα σε ένα παιδί, παρά μόνο εάν ένας από τους δύο γονείς έχει αποβιώσει ή έχει εκπέσει από τη γονική μέριμνα, του έχει αφαιρεθεί αυτή δηλαδή εντελώς. Οπου υπάρχει διαφωνία, η δικαστική οδός καλείται να δώσει τη λύση.
Η ίδια στέκεται πάντως στο εξής: «Σπάνια η ονοματοδοσία αποτελεί τον μοναδικό λόγο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης. Συνήθως είναι ένα από τα πολλά σημεία διαφωνίας που οδηγεί τους γονείς στα δικαστήρια». Το θρήσκευμα (σε περιπτώσεις αλλόθρησκων γονέων) είναι επίσης ένα από τα συχνά θέματα αντιδικίας όπως κι η άσκηση της επιμέλειας ή συνεπιμέλειας, ο καθορισμός του ποσού της μηνιαίας διατροφής, η επικοινωνία με τον γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια, κ.ο.κ.
Οσο για τις υποθέσεις ονοματοδοσίας, δεν είναι λίγες οι φορές που αυτές φτάνουν μέχρι τον Αρειο Πάγο (βλ. αποφάσεις 1700|2001, 63|2002, 945|2009, 494|2017 κ.ά.).
Η κ. Καψάλη αναφέρει ενδεικτικά την απόφαση 754 του 2020, η οποία είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας. Σε αυτή την περίπτωση, το ανώτατο δικαστήριο επικύρωσε εφετειακή απόφαση, η οποία ακύρωνε πρωτόδικη απόφαση. Στην πρωτόδικη απόφαση είχε δοθεί συνδυασμός δύο ονομάτων σε καθένα από τα δύο ανήλικα παιδιά της οικογένειας, το ένα όνομα από την πατρική και το άλλο από τη μητρική γραμμή. Ο δικαστής στο πρώτο δικαστήριο θεώρησε πως έτσι εξασφαλίζεται για τα παιδιά η εύνοια και το ενδιαφέρον τόσο της μητρικής οικογένειας όσο και της πατρικής. Τελικά, δευτεροδίκως αποφασίστηκε να οριστούν τρίτα ονόματα, εντελώς διαφορετικά, στα οποία όμως με προθυμία ανταποκρίνονται, αφού με αυτά είχαν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και γίνονταν αποδεκτά κατά τον κρίσιμο χρόνο ως δηλωτικά της ταυτότητάς τους.
Οσο για τον τρόπο που οι δικαστές αποφασίζουν για αυτό το πολύ λεπτό και σύνθετο θέμα, σύμφωνα με την κ. Καψάλη, το βασικό κριτήριο είναι το συμφέρον του τέκνου. «Οπως καταλαβαίνετε όμως, πρόκειται για μια αόριστη νομική έννοια. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει προκαθορισμένο ή συγκεκριμένο κριτήριο. Ο δικαστής λαμβάνει υπόψη τις εκάστοτε συνθήκες και τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης και, βάσει αυτών, καταλήγει σε κρίση. Κατά τον καθορισμό του ονόματος το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα των διαδίκων. Οι αποφάσεις είναι κάθε φορά διαφορετικές».
Σε αρκετές περιπτώσεις πάντως, αυτό που συμβαίνει σύμφωνα με την κ. Καψάλη είναι πως η μητέρα που ασκεί περισσότερο από τον χρόνο της επιμέλειας και περνάει περισσότερο χρόνο με το παιδί, έχει και ένα άτυπο προβάδισμα στο θέμα της ονοματοδοσίας, καθιερώνοντας πολλές φορές ένα όνομα στις συναλλαγές και στη συνείδηση του παιδιού.
Σε γενικές γραμμές πάντως, τα βασικά κριτήρια για την απόφαση ενός δικαστή είναι τα εξής:
-Εάν το παιδί προσφωνείται με ένα συγκεκριμένο όνομα από την αρχή της ζωής του
-Αν υπάρχει αρχική συμφωνία ανάμεσα στους γονείς, η οποία να αποδεικνύεται
-Σε ποιο όνομα ανταποκρίνεται ήδη το παιδί
-Αν υπάρχει κίνδυνος να διαταραχθεί η ταυτότητα από την προσθήκη ενός άλλου ονόματος ή με την κατάργηση αυτού που ήδη έχει συνηθίσει.
Προκειμένου να αποδειχθούν όλα τα παραπάνω και δεδομένου ότι παιδιά μικρής ηλικίας δεν καλούνται συνήθως στα δικαστήρια (αν και σε περίπτωση που θεωρηθεί σημαντικό, θα γίνει κι αυτό), οι γονείς προσκομίζουν παιδοψυχιατρικές γνωματεύσεις, οι οποίες παίζουν ίσως τον πιο σημαντικό ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου. Οι αντίδικοι γονείς προσκομίζουν e-mail και μηνύματα που είχαν ανταλλάξει όταν ήταν ακόμα ζευγάρι και τα θεωρούν πειστήρια, ενώ επιστρατεύονται ακόμα και προσωπικά ημερολόγια.
Η σωτήρια -για κάποιους- λύση της συναίνεσης
Και τα παιδιά; Πώς αισθάνονται τα ίδια τα παιδιά εν μέσω σφοδρών αντιμαχιών που σε κάποιες περιπτώσεις θυμίζουν το σενάριο του φιλμ «Κράμερ εναντίον Κράμερ»;
«Στις σφοδρές αντιδικίες τα παιδιά πολλές φορές δυστυχώς δεν μένουν ανεπηρέαστα», σημειώνει η κ. Καψάλη και προσθέτει: «Υπάρχουν γονείς που μέρα παρά μέρα είναι στο αυτόφωρο. Από την άλλη, υπάρχουν και πολλοί άλλοι που συμβουλεύονται παιδοψυχολόγους και ειδικούς, για την όσο το δυνατό ορθότερη διαχείριση της κατάστασης, κάτι που δεν συνέβαινε πιο παλιά».
Η Ε. είναι μια από αυτές τις μητέρες που δεν υιοθέτησε απλώς τη συμβουλή της παιδοψυχολόγου aλλά αποφάσισε να κάνει κι ένα βήμα πίσω και να αποσυρθεί από τις διεκδικήσεις της.
«Ολα έγιναν πολύ γρήγορα», μας λέει αφηγούμενη τη δική της ιστορία. «Στον έναν χρόνο της σχέσης μας έμεινα έγκυος. Οκτώ μήνες μετά τη γέννηση του γιου μας χωρίσαμε».
Το πρώην ζευγάρι άρχισε να διαφωνεί έντονα σχεδόν για όλα όσα αφορούσαν το παιδί τους. «Ορίσαμε ωράρια που θα έβλεπε τον μικρό. Δεν τα τηρούσε. Ερχόταν δύο ώρες αργότερα να τον πάρει και επέστρεφαν πολύ αργά το βράδυ. Με ταλαιπωρούσε. Καλούσαμε την αστυνομία για το κάθε τι», περιγράφει η Ε.
Λίγο πριν τα τέσσερα έτη του παιδιού, δύο παιδοψυχολόγοι συμβούλευσαν την Ε. να δώσει το όνομα που ήθελε ο μπαμπάς του (του πρώην πεθερού της δηλαδή), για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Μέχρι τότε φωνάζανε το παιδί με δύο ονόματα.
Οταν ο γιος της έγινε τέσσερα, η Ε. αποφάσισε να πάρει το όνομα που εκείνη δεν ήθελε. Η Ε. άφησε τον σύζυγό της να διαλέξει μέχρι και τον νονό.
Εχοντας πια αποστασιοποιηθεί από τα δύσκολα γεγονότα, η ίδια μας λέει πως έχει κατασταλάξει στο εξής: «Κατά την άποψή μου, η διαμάχη για το όνομα είναι απλώς το κερασάκι στην τούρτα. Δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο εγωισμός. Εγώ ήθελα να προχωρήσω και να ζήσω ειρηνικά».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου