Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Άυπνοι γονείς, άυπνα παιδιά: Πώς μπορούμε να κοιμηθούμε ξανά;

Η ψυχολόγος και σύμβουλος ύπνου Άννα Παπρά μιλάει στο ertnews.gr για όλα όσα θα θέλαμε να ξέρουμε για τον ύπνο παιδιών και ενηλίκων, τις δυσκολίες του αλλά και τη φροντίδα του – για όσα θα ήθελε κι εκείνη να ξέρει πριν 13 χρόνια, όταν έγινε μητέρα για πρώτη φορά.

Για πολλές γυναίκες, η μητρότητα αποτέλεσε έμπνευση και εφαλτήριο για να αλλάξουν επαγγελματική κατεύθυνση, προσπαθώντας να δώσουν λύση σε προβλήματα που οι ίδιες αντιμετώπισαν σαν μητέρες, θέλοντας να βοηθήσουν και άλλες σε αυτό. Και συνήθως, ακολουθούν μια πραγματικά πολύ πετυχημένη πορεία. Μία από αυτές είναι και η ψυχολόγος και σύμβουλος ύπνου Άννα Παπρά, που όταν έγινε μητέρα επιδόθηκε στην υποστήριξη οικογενειών σε ένα πρόβλημα τρόπον τινά συνυφασμένο με τη γονεϊκότητα: αυτό του «κακού» ύπνου.

Με την δεκαετή πλέον εμπειρία της στην υποστήριξη οικογενειών στο πεδίο του ύπνου, μας μίλησε για όλα όσα θα θέλαμε να ξέρουμε για τον ύπνο των παιδιών και των ενηλίκων, τις δυσκολίες του και τη φροντίδα του, την υπνική υγιεινή αλλά και τις πολλαπλές πιέσεις της σύγχρονης μητρότητας, που έχει φτάσει πλέον σε ένα σημείο συλλογικού τραύματος.

Ο φυσιολογικός ύπνος σε ένα μωρό

Σε ένα πολύ μεγάλο μέρος, όπως εξηγεί η Άννα Παπρά, οι δυτικοί γονείς θεωρούμε προβληματικό τον φυσιολογικό βρεφικό ύπνο.

«Δουλεύοντας με τους γονείς και αφού αποκλείσουμε παθολογοανατομικά αίτια, κινούμαστε σε δύο περιοχές: στην φροντίδα της υπνικής υγιεινής – το τεχνικό/βιολογικό κομμάτι του ύπνου (ποιες συνθήκες και συνήθειες βοηθούν τον οργανισμό μας να κοιμηθεί και ποιες τον εμποδίζουν) και σε μια «γνωσιακή αναδόμηση» του τι είναι πράγματι «φυσιολογικός ύπνος» και τι είναι περισσότερο κοινωνικά κατασκευασμένο σαν “φυσιολογικός ύπνος”, εξηγεί.

«Οι περισσότεροι γονείς -κι εγώ μαζί με αυτούς πριν 13 χρόνια- δεν έχουμε ιδέα πριν κάνουμε το πρώτο μας παιδί τι σημαίνει βρεφικός ύπνος και η πραγματικότητα μας χτυπάει κατάμουτρα (επιστημονικά μιλώντας). Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε είναι να ενημερωθούμε – για την ακρίβεια αυτό είναι το δεύτερο πράγμα που χρειαζόμαστε. Το πρώτο είναι να νιώσουμε ότι κάποιος μας ακούει, ότι δεν είμαστε μόνοι. Να ακουμπήσουμε κάπου όλη αυτήν την απελπισία και τη συσσωρευμένη κούραση που κρατάμε με ενοχές, θυμό και απογοήτευση μέσα μας. Μετά από αυτό, να ενημερωθούμε», συμβουλεύει.

Και συνεχίζει: «Αν είμαστε ανοιχτοί, αυτή η ενημέρωση γίνεται συνειδητοποίηση και μας βοηθά να αποδεχτούμε ότι τα μωρά μας δεν είναι βιολογικά προγραμματισμένα να τα ακουμπάμε ξύπνια στην κούνια τους σε ξεχωριστό δωμάτιο και να κοιμούνται μόνα τους 19:00-07:00 συνεχόμενα κάθε βράδυ. Αυτό είναι και το δυσκολότερο κομμάτι τις περισσότερες φορές. Υπάρχει μεγάλη αντίσταση, γιατί η εγγραφή που μας έχει γίνει κοινωνικά είναι τόσο βαθιά χαραγμένη, που έχουμε ενοχές, θεωρούμε ότι κάτι κάνουμε εμείς λάθος και το μωρό μας δεν κοιμάται όπως διαβάζουμε ότι «προβλέπεται» στα δεκάδες βιβλία για τον ύπνο που κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Η βιομηχανία έχει θέσει έναν στόχο. Έναν στόχο μη συμβατό με τη φυσιολογία του νευρικού συστήματος βρεφών και νηπίων. Η βιομηχανία λοιπόν, δημιούργησε ένα πρόβλημα και άρχισε να πουλάει λύσεις για το πρόβλημα αυτό. Λύσεις που πάνε κόντρα σε χιλιάδες χρόνια εξέλιξης. Κι έτσι, εμείς ως γονείς, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα αδιέξοδο. Αυτό της ιατρικοποίησης του ύπνου. Και αρχίζουμε να βουλιάζουμε όλο και περισσότερο σε αυτή την κινούμενη άμμο. Όσο αντιστεκόμαστε τόσο πιο βαθιά βουλιάζουμε».

Θα βρεθούν και γονείς που θα πουν ότι το παιδί τους από 4 μηνών κοιμάται σερί το βράδυ. Και μπορεί κι αυτό να είναι φυσιολογικό, επισημαίνει η Άννα Παπρά. «Συμβαίνει, δεν είναι ψέμα (αν και κάποιες φορές μπορεί να είναι και ψέμα). Και θα το ακούσουμε και θα βυθιστούμε ακόμη περισσότερο στην κινούμενη αυτή άμμο. Δεν είναι η πλειοψηφία όμως. Στην πλειοψηφία έχουμε πολλές αφυπνίσεις που είναι προαπαιτούμενες για να επιβιώσει το βρέφος (απαραίτητες για την ανάπτυξη του εγκεφάλου του, για την κάλυψη της ανάγκης του για επαφή και ασφάλεια και φυσικά για την κάλυψη των θερμιδικών του αναγκών). Εννοείται, χρειάζεται να αποκλείσουμε παθολογικά αίτια, όπως είπαμε και νωρίτερα (αλλεργίες, δυσανεξίες, δυσπεψίες, ατοπική δερματίτιδα, άσθμα, υπνική άπνοια, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση κ.α) καθώς και να φροντίσουμε την υπνική μας υγιεινή. Συχνά, βρέφη και νήπια, κάνουν περισσότερες ή/και δυσκολότερες αφυπνίσεις εξαιτίας συνθηκών που εν αγνοία μας υπονομεύουν την ομαλή έκλυση μελατονίνης και εμποδίζουν την έλευση ή/και τη διατήρηση του ύπνου».

Μέχρι ποια ηλικία είναι φυσιολογικές οι συχνές αφυπνίσεις;

Κάθε γονιός έχει κάποια στιγμή αναρωτηθεί για το μωρό του «Μέχρι πότε θα ξυπνάει; Μέχρι πότε είναι φυσιολογικό;». Ρωτήσαμε λοιπόν κι εμείς την ειδικό.

«Εξαιρετική ερώτηση αυτή. Μακάρι να είχα να δώσω μια εξίσου εξαιρετική απάντηση. Νομίζω πως από τις μεγαλύτερες προ(σ)κλήσεις της γονεϊκότητας είναι το να συμφιλιωθούμε με το να μη γνωρίζουμε τι θα γίνει μετά. Να αντέξουμε τη συνειδητοποίηση ότι δεν έχουμε τον έλεγχο σε όλα τα πράγματα. Παραφράζοντας λίγο τον αγαπημένο μου stand-up κωμικό Trevor Noah, ζώντας σε μια εποχή με διαρκή πρόσβαση στην πληροφορία και την πρόβλεψη, το να μη γνωρίζουμε μας είναι σχεδόν απειλητικό… Ξέρω σε πόση ώρα θα φτάσω Μαρούσι από Νέα Σμύρνη, ξέρω τι καιρό θα κάνει αύριο, ξέρω ακριβώς πόσες θερμίδες έκαψα το πρωί που έτρεξα στο πάρκο. Δε γίνεται να μην ξέρω πότε θα σταματήσει να ξυπνάει το παιδί μου!»

Όπως μας εξηγεί η Άννα Παπρά, οι συνθήκες παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αφυπνίσεις παιδιών και ενηλίκων, οπότε δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη ηλικία που να καλύπτει σαν κανόνας όλα τα παιδιά. Είναι κάτι βαθιά πολυπαραγοντικό.

«Οι πιο πολλοί θα πουν ότι ο ύπνος «στρώνει» στα δυόμισι – τρία, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλά παιδιά που συνεχίζουν να έχουν αφυπνίσεις, γιατί μπορεί να δυσκολεύονται με κάτι ή γιατί για εκείνα είναι μέρος της ιδιοσυγκρασίας τους ακόμη. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κόρη μου που ήταν τότε 9 ετών, είχε εφιάλτες και ξυπνούσε 2 και 3 φορές το βράδυ τις πρώτες εβδομάδες. Κοιμόταν συνεχόμενα για χρόνια, αλλά όταν απειλήθηκε το αίσθημα της ασφάλειάς της και το νευρικό της σύστημα βρέθηκε σε κατάσταση συναγερμού, μοιραία, επηρεάστηκε και ο ύπνος της. Χρειάστηκε τη βοήθειά μας. Χρειάστηκε τη συρρύθμιση με το δικό μας (ήρεμο) νευρικό σύστημα ώστε να νιώσει ασφάλεια και τρόπους να ηρεμούμε το δικό της όταν απορρυθμιζόταν. Και προφανώς δεν πήγαινε κάθε φορά καλά αυτό, γιατί κι εγώ δεν είχα πάντα ρυθμισμένο νευρικό σύστημα… Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τα παιδιά μας δεν έχουν αναπτύξει ακόμη τις απαραίτητες «καλωδιώσεις» για να μπορούν να αυτορρυθμιστούν μόνα τους και να μας υπενθυμίζουμε ότι συχνά ακόμα κι εμείς οι ενήλικες με το πλήρως υποτίθεται ανεπτυγμένο σύστημα δεν μπορούμε να αυτορρυθμιστούμε. Η φύση λοιπόν έχει προβλέψει τη συρρύθμιση με το δικό μας νευρικό σύστημα. Μια διαδικασία μέσα από την οποία βρέφη και νήπια ηρεμούν και μαθαίνουν σταδιακά (μετά από αμέτρητες επαναλήψεις) να διαχειρίζονται στρεσογόνα συναισθήματα και αισθήσεις. Χρειάζεται χρόνος και χρειάζεται να το γνωρίζουμε.

Ανεξαρτήτως ηλικίας λοιπόν, ο ύπνος είναι από τα πρώτα πεδία που θα επηρεαστεί όταν υπάρχει κάποια δυσκολία στη σχέση ή στο περιβάλλον όπως φυσικά θα συμβεί και όταν πλήττεται η ψυχική υγεία των γονέων. Η υπνική υγιεινή είναι επίσης καθοριστικής σημασίας και δεν παύει να με εκπλήσσει πόσο πολύ την υποτιμάμε ως γονείς (τόσο για εμάς όσο και για τα παιδιά μας).

Η λίστα είναι μεγάλη… Ελάχιστη επαφή με τη φύση, ανεπαρκής σωματική εκτόνωση, τεχνητά περιβάλλοντα που μπερδεύουν το εσωτερικό βιολογικό ρολόι των παιδιών, υπερβολική και σε επιβαρυντικούς για τον ύπνο χρόνους έκθεση σε οθόνες. Καμία αίσθηση προβλεψιμότητας και ασφάλειας κάποιες φορές και άλλες επιμονή σε ρουτίνες και προγράμματα πολύ μακριά από τις υπνικές και συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών μας. Η οδοντοφυία σε πάρα πολλά παιδιά είναι μεγάλο πρόβλημα ενώ σε άλλα καθόλου. Είναι ο παιδικός σταθμός και το στρες που μπορεί να προκαλέσει. Στρες θετικό (σπανιότερα), ανεκτό (κάποιες φορές) και τοξικό (όταν δεν προβλέπεται trauma-informed προσαρμογή). Είναι συχνά ένα αδερφάκι που ίσως έρθει στην οικογένεια κάποια στιγμή αλλάζοντας τις δυναμικές…

Υπάρχουν πάρα πολλές συνθήκες που θα επηρεάσουν τον ύπνο, ακόμα και αν βιολογικά το παιδί θα μπορούσε να έχει πια κατακτήσει τη «δεξιότητα» αυτή. Και βάζω τη λέξη «δεξιότητα» σε εισαγωγικά καθώς αν και έτσι έχει καθιερωθεί να αποκαλείται ο συνεχόμενος ύπνος, στην πραγματικότητα δεν είναι δεξιότητα αλλά βιολογική λειτουργία. Δεν χάνω τη δεξιότητά μου στον ύπνο αν πιω καφέ αργά το απόγευμα – υπονομεύω τη βιολογική λειτουργία του ύπνου.

Αν έπρεπε να ορίσουμε μια ηλικία -και αυτό είναι πιο πολύ εμπειρικό- κάπου μεταξύ 5-7 ετών βλέπουμε τις πιο πολλές φορές ο ύπνος να έχει μαλακώσει σημαντικά και να μην καταγράφονται συστηματικά αφυπνίσεις. Κλείνοντας ωστόσο, να πούμε στο σημείο αυτό, ότι όταν διαταράσσεται ο ύπνος εξαιτίας κάποιας στρεσογόνας συνθήκης ή κάποιας ασθένειας, «είναι» φυσιολογικό. Αναφέρομαι στη φυσιολογία μας. Αυξάνεται η κορτιζόλη στο αίμα μας για παράδειγμα, και αυτό έχει επιπτώσεις στις «φυσιολογικές» μας λειτουργίες. Οι δυσκολίες στον ύπνο των παιδιών μας είναι συχνά συμπτώματα, μηνύματα που χρειάζεται να αποκωδικοποιήσουμε.
Τι είναι η υπνική υγιεινή;

Η υπνική υγιεινή, όπως μας εξηγεί η Άννα Παπρά, είναι ουσιαστικά οι συνθήκες και οι συνήθειες που έχουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, που θα επηρεάσουν τον ύπνο μας το βράδυ. Αυτό είναι κάτι που, πολλές φορές, δεν το έχουμε στο νου μας. Θέλουμε να κοιμηθούμε καλά, αλλά δεν σκεφτόμαστε ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε για να έχουμε έναν καλό ύπνο είναι να φροντίσουμε κάποια πράγματα την ώρα που είμαστε ξύπνιοι.

«Για να κοιμηθώ καλά την ώρα που θα πάω να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου το βράδυ, θα πρέπει να έχουν προηγηθεί κάποια πράγματα και πολλά από αυτά χρειάζεται να γίνουν πολύ πριν ξαπλώσω. Δυστυχώς, ο ύπνος -σε αντίθεση με τη διατροφή και τη σωματική άσκηση- έχει πολύ κακό μάρκετινγκ! Πολύς κόσμος δεν γνωρίζει τι χρειάζεται να κάνει για να εξασφαλίσει έναν καλύτερο ύπνο. Και δεν θα κρύψω πως ακόμη και όταν μάθει συνήθως θα τα αγνοήσει. Θα τα αγνοήσει γιατί θα φανούν βαρετά στην αρχή (στα παιδιά μου το λέω βαρετή αυτοφροντίδα – μαζί με το βούρτσισμα των δοντιών και άλλα όχι και τόσο συναρπαστικά πράγματα που καλούμαστε να κάνουμε στην καθημερινότητά μας)», αναφέρει.

«Πολύ ενδεικτικά, η έκθεση στο φυσικό φως του ήλιου στο πρώτο μισό της ημέρας, για να πάρει ο εγκέφαλος την πληροφορία (και ιδανικά η σταδιακή έκθεσή μας στο φυσικό φως της ανατολής στον υπνικό μας χώρο). Οι άνθρωποι είμαστε ημερόβια θηλαστικά, είμαστε πλασμένοι για να είμαστε έξω. Δυστυχώς όμως εμείς οι «δυτικοί» -γιατί όλα αυτά που συζητάμε είναι των δυτικών προβλήματα- είμαστε συνεχώς κλεισμένοι σε ένα γραφείο, σε ένα κατάστημα, στο σπίτι μας, με πολύ τεχνητό φωτισμό, και έτσι δεν επιτρέπουμε στον εγκέφαλό μας να ακολουθήσει τη φυσική ροή, τη φυσική εναλλαγή ημέρας και νύχτας, οπότε αυτό αυτόματα απορρυθμίζει το βιολογικό μας ρολόι. Οπότε το να έχω ένα σχετικά σταθερό πρόγραμμα αφύπνισης και ύπνου καθ’όλη τη διάρκεια της εβδομάδας (βαρετό – σχεδόν νοσοκομειακό, το ξέρω), να πάρω φυσικό φως το πρωί, στο πρώτο μισό της μέρας, το να προσέξω το τεχνητό φως που έχω από το απόγευμα και μετά στο σπίτι μου, το να προσπαθήσω να μην έχω οθόνες πριν κοιμηθώ (άλλη μεγάλη πληγή στον ύπνο ενηλίκων και παιδιών) και η θερμοκρασία του υπνικού μου χώρου είναι από τις βασικές συνθήκες για έναν καλό βραδινό ύπνο. Επίσης, το τι θα φάω. Πότε θα το φάω. Αν θα προσέξω την κατανάλωση καφεΐνης, αλκοόλ και νικοτίνης. Αν θα έχω την απαιτούμενη σωματική δραστηριότητα μέσα στην ημέρα και μια κατάλληλη χαλαρωτική ρουτίνα πριν κοιμηθώ και αφού ξυπνήσω… Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να φροντίσουμε. Αξίζουμε όλοι έναν επαρκή και ποιοτικό ύπνο – παρόλο που στην καπιταλιστική και υπερκαταναλωτική κοινωνία μας θεωρείται προσόν το να αντέχουμε με ελάχιστες ώρες ύπνου».

Ο θηλασμός στο στόχαστρο

Συχνά ο θηλασμός μπαίνει στο στόχαστρο, κατηγορούμενος για τις συχνές αφυπνίσεις ενός μωρού, κατηγορία που διαψεύδει η Άννα Παπρά.

«Ο θηλασμός πράγματι είναι το πρώτο πράγμα που θα κατηγορήσουμε οι περισσότεροι. Και είναι κρίμα γιατί γίνεται τόσος αγώνας για να ενημερωθούμε οι μητέρες για τα ευεργετικά ωφέλη του θηλασμού. Ακόμη και τώρα, παρά την ενημέρωση που υπάρχει, είναι εξαιρετικά εύκολο να στοχοποιηθεί για τις «πολλές» αφυπνίσεις των παιδιών, παρόλο που μελέτες έχουν δείξει πως οι μητέρες που θηλάζουν κοιμούνται συνολικά 40 -45 λεπτά παραπάνω, από ότι μητέρες παιδιών που σιτίζονται με φόρμουλα. Όταν ακούμε μητέρες με παιδιά 6, 12, 18 μηνών να λένε “θέλω να αποθηλάσω, γιατί δεν την παλεύω άλλο”, που δεν την παλεύουν, το καταλαβαίνω, χρειάζεται αρχικά να βρούμε τρόπους να τις υποστηρίξουμε γιατί χωρίς αυτή την υποστήριξη ο αποθηλασμός θα φέρει ένα εμπόδιο παραπάνω. Θα στρεσάρει περισσότερο τη μητέρα και κατά συνέπεια το παιδί. Οι αφυπνίσεις είναι εξαιρετικά πιθανό να παραμείνουν και θα χρειαστεί να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι για να κοιμηθεί το παιδί. Σημασία δεν έχει τόσο το πότε θα αποθηλάσει ένα παιδί, αλλά το με ποιον τρόπο θα αποθηλάσει. Αν θα αποθηλάσει ήπια και σταδιακά με σεβασμό και χώρο στη ματαίωσή του. Αλλά ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν αποθηλάσει σταδιακά, αν θα βιώσει την ξαφνική αυτή αλλαγή στο φροντιστικό πλαίσιο μιας γονεϊκής αγκαλιάς. Αυτά είναι πολύ σημαντικότερα από το «πότε» απλά θα αποθηλάσει ένα παιδί.

Για να γυρίσουμε όμως στον θηλασμό. Η πιο βασική παρανόηση είναι ότι το μωρό ξυπνάει για να θηλάσει. Και αν εξαιρέσουμε το θερμιδικό αίτημα -μέχρι τους 12 μήνες ο ΠΟΥ συστήνει ο νυχτερινός θηλασμός να είναι ελεύθερος και απεριόριστος- τα παιδιά δεν ξυπνάνε «για» να θηλάσουν αλλά θηλάζουν «επειδή» ξυπνάνε. Στη ερώτηση “σε έχει κουράσει ο θηλασμός ή οι αφυπνίσεις;” πολλές μητέρες απαντούν ότι αυτό που τους έχει κουράσει είναι οι αφυπνίσεις και αν δεν υπήρχαν ή δεν ήταν τόσες πολλές ή/και τόσο δύσκολες δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα με τον θηλασμό».

Αυτό, λοιπόν, που αναδύεται είναι ότι οι μητέρες χρειαζόμαστε βοήθεια στις αφυπνίσεις των παιδιών μας. Η πεποίθηση ωστόσο πολλών μητέρων είναι ότι όσο δεν διακόπτουν τον θηλασμό είναι απαραίτητα εκείνες οι μόνες που μπορούν να κοιμίσουν τα παιδιά τους. Η Άννα Παπρά επισημαίνει πως πίσω από αυτό βρίσκεται και μια άλλη παγίδα: «Οι πιο πολλές μητέρες όταν θηλάζουμε, κάπως θεωρούμε ότι είναι δική μας δουλειά, κάπως οι σύντροφοί μας θεωρούν πως είναι δική μας δουλειά… Κάποιες φορές, ενώ θα ήθελαν πολύ να συνδεθούν με το παιδί τους και μέσω της διαδικασίας του ύπνου αλλά και να βοηθήσουν τη σύντροφό τους, έρχονται αντιμέτωποι με δυσκολίες που τους πάνε πίσω. Με δικούς τους φόβους, ανασφάλειες, με τραύματα που πυροδοτούνται από την όλη διαδικασία. Με εμάς τις ίδιες που συχνά δεν αφήνουμε χώρο και χρόνο στον πατέρα και το παιδί να βρουν το δικό τους κώδικα επικοινωνίας… Άλλες φορές είναι απλά μια καλή δικαιολογία για να απέχουν από το κομμάτι αυτό, αφήνοντας για άλλη μια φορά τη μητέρα μόνη. Λίγο το κακό μάρκετινγκ του θηλασμού, λίγο η βαθιά πατριαρχική κουλτούρα μέσα στην οποία υπάρχουμε μας οδηγούν λοιπόν σε έναν φαύλο κύκλο και όσο θηλάζω, τόσο νιώθω ότι είναι δικιά μου υποχρέωση, ενώ αν αποθηλάσω, τότε μόνο είναι εντάξει να το δώσει ο μπαμπάς το μπιμπερό. Τότε μόνο θα μπορεί να συμμετέχει κι εκείνος. Που και αυτό είναι μύθος: Έχω δουλέψει με πάρα πολλές οικογένειες που δεν έχουν θηλάσει δευτερόλεπτο τα παιδιά τους και ο μπαμπάς δεν «μπορεί» να βοηθήσει, είτε γιατί δεν του έχει δοθεί χώρος, είτε γιατί δεν θέλει εκείνος, είτε γιατί οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Οπότε πάλι η μητέρα βρίσκεται εγκλωβισμένη. Ενώ στον αντίποδα, υπάρχουν και οικογένειες που το παιδί θηλάζει αποκλειστικά και ο πατέρας είναι συμμετοχικός από την αρχή στον ύπνο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη σύνδεση με το παιδί του, αναλαμβάνοντας το μερίδιο της γονεϊκότητας που του αναλογεί. Και για να μην παρεμηνευτεί αυτό που λέω – ο θηλασμός είναι δικαίωμα του παιδιού και ταυτόχρονα αποτελεί προσωπική απόφαση της κάθε μητέρας το αν και πόσο θα θηλάσει. Και αν μια μητέρα επιθυμεί να αποθηλάσει, μαζί της. Είμαστε εδώ για να βεβαιωθούμε ότι δεν θα το κάνει για λάθος λόγους και ότι θα το κάνει με σεβασμό και φροντίδα τόσο στη δική της ανάγκη, όσο και σε αυτήν του παιδιού».

Είναι αλήθεια πάντως πως ο ρόλος του πατέρα στην ελληνική οικογένεια παραμένει λίγο θολός, σαν να βρίσκεται σε μια αναμονή τα πρώτα χρόνια: «Νομίζω πως σε πολλούς άνδρες υπάρχει μια πεποίθηση ανημπόριας “θα συνδεθώ με το παιδί μου όταν μεγαλώσει, ακόμα είναι μωρό, θέλει τη μαμά του. Εγώ δεν μπορώ να φροντίσω. Δεν είναι κάτι που ξέρω ή και που θέλω να κάνω. Δεν είναι δουλειά μου. Μόλις αρχίσει να περπατάει θα πάμε για μπάλα, θα μιλάμε, θα κάνουμε πράγματα”. Θα χρειαστεί ωστόσο περισσότερη προσπάθεια, χρόνο και ενέργεια για να συνδεθούν στα 3 και στα 4 αφενός και αφετέρου, τι γίνεται μέχρι την ηλικία εκείνη;», σχολιάζει η Άννα Παπρά.

Οι πολλαπλές πιέσεις της σύγχρονης μητρότητας

Οι μητέρες σήμερα είναι περισσότερο πιεσμένες από ποτέ. Είναι σαν να τα περιμένουν όλα από εκείνες. Πρέπει και να γυρίσουν γρήγορα στη δουλειά τους μετά τη γέννα, να τα φροντίζουν όλα, να φροντίζουν το μωρό και να μην κοιμούνται το βράδυ, γιατί, αφού θα πρέπει να αποδεχτούν ότι είναι φυσιολογικές οι συχνές αφυπνίσεις, τι άλλο να κάνουν; 

Η Άννα Παπρά υποστηρίζει πως αυτό που χρειάζεται είναι μια αναπλαισίωση του θέματος της μητρότητας και της υποστήριξης που έχουμε ανάγκη, κάτι που ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αλλάζει, κατά έναν μεγάλο λόγο χάρη στις ομάδες υποστήριξης που βρίσκουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (παρόλο που ταυτόχρονα μπορεί να δημιουργήσουν και μια υπερφόρτωση πληροφορίας ή και παραπληροφόρησης κάποιες φορές).

Χρειάζεται να αναδεικνύουμε το θέμα με κάθε ευκαιρία ώστε η κάθε μητέρα που χάνεται στα αδιέξοδα της μητρότητας να μη νιώθει μόνη, να ενδυναμώνεται και να κάνει όσα χρειάζεται για να φροντιστεί κι εκείνη. Έχει σημασία να ακούγεται ότι η μητρότητα έτσι όπως έχουμε φτάσει να τη ζούμε δεν είναι βιώσιμη. Έχει σημασία να ακούγεται με κάθε ευκαιρία, όσο κουραστικό κι αν γίνεται για κάποιους.

«Οι πιο πολλές δεν έχουμε τη βοήθεια που θα χρειαζόταν να έχουμε για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στις ανάγκες που έχει ένα βρέφος. Είμαστε συχνά μακριά από την ευρύτερη οικογένειά μας και την υποστήριξη που θα μπορούσε να μας παρέχει. Με τις δυσκολίες που θα είχε, ναι – αλλά υποστήριξη παρόλα αυτά», εξηγεί.

Οι πιέσεις της σύχρονης μητρότητας είναι πολύ έντονες, είτε η μητέρα μένει όλη μέρα στο σπίτι με το παιδί, είτε εργάζεται: «Όταν η μητέρα εργάζεται υπάρχει έντονο άγχος αποχωρισμού, η μητέρα λείπει την ημέρα, άρα ο ύπνος είναι ο χώρος και ο χρόνος που θα ξαναβρεθούμε και θα ξανασυνδεθούμε… Τα παιδιά μας δεν είναι βιολογικά προγραμματισμένα να μας αποχωρίζονται όσο μας αποχωρίζονται. Και συχνά αυτό αποτυπώνεται στον ύπνο τους. Και μητέρες που έχουν την ενημέρωση (ή το ένστικτο) και θέλουν να θηλάσουν, να κάνουν συγκοίμηση, να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του παιδιού τους, εάν δεν έχουν ανθρώπους να τις υποστηρίζουν, καταλήγουν να διαλύονται, γιατί φυσικά δεν μπορούν να τα κάνουν όλα μόνες τους 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Το νευρικό μας σύστημα δεν αντέχει να είναι σε μια κατάσταση συνεχούς εγρήγορσης».

Κοινωνικά, όταν μια γυναίκα γίνεται μητέρα, υπάρχει μια απαίτηση επικών διαστάσεων, που δεν μπορεί να απαντηθεί, επισημαίνει η Άννα Παπρά. «Να εργάζομαι κανονικά, να είμαι με το παιδί μου τις υπόλοιπες ώρες για να αναπληρώσω, να είμαι εγώ σε όλες τις αφυπνίσεις, να φροντίσω το σπίτι… Και όλα αυτά να τα κάνω χωρίς τον παραμικρό εκνευρισμό. Δε γίνεται. Και καλούμαστε να απαντήσουμε σε αυτό με το να αντέξουμε, όχι με το να αλλάξουμε τη συνθήκη. “Εγώ δεν τα καταφέρνω”, λέμε οι πιο πολλές μαμάδες. Τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνουμε πως αυτό που καλούμαστε να κάνουμε δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό, πιστεύουμε ότι απλά εμείς δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε. Και είναι τόσο μα τόσο άδικο, να τρώμε από τις σάρκες μας για να επιβιώσουμε αυτή τη φάση της ζωής μας», προσθέτει.

«Δεν μπορούμε να μη συνυπολογίσουμε ότι οι γυναίκες μπαίνουν σε αυτή τη φάση της ζωής τους ήδη επιβαρυμένες, καθώς δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει ακόμη την ισότητα των φύλων στον καταμερισμό μη αμοιβόμενης εργασίας φροντίδας. Σε όλο αυτό έρχεται να προστεθεί το βάρος του ψυχικού/πνευματικού φορτίου που βαραίνει συνήθως τις μητέρες στην ανατροφή των παιδιών (mental load). Ο όρος αυτός περιγράφει όλες τις “αόρατες” εργασίες που τυπικά αναλαμβάνουν οι μητέρες: η οργάνωση των γευμάτων της εβδομάδας, το πλύσιμο των ρούχων, τα ψώνια, οι online παραγγελίες, η καθαριότητα του σπιτιού, η έρευνα για γιατρούς/ειδικούς που αφορούν το παιδί, ο προγραμματισμός των επισκέψεων στους γιατρούς αυτούς αλλά και των συναντήσεων με φιλικές οικογένειες, το διάβασμα των παιδιών στο σπίτι, η φροντίδα κάποιου ηλικιωμένου γονέα πολύ συχνά κ.α. Πολύ συχνά όλα ή περισσότερα από τα παραπάνω βαραίνουν τη μητέρα. Και ναι, “not all men”, εννοείται. “Too many men“, όμως, ώστε να αφορά αμέτρητες γυναίκες αυτό που συζητάμε», σχολιάζει η Παπρά.

Φαίνεται πως η μητρότητα με κάποιο τρόπο έχει φτάσει σε ένα σημείο συλλογικού τραύματος. Δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε με αυτές τις συνθήκες που είναι πια οι “φυσιολογικές”. «Δεν είναι φυσιολογικές, είναι συνηθισμένες και έχει πολύ μεγάλη σημασία να ξεχωρίσουμε, άλλο το σύνηθες και άλλο το φυσιολογικό. Οπότε, φυσιολογικό δεν είναι ούτε να είμαστε τόσο μόνες και τόσο άυπνες, ούτε να αποχωριζόμαστε τόσο νωρίς τα παιδιά μας, ούτε τα παιδιά μας να βρίσκονται σε δομές ατελείωτες ώρες. Η προεγκατεστημένη από την πατριαρχία ρύθμιση είναι να μας θεωρήσουμε ανεπαρκείς. Σαν να έχουμε συγκρουστεί μετωπικά με μια συνθήκη που μας αφήνει πολυτραυματισμένες και αντί να ζητήσουμε βοήθεια, σηκωνόμαστε από το φορείο, κλείνοντας κακήν κακώς τα τραύματά μας με προσωρινούς επίδεσμους και συνεχίζουμε να φροντίζουμε τα παιδιά μας, αιμορραγώντας εσωτερικά και εξωτερικά. Υπάρχει παντού πια η έννοια της αυτοφροντίδας – άλλη μια έννοια που συχνά διαστρεβλώνεται καθώς πολλές φορές περιορίζεται στο να φτιάξουμε τα μαλλιά μας και τα νύχια μας και στο να φάμε βιαστικά ένα γλυκό μπροστά από μια οθόνη. Και δεν υποτιμώ το πόσο όμορφα μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε μια επίσκεψη σε ένα κομμωτήριο ή ένα κομμάτι σοκολατόπιτα με παγωτό -εγώ τελευταία τρώω ατελείωτο χαλβά με κακάο. Πόσο όμως αυτά βοηθούν πραγματικά στην υποστήριξη του νευρικού μας συστήματος; Πόσο βοηθητικό θα είναι για εμάς όταν θα νιώσουμε την ένταση να ανεβαίνει και θα ουρλιάξουμε στα παιδιά μας; Η απάντηση είναι «όχι ιδιαίτερα» δυστυχώς. Το σώμα μας, το νευρικό μας σύστημα χρειάζεται κίνηση, εκτόνωση, θρεπτική τροφή για να έχει καύσιμα, επαρκή ύπνο, επαφή με τη φύση και το πρωινό φως του ήλιου. Χρειαζόμαστε ανθρώπινη επαφή, μοίρασμα, άγγιγμα και βοήθεια όταν τη ζητάμε (και όταν δεν τη ζητάμε). Χρειαζόμαστε χρόνο με τα παιδιά χωρίς δουλειές, χρόνο χωρίς τα παιδιά, επιείκεια σε εμάς και σε εκείνα τις λιγότερο εύκολες μέρες, χρόνο με τους συντρόφους μας, χρόνο μόνες μας, χρειαζόμαστε όρια – να μας ρωτήσουμε ποια είναι τα όριά μας και να τα επικοινωνήσουμε με σταθερότητα και φροντίδα», υπογραμμίζει η Άννα Παπρά.

«Η αυτοφροντίδα βέβαια δεν θα ήταν τόσο απαραίτητη αν υπήρχε ένα κράτος πρόνοιας που θα εξασφάλιζε τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα της μητέρας και θα προστάτευε ουσιαστικά τη μητρότητα (και το παιδί) – με έμφαση στις μονογονεϊκές οικογένειες και τις ευαίσθητες ομάδες», συμπληρώνει. «Χρειάζεται να λάβουμε δράση και εμείς ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Να ενημερωθούμε από σύγχρονες επιστημονικές πηγές και να σταθούμε με ευαισθησία δίπλα στους γονείς. Ο αμερικανός ψυχίατρος Dr. Bruce Perry, με τριακοανταετή εμπειρία στην έρευνα των επιπτώσεων της παραμέλησης, της κακοποίησης και του τραύματος στην ανάπτυξη του εγκεφάλου δημιούργησε με την ομάδα του το Caregiving Challenge Tool, ένα διαγνωστικό εργαλείο για την αξιολόγηση της εξάντλησης του σύγχρονου γονέα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο τρόπος με τον οποίον βιώνεται η γονεϊκότητα αφήνει τον μέσο γονέα αποδιοργανωμένο, όπως λέει χαρακτηριστικά, ακόμη κι αν έχει σχετικά καλές συνθήκες διαβίωσης. Είναι επιτακτική λοιπόν η ευαισθητοποίηση όλων στο πεδίο της γονεϊκότητας ειδικά όταν τις τελευταίες δεκαετίες όλο και πληθαίνουν οι μελέτες νευροεπιστημών που συνδέουν τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ανθρώπου με τη μετέπειτα ψυχική και σωματική υγεία ως προγνωστικό παράγοντα», τονίζει.

Τι μπορούμε να κάνουμε όμως ταυτόχρονα κι εμείς ως μητέρες; Η Άννα Παπρά προτείνει κάτι που το χαρακτηρίζει επαναστατικό και απαραίτητο στην πατριαρχική και καπιταλιστική πραγματικότητα που ζούμε: να πάρουμε χώρο και χρόνο. «Βλέπω πάρα πολλές μητέρες που δεν πάνε τουαλέτα, αν το παιδί δεν είναι με τον μπαμπά ή δεν κοιμάται. Δεν τρώνε, ή τρώνε κάτι στα όρθια γρήγορα πάνω από τον νεροχύτη. Ήμουν κι εγώ μία από αυτές», μας λέει. «Δεν διανοούμαστε να φύγουμε για να κάνουμε κάτι που δεν “χρειάζεται”. Θα φύγουμε για να πάμε για τεστ παπ, ή για τον οδοντίατρο ή για να αλλάξουμε ένα δώρο, ως εκεί. Πάρα πολλές μητέρες είναι εγκλωβισμένες στο ότι «τώρα έγινα μητέρα. Τελείωσε η αυτοδιάθεσή μου, τώρα είμαι εδώ». Και είναι μια πειραγμένη ερμηνεία της μητρότητας. Γιατί το να φροντίσω το παιδί μου δεν θα έπρεπε να προϋποθέτει να θάψω οτιδήποτε υπάρχει από εμένα, γιατί αυτό θα γυρίσει και στο παιδί μπούμερανγκ και σε μένα την ίδια», εξηγεί.

Και τι σημαίνει η πρότασή της να πάρουμε χώρο; «Μπορούμε μέσα σε αυτό το ταξίδι της μητρότητας, να διεκδικήσουμε το “χωριό μας” που λένε, είτε αυτό είναι από τον σύντροφό μας ή τη μητέρα μας, φίλους, είτε από μια πληρωμένη βοήθεια. Ή αν δεν έχουμε τη δυνατότητα, μπορούμε να κάνουμε τον κύκλο μας από τις μαμάδες στην παιδική χαρά. Και μια μέρα να έχω εγώ τα παιδιά στην παιδική χαρά για μια ώρα μόνη μου και να πάει η φίλη μου να πιει έναν καφέ ή να κάνει κάτι άλλο και την άλλη μέρα να αλλάξει. Δεν είμαστε πολύ εκπαιδευμένοι εδώ στην Ελλάδα σε αυτό. Μας δυσκολεύει. Αλλά νομίζω πως σιγά σιγά τα πράγματα αρχίζουν και αλλάζουν. Πρέπει να αλλάξουν, δεν μπορούμε να συνεχίζουμε έτσι – γιατί θα κρασάρουμε με μαθηματική ακρίβεια».

Προβλήματα ύπνου στους ενήλικες

Παρόλο που η Άννα Παπρά είναι και σύμβουλος ύπνου ενηλίκων, το 90% της δουλειάς της είναι γονείς, που έρχονται για τον ύπνο των παιδιών τους. Όμως, όπως επισημαίνει, υπάρχουν πάρα πολλοί ενήλικες που δεν κοιμούνται καθόλου καλά, αλλά δεν το αντιλαμβάνονται. «Είναι μεγαλύτερο πρόβλημα αυτό, από τον ύπνο των παιδιών. Ξέρω πάρα πολλούς ενήλικες που κοιμούνται πάρα πολύ άσχημα, αλλά νομίζουν πως είναι εντάξει. Δεν σου κρύβω πως και εγώ με 5 – 6 ώρες είμαι καλά, δεν νιώθω κουρασμένη. Αν κοιμηθώ όμως 8 ή 9 ώρες, είμαι αλήθεια άλλος άνθρωπος! Έχουμε μάθει να δουλεύουμε στο 70% μας και «νομίζουμε» ότι είμαστε καλά με τις 5 και τις 6 ώρες ύπνου».

Ο γενικός πληθυσμός δεν αξιολογεί τον ύπνο σαν κάτι που είναι σημαντικό για την υγεία του. «Όταν θέλουμε να κάνουμε κάτι έκτακτο στο πρόγραμμά μας από πού θα κόψουμε; από τον ύπνο θα κόψουμε. Κι εγώ -σύμβουλος ύπνου πανάθεμά με!-όταν είχα εργασίες για τη σχολή τα πρώτα χρόνια, από τον ύπνο μου έκοβα. Συνέχιζα να δουλεύω ακριβώς το ίδιο, ήμουν στα παιδιά μου ακριβώς το ίδιο… Θέλω να δω μια φίλη; Θα βγω βράδυ, θα κοιμηθώ λιγότερο. Θέλω χρόνο χωρίς τα παιδιά; Θα τα βάλω για ύπνο και θα μείνω ξύπνια μέχρι αργά να απολαύσω την ησυχία που έχει το σπίτι».

Δυστυχώς η έλλειψη ύπνου μας επηρεάζει πολυεπίπεδα και παρά τα άρθρα που δημοσιεύονται κατά καιρούς, δεν έχουμε καταλάβει πόσο σημαντικός είναι. «Εγώ λέω αστειευόμενη σε όλη την κουβέντα μας πως έχει κακό μάρκετινγκ ο ύπνος και το εννοώ. Ενώ για τη διατροφή και την άσκηση ξέρουμε όλοι πόσο σημαντικό είναι να τρώμε υγιεινά, να αθλούμαστε, στον ύπνο δεν υπάρχει αυτή η γενική γνώση. Ειδικά οι γυναίκες -επειδή κοινωνικά έχουμε όπως είπαμε αυτήν τη ρύθμιση- δεν λέμε πάρα πολύ εύκολα ότι χρειαζόμαστε βοήθεια, ξεκούραση και ύπνο».

Όπως επισημαίνει η Άννα, ισχύει και κάτι ακόμα στο εργασιακό πεδίο για όλα τα φύλα: «το να θέλω να κοιμάμαι 7-9 ώρες το εικοσιτετράωρο έχει και ένα ευρύτερο shaming. Και στους χώρους εργασίας επίσης, ικανός εργαζόμενος είσαι αν κοιμάσαι 5 ώρες και μπορείς να αποδώσεις σαν να κοιμάσαι 8. Αν χρειάζεσαι 8 ή 9, θεωρείσαι το λιγότερο αδύναμος… Υπάρχει δυστυχώς αυτή η νοοτροπία! Ευτυχώς αλλάζει κάπως, και στην Αμερική υπάρχουν πάρα πολλά κινήματα που έχουν φωτίσει αυτό το θέμα, ειδικά στον χώρο των επιχειρήσεων».

Οι ενήλικες, ακόμα και όταν αναγνωρίζουν ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τον ύπνο τους, δεν επισκέπτονται εύκολα έναν σύμβουλο ύπνου, γιατί είναι δύσκολο να δεσμευτούν να αλλάξουν συνήθειες χρόνων, που είναι και ανακουφιστικές ταυτόχρονα. Όπως λέει πάντα η Άννα στις συνεδρίες με ενήλικες: «αυτά που θα πούμε δεν είναι πράγματα που θα θέλεις να ακούσεις. Δεν μπορώ να σου δώσω “κάτι” που θα σου φτιάξει τον ύπνο αν δουλεύεις 12 ώρες την ημέρα, αν δεν προσέχεις καθόλου τον εαυτό σου, αν δεν αποφορτίζεσαι, αν δεν έρχεσαι έστω και λίγο σε επαφή με τον ήλιο και τη φύση, αν έχεις το κινητό σου συνέχεια μέχρι να κοιμηθείς το βράδυ».

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που δεν τους επηρεάζει καθόλου η υπνική υγιεινή και είναι όλα λάθος και αφρόντιστα, τρώνε πάρα πολύ βαριά, πίνουν πολλούς καφέδες και όμως κοιμούνται καλά. Θα κοιμόντουσαν σίγουρα καλύτερα αν δεν τα έκαναν αυτά, αλλά δεν έχουν πρόβλημα και άρα κανένα άμεσο κίνητρο να φροντίσουν την υπνική τους υγιεινή.

Ακόμα και η ίδια πάντως ομολογεί πως τη δυσκολία αυτής της δέσμευσης προς τον εαυτό τη βιώνει και σε προσωπικό επίπεδο: «Κι εγώ δυσκολεύομαι να χαλαρώσω κάποιες μέρες περισσότερο από άλλες, θα πάρω το κινητό μου, να αποσυνδεθώ. Δε βγαίνω κάθε μέρα να περπατήσω στον ήλιο που το θέλω μεν, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα… Δούλευα για πολλά χρόνια αρκετές ώρες, και όλο αυτό το στρες ερχόταν και καθόταν πάνω στον ύπνο. Χρειάστηκαν αλλαγές – όχι εύκολες και για αυτό δεν τα καταφέρνω όλες τις μέρες το ίδιο καλά. Είναι δύσκολο κομμάτι αυτό των ενηλίκων και θέλει από εμάς να μας πάρουμε σοβαρά και να μας φροντίσουμε».

Η αλήθεια είναι πως αν κάποιος ακούσει ότι πρέπει να αλλάξει 800 πράγματα για να κοιμάται καλύτερα, αποθαρρύνεται. «Αυτό που έχω δει να βοηθάει είναι να μπορέσουμε λίγο να μαλακώσουμε την υπάρχουσα κατάσταση», διαπιστώνει η Άννα. «Ωραία, κοιμάσαι μόνο 5 ώρες, πώς θα είναι αυτές οι 5 ώρες αποδοτικές, ποιοτικές; Και αν καταφέρουμε να κάνουμε τις 5 ώρες 6, θα είναι ακόμα καλύτερα. Και αν καταφέρουμε πριν κοιμηθείς να έχεις και ένα μισάωρο, μια ώρα που θα είναι μακριά από οθόνες – πάλι θα κοιμηθείς αργά, αλλά να σου δώσει αυτήν την ξεκούραση λίγο πριν τον ύπνο… Και αν καταφέρουμε λίγο να πάρεις σοβαρά ότι 10 λεπτά στον ήλιο – όχι παραπάνω! – θα σου δώσουν πάρα πολλή πληροφορία βιολογική και θα βοηθήσει στον ύπνο», εξηγεί.

«Μικρά βήματα. Μια μέρα τη φορά. Οι μεγάλες αλλαγές, ακόμα κι αν γίνουν, δεν μένουν σε καμία περίπτωση. Είναι όπως οι χημικές δίαιτες, θα χάσουμε κιλά γρήγορα, θα τα ξαναπάρουμε. Οπότε πάμε να κάνουμε μικρά πράγματα υποστηρικτικά και το σώμα ξέρει… Αν το σώμα αρχίζει να νιώθει καλύτερα, θα το διεκδικήσει. Χρειάζεται λίγο να εμπιστευτούμε και εμάς στη διαδικασία», καταλήγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου