«Καθίστε κάτω να αρχίσουμε. Για ησυχάστε ν’ αρχίσουμε για να τελειώνουμε γρήγορα», λέει ο διευθυντής του σχολείου στους μαθητές του λυκείου λίγο πριν ξεκινήσει η γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Αν κάπου οι λέξεις έχουν σημασία, είναι στο σχολείο, και η συγκεκριμένη γιρλάντα από λέξεις που δίχως να το σκεφτεί ξεστόμισε ο διευθυντής και κατέγραψε η κάμερα του Λουκά Παλαιοκρασσά στο ντοκιμαντέρ «Τέλος Χρόνου» αποκαλύπτει πολλά παραπάνω από τους φθόγγους, τις συλλαβές και τις ανάσες της.
«Από δημιουργικότητα το σχολείο είναι κοντά στο ανύπαρκτο», λέει ένας μαθητής. «Αμερική, Αγγλία, κάνουν παζάρια, κάνουν γιορτές μεγάλες, χορούς. Εδώ θα κάνουν τρεις γιορτές τον χρόνο, θα σηκωθούν πέντε άτομα, θα πουν μια σελίδα από ένα χαρτί έτοιμο που διαβάζουν κι αυτό, τέλος. Εχει χαθεί η χαρά». «Οσο πιο γρήγορα αρχίσουμε, τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσουμε», αντηχεί η φωνή του δασκάλου.
Εχουν γραφτεί κατά καιρούς πολλά για το ελληνικό σχολείο, έχουν διατυπωθεί απόψεις, έχουν γίνει ρεπορτάζ και έρευνες. Κι όμως, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τα 77 λεπτά του φιλμ (τελευταία ημέρα των αθηναϊκών προβολών σήμερα σε Δαναό και Διάνα). Ο Παλαιοκρασσάς κάθισε για δύο ολόκληρα χρόνια στα θρανία ενός σχολείου της Αθήνας –ενός Γενικού Λυκείου του Νέου Κόσμου–, ακολουθώντας μια παρέα μαθητών που ανηφορίζουν το δύσκολο δρόμο της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου, όπου πέφτει βαριά η σκιά των Πανελληνίων.
Απρόοπτα
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, θα συμβούν διάφορα αναπάντεχα γεγονότα, όπως μια κατάληψη και μια πανδημία, που όπως λέει ο ίδιος στην «Κ» με έναν τρόπο θα ρίξουν ακόμη πιο έντονο φως στις παθογένειες του συστήματος. «Και για μένα ήταν μια δύσκολη, γλυκόπικρη περίοδος. Μία δεκαετία μετά, θέλησα να ξανασυνδεθώ με αυτή την εποχή, να δω αν έχουν αλλάξει τα πράγματα, πώς νιώθουν οι μαθητές μετά την κρίση». Προέκυψε μια ταινία για την ίδια την κοινωνία. «Η ανοχή στην παραβατικότητα, η απαξίωση του δημόσιου χώρου, η έλλειψη ενθουσιασμού, δημιουργικότητας, κριτικής σκέψης. Και βέβαια, η διάχυτη αβεβαιότητα, τι θα κάνω στη ζωή μου», αναφέρει ο Λουκάς Παλαιοκρασσάς. «Αν δεν περάσεις, τι θα γίνεις; Ντελιβεράς; Σερβιτόρος;», λέει σε κάποιο σημείο ένα από τα παιδιά, περιγράφοντας τον τρόπο που βιώνουν οι μαθητές τις Πανελλαδικές, ένα «όλα ή τίποτα», μια ζαριά που κρίνει τα πάντα.
Στην ταινία, η Σοφία, ένα κορίτσι με μεγάλα μάτια, λέει ότι θέλει να περάσει Βιολογικό, αλλά αναρωτιέται πού θα μπορούσε να εργαστεί, αφού τα ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα είναι λιγοστά. Μιλάει ανοιχτά για το άγχος, τις κρίσεις πανικού, τις συνεδρίες με την ψυχολόγο. «Το μόνο που έχω στο μυαλό μου είναι το διάβασμα, αλλά δεν αποδίδει. Υπερπροσπαθεί ο μαθητής όταν θέλει να πετύχει και καμία φορά αυτό έχει τα αντίστροφα αποτελέσματα», μονολογεί μπροστά στον φακό. «Τελικά, πέρασα Πληροφορική στην Κέρκυρα, αλλά δεν πήγα», λέει σήμερα, στα 19 της, στην «Κ». «Λόγω του άγχους δυσκολεύομαι να ανεξαρτητοποιηθώ και παρόλο που το ψάξαμε, δεν γίνεται κάποια εξαίρεση. Αν δεν έχεις κάποια σοβαρή ψυχική ασθένεια, δεν σε αφήνουν να κάνεις μετεγγραφή». Η αγχώδης διαταραχή δεν της επέτρεψε να παρακολουθήσει φροντιστήριο, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να περάσει στην πρώτη της επιλογή. «Δεν υπήρχε ένα σωστό κλίμα για να νιώσω αυτοπεποίθηση. Το σχολείο δεν με προστάτευσε από κάποια συναισθήματα που είχα, αντίθετα, μου τα όξυνε. Τα περισσότερα παιδιά δυσκολεύονται με τα δικά τους προβλήματα. Παρόλο που δεν υπήρχε συζήτηση, πολλά παιδιά καταλάβαινα ότι συμπάσχουν».
Η πανδημία ήταν μια φρίκη για εκείνη –η μητέρα της διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού την ίδια περίοδο–, ωστόσο η δυνατότητα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης την απελευθέρωσε. «Μου πρόσφεραν πολλά τα online μαθήματα. Ετσι κατάφερα να περάσω». Παρακολουθώντας διαδικτυακά μαθήματα, έχει καταφέρει μέσα σε δύο χρόνια να πάρει πτυχίο στα Κορεατικά, ενώ σκέφτεται να ασχοληθεί με το σχέδιο μόδας. «Εξακολουθώ να έχω μια εφηβικότητα. Αν το κράτος δεν θέλει μία, εγώ δεν θέλω δέκα. Υπάρχουν κι άλλα προγράμματα που μπορώ να παρακολουθήσω».
Δεν διαχειρίστηκαν όλα τα παιδιά καλά την περίοδο της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης. «Εχω κατάθλιψη, δεν μπορώ άλλο σπίτι», λέει μισοαστεία-μισοσοβαρά ένα από τα παιδιά της ταινίας. Για τη Στέλλα, μαθήτρια σήμερα της Γ΄ Λυκείου σε σχολείο των βορείων προαστίων, η απομόνωση πυροδότησε πράγματι ένα καταθλιπτικό επεισόδιο. «Δεν ήταν μια καλή κατάσταση», λέει λακωνικά στην «Κ» και ο νοών νοείτο. Ακόμα προσπαθεί να καλύψει τα κενά από εκείνη την περίοδο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. «Νομίζω έχω λιγότερο άγχος από άλλους, που δεν είναι καλό. Ισως αν ήμουν πιο αγχωμένη να έκανα τα πράγματα που έπρεπε. Αν και είναι αντικειμενικά πάρα πολύ βαρετά αυτά τα πράγματα. Οι φίλοι μου είναι πιο αγχωμένοι από ό,τι πρέπει, διαβάζουν όλη μέρα, αφού οι Πανελλαδικές είναι το τέλος και η αρχή του κόσμου. Δεν ξέρω κάποιον που περνάει καλά αυτή τη στιγμή».
Ο 16χρονος Αγγελος, μαθητής Β΄ Λυκείου σε ΕΠΑΛ, δεν είναι τόσο αγχωμένος –ακόμα– αλλά παραδέχεται ότι η πανδημία έριξε τις επιδόσεις του. «Ας είμαστε ειλικρινείς», αναφέρει με αξιοπρόσεκτη σοβαρότητα. «Δεν πρόσεχα πολύ στην τηλεκπαίδευση και σε κάποια διαγωνίσματα προφανώς αντέγραφα». Ο Αγγελος θέλει να γίνει προγραμματιστής, αλλά αν δεν περάσει θα κάνει μαθητεία, και βλέπουμε. Η Στέλλα θέλει να περάσει Ιστορικό – Αρχαιολογικό γιατί της αρέσει το αντικείμενο. «Δεν ξέρω τι θα γίνω, απλώς με ενδιαφέρει να το μελετάω. Δεν νομίζω να περάσω, πάντως».
ΤΕΦΑΑ ή αστυνομικός
«Θέλω να μπω ΤΕΦΑΑ ή να γίνω αστυνομικός αλλά δεν είμαι καλός μαθητής και δεν νομίζω να τα καταφέρω», λέει ένας μαθητής στην ταινία. «Το όνειρό μου είναι να γίνω οδηγός της Φόρμουλα 1, αλλά ξέρω ότι δεν θα το πετύχω ποτέ», λέει ένας άλλος. Ονειρα που γκρεμίζονται πριν καν σχηματισθούν, σαν τους σοβάδες που πέφτουν στο κτίριο, ένα τυπικό κτίριο σχολείου. Πού να βρουν τον ενθουσιασμό να τα κυνηγήσουν; Στο σπίτι τα προβλήματα συσσωρεύονται και οι εκπαιδευτικοί που θα μπορούσαν να τους τον εμφυσήσουν είναι πιο κουρασμένοι από τα παιδιά.
Για τον Λουκά Παλαιοκρασσά η επιστροφή στα θρανία ήταν μια επίπονη διαδικασία. «Ηταν σαν μια δεύτερη ενηλικίωση για μένα. Γνώρισα τα παιδιά όταν είχαν τα πρώτα τους όνειρα και είδα πού κατέληξαν, πού τα πήγε η ζωή τους. Σε σχέση με παλαιότερα, πάντως, τα παιδιά μού φάνηκαν καλύτερα εξοπλισμένα να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις που δέχονται και το βάρος των Πανελλαδικών. Στην εποχή μου δεν μιλούσε κανείς, για παράδειγμα, για ψυχοθεραπεία. Η ταινία είναι και ένας τρόπος να μάθουμε την Gen Z, που δεν την ξέρουμε καλά».
«Οι Πανελλαδικές είναι κρεατομηχανή, κανονική βιομηχανία»
Ο μαθηματικός Ηλίας Ανδριανός, ο οποίος κλείνει φέτος 40 χρόνια στην εκπαίδευση, θεωρεί ότι η εικόνα του ελληνικού σχολείου είναι αντανάκλαση της ελληνικής κοινωνίας. «Και η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν ενδιαφέρεται η κοινωνία για την εκπαίδευση των παιδιών της. Δείτε πόσοι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων υπάρχουν σε γυμνάσια και λύκεια. Παντελής αδιαφορία».
Ο ίδιος εντοπίζει μια ρίζα των σημερινών προβλημάτων στις μεταρρυθμίσεις Αρσένη του 1998. «Αλλο ήταν το σχολείο μέχρι το 2000 και άλλο είναι έκτοτε που άρχισε η επιβράβευση της ευκολίας. Τα παιδιά άρχισαν να κινούνται ακώλυτα στο εκπαιδευτικό σύστημα, να προάγονται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο. Οι τελευταίοι μετεξεταστέοι ήταν… το 2002. Αντίστοιχα ο Ελληνας εκπαιδευτικός δεν μπαίνει σε διαδικασία κρησάρας – δεν αξιολογείται στοιχειωδώς. Τη στιγμή που κλείνει την πόρτα, δεν ξέρει κανείς τι κάνει. Τα παιδιά το εισπράττουν αυτό».
Οπως λέει, αν το σχολείο εμφανίζει εικόνα εγκατάλειψης είναι γιατί το ίδιο συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, μια κοινωνία που δεν προγραμματίζει τίποτα, δεν ξέρει πού θέλει να πάει, που όλα γίνονται ευκαιριακά. «Ο μύθος των Πανελλαδικών εκπορεύεται από την κοινωνία. Παιδιά που οργανώνουν τη μαθητική τους ζωή από μικρές ηλικίες δεν έχουν πρόβλημα με τις Πανελλαδικές, δεν ξέρω αν θα αριστεύσουν, πάντως θα περάσουν. Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα παιδιά μέχρι την Α΄ Λυκείου δεν ασχολούνται καθόλου. Μπορώ να καταλάβω την αγωνία ενός παιδιού που φτάνει τα 17 και πάει φροντιστήριο για να μάθει να πιάνει στυλό στα χέρια».
Πέρασαν πολλές αράδες για να μας απασχολήσει το θέμα του φροντιστηρίου, κάπως παράδοξο δεδομένης της αξίας που του αποδίδει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κι ας μην έχουν όλα τα παιδιά, όπως καταγράφεται και στο ντοκιμαντέρ, την οικονομική άνεση να παρακολουθήσουν μαθήματα σε φροντιστήριο. «Ολοι δίνουμε περισσότερη βάση στο φροντιστήριο παρά στο σχολείο», λέει ο Αγγελος. «Αν τα πας καλά εκεί, όχι τέλεια, απλώς καλά, στο σχολείο θα τα πας άριστα. Ετσι είναι». Ο Π.Γ., μαθηματικός, που διδάσκει από το ’90 σε φροντιστήρια, τον επιβεβαιώνει. «Το σχολείο είναι πάρεργο και ειδικά η Γ΄ Λυκείου. Το σχολείο τελειώνει στη Β΄ Λυκείου. Μπες σε μια τάξη την άνοιξη και δες αν υπάρχει μέσα μαθητής. Το φροντιστήριο το πληρώνεις άμεσα και το σέβεσαι», λέει στην «Κ».
«Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν, αλλά είναι πολλά τα λεφτά (σ.σ. της παραπαιδείας) και κανείς δεν θέλει να τα αφήσει. Οι σχολές βιολόγων, μαθηματικών κ.λπ. έχουν μετατραπεί σε καθηγητικές σχολές και το κράτος κλείνει το μάτι σε όλους αυτούς που αποφοιτούν λέγοντας ότι ίσως να μη μπορώ να σε διορίσω, αλλά έχω τρόπο να βγάλεις το μεροκάματο. Ποιος είναι αυτός; Οι Πανελλαδικές, με τα ιδιαίτερα και τα φροντιστήρια. Μια κανονική βιομηχανία. Αν κάπου έχω καταλήξει, είναι ότι δεν θέλω το δικό μου το παιδί ποτέ να εμπλακεί με τις Πανελλαδικές. Είναι κρεατομηχανή. Είτε είσαι κακός μαθητής είτε καλός, σε βγάζει κιμά».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου