Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Λογοτεχνία και παιδική κακοποίηση: όρια και δυνατότητες της γραφής (της Σίσσυς Τσιφλίδου)

Κάθε χρόνο και σύμφωνα με τις εμπειρικές μελέτες εκατομμύρια παιδιά πέφτουν θύματα σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Η λογοτεχνία, σαν ένα καθρέφτης της κοινωνίας που ζούμε, δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη σε αυτή την πραγματικότητα. Τα παιδικά βιβλία με θέμα την κακοποίηση ως μια μορφή εξουσίας που ασκείται στο αδύναμο παιδί είτε από τον ενήλικα είτε από άλλους ανήλικους εμφανίζονται στη δυτική παιδική λογοτεχνία στη δεκαετία του ΄80. Η συντηρητική ελληνική αγορά βέβαια μέχρι και πριν από λίγα χρόνια αντιμετώπιζε με σοβαρή επιφύλαξη την έκδοσή τους με αποτέλεσμα να μην βρίσκουμε πολλούς τίτλους στα ράφια των βιβλιοπωλείων, οι περισσότεροι μάλιστα ήταν μεταφρασμένοι, αλλά είναι γεγονός ότι την τελευταία πενταετία έχουμε αρκετά και μάλιστα πολύ καλά βιβλία από Έλληνες και ξένους συγγραφείς.

Η εξέταση της παιδικής βιβλιογραφίας γύρω από το θέμα αυτό, κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες, φαίνεται ότι επιχειρείται κάτω από διαφορετικούς κριτικούς φακούς, ανάλογα με το αν βλέπουμε ένα βιβλίο για παιδιά με γνώμονα τις λογοτεχνικές του ιδιότητες καθώς και τις αισθητικές απαιτήσεις του κοινού του, ως κοινωνικό / πολιτιστικό έγγραφο ικανό να μεταφέρει θετικά μηνύματα για τα μέλη του πολιτισμού που απεικονίζει ή ως εργαλείο διδασκαλίας αναζητώντας την ηθική του διάσταση με τα όποια θετικά αποτελέσματα μπορεί να προκύψουν για ένα παιδί από την ανάγνωσή του, όπως την προαγωγή της ψυχικής ανθεκτικότητας. Τα κριτήρια αυτά λογικά θα (επανα)τεθούν και στο δικό μας νέο εκδοτικό κύμα που αναμένεται να ακολουθήσει το προηγούμενο της πληθώρας ποικίλων κειμενικών ειδών για το 1821. Στο νέο αυτό κύμα, πιθανά και λόγω του ελληνικού Me Too, ίσως οι αφηγήσεις να εστιάσουν περισσότερο από πριν και στη σεξουαλική κακοποίηση. Σε κάθε περίπτωση θα εκμεταλλευτούν το ή ανταποκριθούν στο αίτημα και την αγωνία χιλιάδων γονέων παιδιών σχολικής και προσχολικής ηλικίας που συνοψίζεται στο ερώτημα: υπάρχει ένα βιβλίο κατάλληλο για να διαβάσω στο παιδί μου; Ένας από τους βασικούς προβληματισμούς του ενήλικα ενίοτε συν-αναγνώστη συνοψίζεται στο αν το λογοτεχνικό κείμενο είναι κατάλληλο για την ηλικία στην οποία απευθύνεται, όπως και το ερώτημα αν υπάρχουν κριτήρια της γραφής αυτής της ιδιαίτερης κατηγορίας βιβλίων, τι δηλαδή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει ένα τέτοιο ανάγνωσμα και τι όχι, όπως και όρια στη ρεαλιστική αναπαράσταση.

Τα κριτήρια υπάρχουν και έχουν τεθεί από μελετητές του είδους στο εξωτερικό οι οποίοι δανείζονται για τον σκοπό αυτό πολλά από τα πορίσματα των μελετών των περιστατικών κακοποίησης και της σκιαγράφησης του προφίλ του θύτη και του θύματος από ειδικούς ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και εκπαιδευτικούς. Η λογοτεχνία έρχεται να αξιοποιήσει αυτό το υλικό έτσι ώστε η αναπαράσταση να είναι αληθοφανής, σεβόμενη παράλληλα τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και την αντιληπτική ικανότητα του παιδιού. Δεν είναι τυχαίο που στα πολύ μικρά παιδιά θα δούμε να κατέχουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της ιστορίας είτε ανθρωπόμορφα ζώα, όπως η Ρίνα ο αστερίας στο Όταν η Ρίνα αποφασίζει να μιλήσει της Ελένης Δασκαλάκη είτε άφυλα δημιουργήματα που αποκτούν ζωή μέσω του ανιμισμού, όπως το δάχτυλο στο Η Κίκο και το χέρι, ένα παραμύθι για να μαθαίνουν τα παιδιά τον Κανόνα των Εσωρούχων.

Από τις έρευνες που έχουν γίνει προκύπτει ότι τα περισσότερα περιστατικά κακοποίησης προέρχονται από τους ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος του παιδιού, γεγονός που αναδεικνύει και μια άλλη δυσκολία: δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσεις για μια ιστορία κακοποίησης ενός παιδιού από τον πατέρα του όταν την προηγούμενη μέρα έχεις διαβάσει τον Μπαμπά μου της Soosh ή το ομότιτλο του Άντονυ Μπράουνυ, του Μάκη Τσίτα τον Δικό μου μπαμπά, του Δημήτρη Τσιλινίκου τη Ζωή με τον μπαμπά, το Ευτυχώς, ο μπαμπάς έφερε το γάλα του Νιλ Γκέιμαν και τόσα άλλα με το ανανεωμένο λογοτεχνικά πρότυπο ενός πατέρα που αγκαλιάζει, παίζει, αστειεύεται, δείχνει τις αδυναμίες του και την επόμενη μέρα να εισάγεις την αμφιβολία της πρόθεσης αυτών των εκδηλώσεων. Ίσως για αυτό δεν θα βρούμε παιδικά βιβλία που μιλούν για σεξουαλική κακοποίηση από μέλος της οικογένειας, αφού περιορίζονται στην πρόληψη διδάσκοντας κανόνες και όταν αρχίζουν οι εκτενείς αφηγήσεις, εκεί στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού, το θέμα είναι κυρίως η σωματική και η συναισθηματική κακοποίηση.

Για τους πιο ειδικούς θα τεθούν άλλα κριτήρια αξιολόγησης της λογοτεχνικής αφήγησης, όπως το αν μαθαίνει στα παιδιά τη σημασία της γενικής ασφάλειας (π.χ. το να γνωρίζει στο παιδί ονόματα, διευθύνσεις τους, αριθμούς τηλεφώνου έκτακτης ανάγκης), αν παρέχει ρητές οδηγίες σχετικά με την ιδιοκτησία του σώματος (π.χ. το σώμα μου ανήκει σε εμένα), αν βοηθά τα παιδιά να διακρίνουν το μυστικό που μπορεί να κρατηθεί και εκείνο που πρέπει να ειπωθεί, να λένε «όχι» ή να απορρίπτουν ανεπιθύμητα αγγίγματα. Αν διδάσκει στα παιδιά πώς να αναγνωρίζουν τον ενήλικα που μπορούν να εμπιστευτούν, το γεγονός ότι οι ενήλικες μπορεί και να ενεργούν ανάρμοστα υπογραμμίζοντας ότι η ακατάλληλη συμπεριφορά των ενηλίκων δεν είναι ποτέ λάθος του παιδιού. Αν διδάσκει στα παιδιά ότι τα θύματα μπορεί να είναι οποιαδήποτε ηλικίας, φυλής, ικανότητας ή φύλου, όπως και οι δράστες μπορεί να είναι μεγαλύτερα παιδιά ή ενήλικες οποιασδήποτε ηλικίας, φυλής, ικανότητας ή φύλου, άνθρωποι που τα ίδια γνωρίζουν ή άλλοι. Πάνω από όλα αν τονίζει ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να αισθάνονται ασφαλή (Lampert & Kerryann: 2010). Το γεγονός ότι σχεδόν σε όλα θα βρούμε ένα προλογικό ή επιλογικό σημείωμα της/του συγγραφέα που βέβαια αφορά τον γονιό/εκπαιδευτικό, καθώς και τα σημειώματα από ψυχολόγους που συχνά συνοδεύονται από ενδεικτικές δραστηριότητες που ακολουθούν το τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου, τα τελευταία ειδικά στις μικρότερες ηλικίες, αφορά κυρίως στην παροχή ενός υποστηρικτικού υλικού για γονείς/εκπαιδευτικούς που αυξάνει και την εγκυρότητα του βιβλίου.

Επίσης, στα κείμενα που δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένους τύπους κακοποίησης θα διαπιστώσουμε την εμφάνιση κοινών χαρακτηριστικών που δεν είναι άλλα από τα κοινά σημάδια που φανερώνουν όλα τα παιδιά που υποβάλλονται σε κακοποίηση: το άγχος, η απόσυρση από το κοινωνικό σύνολο, η ανεξήγητη επιθετικότητα, εν γένει οι ανεξήγητες αλλαγές στη συμπεριφορά, η έλλειψη φίλων. Ενδεχομένως διότι επιδιώκεται η ταύτιση ή η ενσυναίσθηση που η επιτυχημένη ύπαρξή τους στο κείμενο θα περάσει με τη σειρά της από το φίλτρο της κριτικής ματιάς. Η τελευταία θα σταθεί επίμονα και σε ένα άλλο θέμα: αυτό της λογοτεχνικής αφήγησης, κατά πόσο δηλαδή οι ιστορίες αυτές έχουν αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνικότητα.

Κειμενικά θα δούμε να αξιοποιούνται τεχνικές κυρίως μιας προσωπικής εξομολόγησης όπως η ημερολογιακή γραφή ή η απεύθυνση στο άψυχο αντικείμενο, σαν την κούκλα, που μεταβάλλεται στον πιο στενό φίλο του παιδιού αλλά και ο εσωτερικός μονόλογος ή σπανιότερα η δευτεροπρόσωπη αφήγηση. Στα μικρά παιδιά σπουδαίο ρόλο θα παίξει η συνέργεια της λιτής αφήγησης και της εικονογράφησης. Το πώς ο,η συγγραφέας θα σκιαγραφήσει τους χαρακτήρες, πώς θα αποδώσει τον κακοποιητικό γονιό του παιδιού που παραμελείται, του παιδιού που κακοποιείται σεξουαλικά, του παιδιού στο οποίο ασκείται σωματική βία, τον γονιό που χρησιμοποιεί το παιδί κυρίως για τη φροντίδα, προσοχή και ικανοποίηση των συναισθηματικών του αναγκών. Αντίστοιχα η αποτύπωση των χαρακτηριστικών θύτη και θύματος εξαρτάται από την ηλικία που απευθύνεται το κείμενο η οποία επηρεάζει και τη δυνατότητα του/της συγγραφέα να αποδώσει σφαιρικά τους χαρακτήρες της ιστορίας.

Παρόλα αυτά και στο πλαίσιο της πρόληψης αν ανατρέξουμε στην υπάρχουσα παραγωγή θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε ήδη βιβλία που πέρα από την κακοποίηση πραγματεύονται θέματα σαν αυτά του φόβου και του σεβασμού του δικαιώματος∙ όλα θα συμβάλλουν στο χτίσιμο μιας υγιούς προσωπικότητας η οποία δεν αφορά μόνο το ίδιο το παιδί που κακοποιείται, θα λέγαμε ότι ενδεχομένως μπορεί αυτά τα βιβλία να μην φτάσουν στα χέρια του ποτέ, θα φτάσουν όμως στα χέρια όλων των άλλων που θα δημιουργήσουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον ενθάρρυνσης, θα αλλάξουν την αντίληψη ότι για αυτά τα πράγματα δεν μιλάμε, διαιωνίζοντας τα «μυστικά και ψέματα» της κοινωνικής μας ζωής με την πεποίθηση ότι καλό είναι να σωπαίνουμε για να μη βάζουμε και τον εαυτό μας σε περιπέτειες αν ανακατευτούμε σε υποθέσεις που δεν μας αφορούν και αυτό είναι το κέρδος της λογοτεχνικής αφήγησης.

Στο Μπλε καταφύγιο η Κρέσλερ θα βάλει ένα παιδί να σπάσει τον κλοιό της σιωπής των ενηλίκων, όπως και η Αντωνίου στο Καλοκαίρι που μεγάλωσα, ενώ στο Βιβλίο όλων των πραγμάτων ο Κέγερ θα αναπαραστήσει μέσα στον κόσμο του παιδιού τον κόσμο των μεγάλων με τις ποικίλες αντιδράσεις των ενηλίκων που δεν αφορούν εκκωφαντικές δηλώσεις αλλά γεμάτες ανθρωπιά κινήσεις που ανακουφίζουν το νεαρό αγόρι. Νύξεις κακοποίησης θα βρούμε μέσα σε διάφορα έργα όπως το Δε με λένε Ρεγγίνα… Άλεχ με λένε του Μάνου Κοντολέων αλλά και ευθείες αναφορές σε πολύ ρεαλιστικές αφηγήσεις όπως αυτές στο Κοσμοδρόμιο της Ελένης Κατσαμά. Την χρονιά αυτή εκδόθηκαν τρία ωραία βιβλία∙ το ένα με τίτλο Σουφλέ σοκολάτας της Αλέκας Τρίπου-Μάνου για παιδιά των τελευταίων τάξεων του δημοτικού και τα άλλα δύο, Η σιωπή της Μελίνας της Άννας Βασιλειάδη και Φωτογραφίες σε μαύρο φόντο της Άντρη Αντωνίου, για μεγαλύτερα παιδιά. Δεν είναι τυχαίο για τα ελληνικά δεδομένα ότι το πρώτο πραγματεύεται το θέμα της σωματικής ενώ τα δεύτερα της σεξουαλικής κακοποίησης.

Αυτά τα βιβλία δεν θα τα πάρει κανείς να τα διαβάσει προσδοκώντας ένα ευτυχισμένο τέλος. Το τραύμα των παιδιών που κακοποιήθηκαν είναι βαθύ και είναι μόνο ο χρόνος που θα τα βοηθήσει σε συνδυασμό με την ψυχολογική υποστήριξη να αποδεχτούν τα γεγονότα και να προχωρήσουν. Τα θύματα κατέχονται κυρίως από το αίσθημα της ντροπής και της απομόνωσης, δεν θέλουν να εξομολογηθούν τι τους συνέβη γιατί φοβούνται τις αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου, γιατί δεν θέλουν να βιώσουν την απόρριψη, να νιώσουν ότι διαφέρουν από τους συνομηλίκους τους. Πολλές φορές τα γεγονότα τα τυλίγει ένας τέτοιος παραλυτικός φόβος, που εδράζεται και σε βαθύτερες ανάγκες του παιδιού, για παράδειγμα η ανάγκη του να έχει δίπλα του έναν πατέρα ή μια μητέρα έστω κακοποιητικούς που, όμως, είναι ο πατέρας και η μητέρα του. Για αυτό και τα βιβλία για τα μικρά παιδιά εστιάζουν στην πράξη και όχι στα πρόσωπα.

Μεγαλώνοντας, όταν η ωριμότητα, η ικανότητα του παιδιού-εφήβου να κρίνει λαμβάνοντας υπόψη και άλλες οπτικές εξελιχθούν, τότε ο συμβολισμός του κειμένου λειτουργεί αλλιώς και θα δούμε πιο ρεαλιστικά κείμενα που είτε αποκαθηλώνουν τα γονεϊκά στερεότυπα με παράδειγμα το εκπληκτικό Λόγια Δηλητήριο της Μάιτε Καράνθα είτε τολμούν με τους εσωτερικούς μονολόγους να απεικονίσουν τον τρόπο που επηρεάζει την ψυχοσύνθεση του παιδιού που μεγαλώνει και διέρχεται την περίοδο της εφηβείας το τραύμα της κακοποίησης, με παράδειγμα την εξαιρετικά δυνατή προσωπική ενίοτε και εξομολογητικού χαρακτήρα αφήγηση στο βιβλίο Φωτογραφίες σε ασπρόμαυρο φόντο της Άντρη Αντωνίου που μόλις κυκλοφόρησε. Έναν εσωτερικό μονόλογο σε αντίθεση με το πολυφωνικό μυθιστόρημα της Καράνθα, γεμάτο ένταση και γρήγορο ρυθμό, που φωτίζει όψεις του μετατραυματικού στρες οι οποίες ακολουθούν το σεξουαλικό τραύμα, σε κάποιες περιπτώσεις δια βίου, όπως ο φόβος, η φρίκη, ο θυμός και η συναισθηματική αποστασιοποίηση. Στα βιβλία για μεγαλύτερα παιδιά ο λόγος είναι καταγγελτικός ειδικά στις αφηγήσεις των παιδιών που ένιωσαν ότι ο άλλος γονιός, πέρα από τις όποιες αδυναμίες του, δεν έθεσε ως προτεραιότητα την ασφάλεια του παιδιού του και εκεί υπάρχει και ένα κενό αγάπης.

Είναι πια καιρός τα βιβλία αυτά να τα βάλουμε στις σχολικές βιβλιοθήκες, να υπάρξουν μέσα στις αναγνωστικές επιλογές μας ή να είναι το προϊόν μιας συζήτησης με το παιδί όχι απαραίτητα από τον γονιό αλλά από τους σημαντικούς του άλλους. Η λογοτεχνία θα κάνει με τον τρόπο της τη δική της παρέμβαση, τη δική της καταγγελία, μπορεί να γίνει το πρώτο βήμα ενθάρρυνσης για να προστατευτεί ένα παιδί, για να λάβει τη στήριξη που χρειάζεται. Γιατί κάθε παιδί και κάθε νέος άνθρωπος αξίζει να είναι ασφαλής.

(*) Η Σίσσυ Τσιφλίδου είναι εκπαιδευτικός, Δρ Παιδικής Λογοτεχνίας και μέλος του Δ.Σ. του Διεπιστημονικού σωματείου Διαβάζοντας Μεγαλώνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου