Της Ελιάνας Χουρμουζιάδου
Ως μαθήτρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη μακρινή δεκαετία του 1970, είχα την τύχη να φοιτώ σε σχολείο που διέθετε βιβλιοθήκη, μια δυσεύρετη πολυτέλεια για την Ελλάδα εκείνης της εποχής, όπως και για τη σημερινή. Η σχέση μου με τη βιβλιοθήκη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της θέμα ενός άλλου κειμένου. Χωρίς τότε να το συνειδητοποιώ απόλυτα, εκεί μέσα αναζήτησα το μέλλον μου. Εκεί απέκτησα επίσης το είδος της γνώσης που εγγράφεται ανεξίτηλα στον σκληρό δίσκο της μνήμης, σε αντίθεση με όσα διδάχτηκα στις σχολικές τάξεις, από τα οποία τα περισσότερα έχουν προ πολλού ξεχαστεί. Με την αποφοίτησή μου όμως από το λύκειο, η επαφή μου με τις βιβλιοθήκες ουσιαστικά τερματίστηκε. Έκτοτε όλα τα βιβλία που διάβασα ήταν αγορασμένα ή, το πολύ, δανεικά από φίλους. Ενώ ήμουν ήδη εξοικειωμένη με το περιβάλλον και τη χρήση, η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης σε μια καλή δανειστική βιβλιοθήκη είχε εκλείψει, και αυτό δεν άλλαξε καθόλου στο πέρασμα του χρόνου. Αναρωτιέμαι μάλιστα αν κανείς στη χώρα αυτή συνηθίζει να καταφεύγει στις βιβλιοθήκες για σκοπό άλλο πέραν της ακαδημαϊκής μελέτης και έρευνας. Αναρωτιέμαι επίσης κατά πόσον αυτό δείχνει, εκτός από την απουσία της σχετικής καλλιέργειας, μια γενικότερη απαξίωση της προσφοράς του κράτους προς τους πολίτες του, κάτι που ελπίζουμε ότι θα διορθώσει η νέα Εθνική Βιβλιοθήκη στο ΚΠΙΣΝ.
Αυτές είναι κάποιες πρώτες σκέψεις που έκανα βλέποντας τη θηριώδη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης στο ντοκιμαντέρ του Φρέντερικ ΟυάιζμανEx libris, που προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, και σύντομα θα διανεμηθεί και στην Αθήνα. Με την εξίσου θηριώδη διάρκεια των 3 ωρών και 17 λεπτών, το ντοκιμαντέρ καλύπτει όλες τις πολυσχιδείς δραστηριότητες της βιβλιοθήκης αυτής, που ιδρύθηκε το 1895 και άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή μέσα στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν εγκαινιάστηκε το κεντρικό της κτίριο στην Πέμπτη Λεωφόρο και ιδρύθηκαν τα πρώτα παραρτήματά της. Αν η διάρκεια του ντοκιμαντέρ είναι μεγάλη, εξίσου εκτεταμένο είναι και το πεδίο των δραστηριοτήτων που εντάσσονται στη λειτουργία της NYPL, όπως είναι το αρκτικόλεξό της. Πέρα από τον δανεισμό ή την επιτόπια μελέτη πνευματικού έργου σε έντυπη ή/και ψηφιακή μορφή, οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν επιπλέον τη φύλαξη συλλογών χειρογράφων και αρχείων, την τήρηση μιας συλλογής εικόνων ταξινομημένων κατά θέμα (π.χ. σκυλιά εν δράσει), συναντήσεις με συγγραφείς και καλλιτέχνες (βλέπουμε μεταξύ άλλων τον Ρίτσαρντ Ντώκινς, τον Έλβις Κοστέλλο και την Πάττι Σμιθ), σεμινάρια και μαθήματα (δωρεάν) για την απόκτηση δεξιοτήτων που η σημερινή εποχή αναγνωρίζει ως αναγκαίες (π.χ. συμπεριφορά κατά τη διάρκεια συνέντευξης για μια θέση εργασίας), λέσχες ανάγνωσης (εξαιρετική η ανταλλαγή απόψεων για τον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας), διαλέξεις και συζητήσεις πάνω σε μια κυριολεκτικά απεριόριστη ποικιλία θεμάτων, εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, μαθήματα αγγλικών για άτομα τα οποία έχουν άλλη μητρική γλώσσα (εν προκειμένω Κινέζους της Τσάιναταουν), εικαστικές εκθέσεις, συναυλίες και προβολές ταινιών, και πολλά άλλα, που συνολικά απαρτίζουν έναν εντυπωσιακό και διόλου αυτονόητο κατάλογο (είναι δυνατόν να διοργανώνονται ακόμη και μαθήματα γυμναστικής για ηλικιωμένους; Και όμως είναι). Ο Ουάιζμαν δεν θέλει να παραλείψει καμία απολύτως πτυχή του έργου που επιτελείται εδώ.Ex Libris: η Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης
Πόσα πολλά μπορεί να κάνει μια βιβλιοθήκη
Εκπλήσσεται κανείς βλέποντας πόσα μπορεί να κάνει μια βιβλιοθήκη. Ο Ουάιζμαν μεταφέρει τον θεατή του από τον σχεδιασμό των δράσεων (συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και διαφόρων επιτροπών) μέσω των υποδομών (χώρους, τεχνολογικό εξοπλισμό και εργαζομένους) στην υλοποίηση και το αποτέλεσμα, παραθέτοντας χαρακτηριστικές σκηνές που εικονογραφούν όλες αυτές τις πτυχές και εναλλάσσουν τα θέματά τους χωρίς ποτέ να δημιουργείται η αίσθηση της επανάληψης. Ήδη η πρώτη σκηνή εισάγει τον θεατή δυναμικά στο σύμπαν της βιβλιοθήκης: η κάμερα καταγράφει μια εκδήλωση στον χώρο υποδοχής του κεντρικού κτιρίου, όπου ο Ρίτσαρντ Ντώκινς εξηγεί μεταξύ άλλων γιατί η επιστήμη είναι η ποίηση της πραγματικότητας. Δεν βλέπουμε ράφια φορτωμένα βιβλία, αλλά πρόσωπα που παρακολουθούν τον ομιλητή, ενώ πίσω τους η περιστρεφόμενη πόρτα της εισόδου γυρίζει κάθε τόσο και στον χώρο διαχέεται ο απόηχος βημάτων και φωνών. Όλα αυτά μας προειδοποιούν ότι η βιβλιοθήκη είναι ένας ζωντανός, και κατ’ επέκταση, εξελισσόμενος οργανισμός.
Βιβλιοθήκες κοινωνικά δίκαιες
Περίπου στο μέσον της ταινίας η Φρανσίν Χούμπεν, Ολλανδή αρχιτέκτων με μεγάλη πείρα στον σχεδιασμό βιβλιοθηκών, συνοψίζει ποια οφείλει να είναι η λειτουργία μιας βιβλιοθήκης στον 21ο αιώνα: όχι όπως πολλοί πιστεύουν μια αποθήκη βιβλίων, αλλά ένας τόπος για ανθρώπους που θέλουν να αποκτήσουν γνώση, κάτι που μπορεί να γίνει μέσω των βιβλίων, αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους, και αυτή η μάθηση μπορεί να συνεχίζεται δια βίου και να αφορά όλες τις γενιές. Μια μάθηση που, όπως δείχνει ο Ουάιζμαν, πέρα από τα ηλικιακά όρια διαρρηγνύει τα εισοδηματικά και τα εθνοτικά στεγανά, δηλαδή απευθύνεται κυριολεκτικά στους πάντες, και έχει ως στόχο να βελτιώσει την καθημερινότητά τους. Και αυτή ακριβώς τη διάσταση προσπαθεί να αναδείξει, κινηματογραφώντας εν εκτάσει όλες τις δράσεις στα παραρτήματα των πιο υποβαθμισμένων περιοχών της Νέας Υόρκης: πολλές σκηνές από συναντήσεις και συζητήσεις παραπέμπουν σε μια πρωτότυπη έννοια ομαδικής ψυχοθεραπείας, μέσα από την ενίσχυση των δεσμών αλληλεγγύης στο επίπεδο της κοινότητας και της γειτονιάς. Όλο το προγενέστερο έργο του Ουάιζμαν εστιάζεται άλλωστε σε αυτά τα δύσπεπτα για πολλούς ζητήματα ομάδων που διαβιούν τρόπον τινά στις παρυφές της κοινωνίας (ιδιαίτερα γλαφυρή είναι η συζήτηση σε ένα από τα συμβούλια της βιβλιοθήκης, όπου τα μέλη προσπαθούν να αποφασίσουν πώς θα διαχειριστούν το θέμα των αστέγων: η βιβλιοθήκη είναι βέβαια ανοιχτή ακόμη και σε αυτούς, αλλά ακριβώς επειδή είναι ανοιχτή σε όλους πρέπει να εξασφαλίζεται η λειτουργικότητα της για κάθε χρήστη, συνεπώς δεν μπορεί να γίνει χώρος για να κοιμάται κανείς! Ή όπως το θέτει ένας από τους συμμετέχοντες στη συνεδρίαση, το πρόβλημα είναι «πώς θα δεχτούμε ταυτόχρονα ανθρώπους που δεν θέλουν να είναι μαζί, και πώς όλο αυτό θα γίνει με σεβασμό»).
Βιβλιοθήκες βαθιά ανθρώπινεςΗ εικόνα που αναδύεται σταδιακά μέσα από τα 197 λεπτά του ντοκιμαντέρ είναι μια βιβλιοθήκη που προσπαθεί να καταλάβει ποιες είναι οι ζωτικές πνευματικές και, γιατί όχι, ψυχολογικές ανάγκες των ανθρώπων που ζουν στη γεωγραφική περιοχή γύρω από αυτήν, και να τις ικανοποιήσει, ιδίως από τη στιγμή που πρόκειται για ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, μειονότητες και ΑΜΕΑ. Κοινωνική ευαισθησία είναι ο όρος που αποτελεί κοινό παρονομαστή όλων αυτών των δραστηριοτήτων. Σε μια σκηνή, για παράδειγμα, παρακολουθούμε μια ηχογράφηση απαγγελίας (Ναμπόκοφ) για την παραγωγή ενός audiobook, που προορίζεται για χρήστες με προβλήματα όρασης. Τον ίδιο, ευρύτατο είναι η αλήθεια, στόχο υπηρετεί η εξειδίκευση των ερευνητικών τμημάτων της βιβλιοθήκης, παραδείγματος χάριν το κέντρο για τη μελέτη της μαύρης κουλτούρας (Schomburg Center for the Study of Black Culture) ή το κέντρο για τις παραστατικές τέχνες στο Lincoln Center. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πρώτος ρόλος μιας βιβλιοθήκης παύει να είναι παιδευτικός. Η NYPL έχει δημιουργηθεί με βάση μια εκπαιδευτική παράδοση αιώνων, με ρίζες ασφαλώς στη γηραιά Ευρώπη, στην οποία έχει ενσωματωθεί η πείρα των πρόσφατων δεκαετιών όσον αφορά τη διαχείριση βιβλιοθηκών στη νεότερη εποχή. Δεν υποκαθιστά το σχολείο και το πανεπιστήμιο, αλλά αναμφισβήτητα τα ενισχύει εκεί όπου υστερούν. Ιδίως οι δραστηριότητες που απευθύνονται σε παιδιά τοποθετούν στο επίκεντρο το δικαίωμα στην εξατομικευμένη μάθηση, αυτό που ο μαθητής στερείται στο σχολείο, στο πρώτο και κρίσιμο στάδιο της εκπαίδευσής του. Ενθάρρυνση της προσωπικής έκφρασης και πρωτοτυπίας χωρίς βαθμολογία και εξετάσεις, έξω από τον στενό κορσέ μιας εκπαίδευσης στο ίδιο καλούπι για όλους: ποιο παιδί θα έλεγε όχι και ποιος ενήλικας θα παρέβλεπε το όφελος;
Η βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης κερδίζει το παιχνίδι χάρη σε τρία βασικά χαρακτηριστικά της. Πρώτον η χρηματοδότησή της βασίζεται εξίσου στο δημόσιο χρήμα (εν προκειμένω από τον Δήμο της Νέας Υόρκης) και σε ιδιωτικές πηγές, χορηγούς και δωρητές. Ο συνδυασμός των δύο έχει καθοριστική σημασία για τις δράσεις που θα προγραμματίσει κάθε χρόνο. Δεύτερον είναι η ύπαρξη παραρτημάτων σε όλη την πόλη της Νέας Υόρκης (92 σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των 4 εξειδικευμένων ερευνητικών κέντρων), γεγονός που σχεδόν δεν χρειάζεται να αναλυθεί περισσότερο, τόσο αυτονόητη είναι η σημασία του (συνοψιζόμενη για εμάς στη λέξη αποκέντρωση, που όταν αποσυνδέεται από την κακοδιαχείριση παύει να προκαλεί αμφιθυμία). Τρίτον, η αναμενόμενη πρωτοκαθεδρία της ψηφιακής τεχνολογίας: όχι μόνο ως ψηφιακού περιεχομένου προς δανεισμό, αλλά και ως ηλεκτρονικού εξοπλισμού, η χρήση του οποίου παρέχεται στους χώρους της βιβλιοθήκης αλλά και έξω από αυτούς (έκπληξη η συζήτηση του συμβουλίου για την παροχή –από τη βιβλιοθήκη– ευρυζωνικής σύνδεσης σε νοικοκυριά που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να την αποκτήσουν). Άλλωστε είναι ήδη σαφές ότι τα ψηφιακά μέσα και οι αντίστοιχες χρήσεις κερδίζουν έδαφος με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μέσα στο 2015, «η κυκλοφορία ηλεκτρονικών βιβλίων αυξήθηκε κατά 300%», δηλώνει ένα μέλος συμβουλίου της βιβλιοθήκης σε μια συζήτηση σχετικά με τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να οριστεί η πολιτική του ιδρύματος και να προετοιμαστεί το κατάλληλο νομικό και οικονομικό πλαίσιο δεδομένης αυτής της αύξησης.
Το ντοκιμαντέρ του Ουάιζμαν συγκινεί δείχνοντας πόσο βαθιά ανθρώπινος μπορεί να είναι ο θεσμός μιας δημόσιας βιβλιοθήκης, πόσο ευέλικτος και ανοιχτός, όταν απευθύνεται σε μια ραγδαία μεταβαλλόμενη και αεικίνητη κοινωνία, όπως τείνουν να γίνουν οι δυτικές, τουλάχιστον, κοινωνίες. Μια ένσταση που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι ότι η οπτική γωνία της ταινίας παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην πλευρά της βιβλιοθήκης, της διοίκησης, των εργαζομένων και των δραστηριοτήτων της, χωρίς να τονίζεται αντίστοιχα η μαρτυρία του χρήστη, η απτή απόδειξη της χρησιμότητας ενός τέτοιου πλαισίου. Ενδεχομένως όμως η διείσδυση και ο αντίκτυπος αυτού του πλήθους των δράσεων συνάγονται από την κοινή λογική: οι δράσεις θα σταματούσαν αν δεν είχαν την αναμενόμενη ανταπόκριση και αποδοχή, οι χρηματοδότες θα μετέφεραν αλλού τους πόρους που διαθέτουν (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε ένα προπύργιο του πιο σκληρού καπιταλισμού). Ίσως ακόμα να θεωρείται υπεραρκετή η συζήτηση στο παράρτημα του Χάρλεμ, όπου ένας άντρας περιγράφει την επίδραση που είχε στη ζωή του η επαφή με τη βιβλιοθήκη: ήταν ανειδίκευτος, άνεργος, δεν υπήρχαν χρήματα για να φοιτήσει, όπως ήθελε, σε σχολή κινηματογράφου, κι επιπλέον έπρεπε να φροντίζει τα παιδιά του. Όλα τα σχετικά με τη δουλειά του τα έμαθε μέσα και χάρη στη βιβλιοθήκη. Μια άλλη πιθανή ένσταση είναι ότι λείπει η γλώσσα των αριθμών: δεν δηλώνεται η έκταση της βιβλιοθήκης και χρειάζεται να ανατρέξει κανείς αλλού (δηλαδή στον διαδικτυακό παντογνώστη) για να πληροφορηθεί, παραδείγματος χάριν, πόσα είναι σήμερα τα παραρτήματά της. Πόσοι τόμοι, πόσοι εργαζόμενοι, πόσοι επισκέπτες/χρήστες τον χρόνο: αυτό, σε πληροφοριακό επίπεδο, δεν είναι στείρα αριθμολαγνεία. Και πάλι όμως, είναι αυτός ο στόχος του Ουάιζμαν; Η γλώσσα των αριθμών του είναι μάλλον ξένη, ενώ στο κέντρο του προβληματισμού του παραμένει σταθερά ο άνθρωπος και οι πτυχές της ανθρώπινης ζωής που δεν υποτάσσονται σε κατηγορίες και αριθμούς. Ίσως για τον ίδιο λόγο δεν παραθέτει τα ονόματα των ομιλητών. Η επιλογή των προσώπων που εμφανίζονται έχει γίνει με κριτήριο τη συνεισφορά καθενός εξ αυτών στην υλοποίηση του οράματος της βιβλιοθήκης, και από την άποψη αυτή συνιστούν μια συλλογική οντότητα.
Χρειαζόμαστε άραγε αυτό το μοντέλο βιβλιοθήκης με δεδομένη όλη την πολιτιστική δραστηριότητα που εκπορεύεται από ιδιωτικούς φορείς; Ενισχύεται η πνευματική ζωή μιας χώρας με παρουσιάσεις ή απαγγελίες συγγραφέων, λόγου χάρη, με προβολές, συναυλίες και σεμινάρια, απλώς επειδή πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα ενός επίσημου θεσμού όπως μια εθνική βιβλιοθήκη; Σίγουρα όλες οι δράσεις αυτού του είδους στοχεύουν στη γενικότερη καλλιέργεια του πληθυσμού και υπό αυτή την έννοια καμία δεν μπορεί να θεωρηθεί περιττή, πολύ περισσότερο όταν είναι συστηματική, δωρεάν και σε προσιτή ακτίνα. Επιπλέον όμως αυτό που αναμφίβολα ενισχύεται είναι το αίσθημα κοινότητας μεταξύ μελών της κοινωνίας και επίσημων θεσμών, αλλά και η εμπιστοσύνη των πρώτων προς τους φορείς που φέρουν στην επωνυμία τους τον χαρακτηρισμό του «εθνικού». Μια σχέση ανταποδοτικότητας με έγκυρη σφραγίδα, ένα επίδομα αισιοδοξίας που πολλοί έχουν ανάγκη ως αντίβαρο των κοινωνικών ανισοτήτων. Ένας θεσμός στον οποίο τα προϊόντα του πνεύματος συγκλίνουν χωρίς να ελέγχονται και να κατευθύνονται από αυτόν, για να διοχετευθούν ξανά σε ολοένα περισσότερους αποδέκτες, δίχως εκπτώσεις και διακρίσεις: αυτό είναι ένα μείζον ζητούμενο στη σημερινή εποχή, όπου η γνώση μοιάζει να επιφυλάσσεται όλο και πιο συχνά πλέον σε όσους έχουν τα οικονομικά μέσα για να την αποκτήσουν.
ΚΠΙΣΝ: Το στοίχημα της νέας Εθνικής Βιβλιοθήκης
Βλέποντάς τα όλα αυτά υπό τη σκιά των πρόσφατων εγκαινίων του ΚΠΙΣΝ, αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό μπορούν να χρησιμεύσουν ως παράδειγμα. Σε μια χώρα με τόσο φτωχή βιβλιοφιλική παράδοση και ασθενή κοινωνική συνείδηση μπορεί άραγε να πετύχει ένας τέτοιος θεσμός, αν υποθέσουμε ότι γινόταν μια απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση; Ακόμα και οι λέσχες ανάγνωσης, που ξεκίνησαν με τόσο ενθουσιασμό στη χώρα μας, εν συνεχεία μαράθηκαν. Αλλά πιθανότατα η παράδοση είναι φτωχή και η συνείδηση ασθενής επειδή ακριβώς ποτέ μέχρι τώρα δεν έγινε προσπάθεια να εδραιωθεί ένας θεσμός τόσο πολυσχιδής, ευέλικτος, και εντέλει –ελπίζουμε– αποτελεσματικός. Επειδή μείναμε, εν ολίγοις, στη βιβλιοθήκη-αποθήκη βιβλίων. Αν η (επαρκής και όχι εκ των ενόντων) προσφορά είχε προηγηθεί της ζήτησης, ίσως τα πράγματα να ήταν σήμερα πολύ διαφορετικά.
* Η ΕΛΙΑΝΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Πηγή: bookpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου