Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Απόψεις: Ελένη Σβορώνου "Σκληρό καρύδι"

Μια μικρή ιστορία για παιδιά, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα από το κέντρο της Αθήνας.

-Κι εσένα πως σε λένε, μικρή μας;

-Καλά, ξανά θα τα λέμε; Τα έχω πει εκατό φορές. Πάμε πάλι. Με λένε Aisyah και είμαι Παναθηναϊκάρα. Ο Αlauddin, ο αδερφός μου, είναι βάζελος. Όχι, κάτσε. Τα μπέρδεψα.
Εγώ είμαι βάζελος και εκείνος γάβρος . Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω δασκάλα γυμναστικής. Σαν την κυρία Περσεφόνη. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κακιά. Βγήκαμε στην αυλή και μας είπε να μπούμε σε κύκλο. Με κοιτάει. Κοιτάζει τα παπούτσια μου δηλαδή. Γυρίζουν όλα τα παιδιά και καρφώνονται στα παπούτσια μου. Κι αρχίζουν να γελάνε. Κι εγώ να κλαίω. Και δεν είμαι κανένα κλαψιάρικο εγώ. Ο Alauddin ναι, είναι λίγο χέστης. Γιατί στραβομουτσουνιάζετε; Από τα Εκτάκια το έμαθα. Ξέρω κι άλλα τέτοια: μαλάκας, σκατά…καλά καλά δε συνεχίζω. Λοιπόν τα παπούτσια μου ήταν τα καλά μου τα πέδιλα. Που μου τα είχε πάρει δώρο η γιαγιά μου. Είναι πάρα πολύ ωραία, άσπρα με λουράκια και μια μικρή μαργαρί τα. Η αγκράφα γυαλίζει. Το κουτί τους το έχω ακόμη. Το πήρα μαζί. Έβαλα μέσα και φωτογραφίες της γιαγιάς. Και ένα φυλαχτό που μου χάρισε. Οπότε καταλαβαίνετε, όταν όλοι χαχάνιζαν ήταν σα να κορόϊδευαν τη γιαγιά μου και μου ήρθε να τους βαρέσω όλους και πρώτα από όλα την κυρία Περσεφόνη.

Γιατί εγώ δεν είμαι κανένα κλαψιάρικο. Έκλεισα τα 9 εδώ και έξι μήνες άρα είμαι 9,5. Αλλά όλοι λένε ότι είμαι πολύ ώριμη και έξυπνη για την ηλικία μου. Κι είναι αλήθεια αυτό γιατί ο Alauddin ας πούμε είναι 10 και ακόμη δεν έχει μάθει πολλαπλασιασμό. Που λέτε, ενώ δεν είμαι κλαψιάρα εκείνη τη στιγμή, που όλοι γέλασαν με τα πέδιλά μου, έβαλα κάτι κλάματα. Τότε η κυρία Περσεφόνη χτύπησε το τυμπανάκι της και μας είπε να τρέξουμε κι εγώ ρούφηξα τις μύξες μου κι άρχισα να τρέχω και ξεχάστηκα. Τα τακουνάκια μου έκαναν κλακ κλακ στο τσιμέντο και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Εκείνο το βράδυ προσευχήθηκα στο Θεό να μου χαρίσει ένα ζευγάρι αθλητικά. Η γιαγιά μου λέει ότι αν προσευχηθείς σοβαρά, αν κρατάς τη νηστεία στο Ραμαζάνι και δεν κάνεις ζαβολιές κι αν δε σκέφτεσαι άλλα αντ άλλων όταν προσεύχεσαι, τότε ο Θεός μπορεί και να σ’ ακούσει.

Το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι να μη σκέφτεσαι άλλα αντ’άλλων όταν προσεύχεσαι. Αφού μου έρχονται άσχετα στο μυαλό όπως: τα χέρια του φορτηγατζή που γύριζαν το τεράστιο τιμόνι, το πέρα δώθε που αισθανόμουν τόσες μέρες στην καρότσα, σα να μας είχαν βάλει σε μίξερ, το γέλιο της γιαγιάς, ο εμετός που έκανα στον διπλανό κύριο και η κατσάδα που έφαγα από τη μαμά, λες και άμα σου ρθει εμετός μπορείς να τον κρατήσεις, η αηδία που μου ήρθε όταν δοκίμασα εδώ μια άσπρη σάλτσα που τη λένε τζατζίκι, το βραχιόλι της κυρίας Περσεφόνης, το χαμόγελο της κυρίας Περσεφόνης, το μπλουζάκι της που της πάει πολύ, τα μπαμ μπουμ από τις βόμβες, η γομολάστιχα της Μαρίας που είναι σούπερ, έχει σχήμα φράουλας, ο καπνός και οι φωνές στους δρόμους της Καμπούλ, η τσάντα της Άννας που έχει τη Μπάρμπι πάνω, τα μάτια του Γιουνούς, που έμενε δυο σπίτια παρακάτω, που το ένα έχει μια μαύρη βουλίτσα στο ασπράδι, κι όλοι στη γειτονιά τον κοροϊδεύαν αλλά όταν σκοτώθηκε ο μπαμπάς του έβγαλαν τον σκασμό. Το κλάμα και τα μοιρολόγια. Πάντα κάποιος έκλαιγε ή τραγουδούσε ένα νεκρό μέσα στη νύχτα. Μπορεί να έκλαιγαν και το πρωί αλλά εγώ το βράδυ τα άκουγα. Η Ζαχράν, η κούκλα μου που ανοιγοκλείνει τα μάτια της. Όλα αυτά μου έρχονται στο μυαλό και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στον Θεό. Ούτε κι όταν έρχεται η πιο σπουδαία ώρα, που τον παρακαλώ να έρθει μια μέρα ο μπαμπάς. Θα πρέπει να είναι πολύ θυμωμένος με την αφηρημάδα μου. Ο Θεός όχι ο μπαμπάς.

Εντάξει δεν τα ζητάω όλα μαζί χύμα και τσουβαλάτα από τον Θεό. Μετά τα προκαταρκτικά (Allahu Akba, Subhana rabbiyal adheem κλπ.) Του υπενθυίζω πάντα τη Μεγάλη Χάρη. Ξέρει Εκείνος. Είναι αυτή για τον μπαμπά. Μετά λέω τις μικρές χάρες και στο τέλος πάλι θυμίζω τη Μεγάλη Χάρη. Καμιά φορά αρχίζουμε τα παζάρια. Του λέω ότι θυσιάζω όλες τις μικρές χάρες για χάρη της Μεγάλης Χάρης. Εκείνος με μαλώνει και μου λέει ότι αν συνεχίσω να σκέφτομαι αρλούμπες στην προσευχή δε θα μου κάνει καμία χάρη και τότε με πιάνει ένα κακό και γονατίζω ώσπου να φτάσει η μύτη μου στο πάτωμα, να έτσι, γιατί αν πάθει τίποτα ο μπαμπάς θα φταίω εγώ. Αλλά φταίει και ο Αllauddin που τελειώνει πρώτος την προσευχή κι έρχεται και μου κάνει γκριμάτσες για να γελάσω. Τέλος πάντων φαίνεται ότι αυτή τη φορά ο Θεός αποφάσισε να μου κάνει τη χάρη με τα αθλητικά.

Την επόμενη φορά που είχαμε γυμναστική η κυρία Περσεφόνη με φώναξε παράμερακαι μου έδωσε ένα ζευγάρι αθλητικά να φορέσω. Ακριβώς στο νούμερό μου. Άσπρα με μια ροζ και γκρι ταινία. Τα άλλα παιδιά έπαιζαν μπάλα και δεν το είδαν. Νομίζω ότι η κυρία Περσεφόνη είναι πολύ έξυπνη γιατί το έκανε επίτηδες έτσι. Γι αυτό θέλω να γίνω σαν εκείνη όταν μεγαλώσω. Στην προσευχή μου ευχαρίστησα τον Θεό για τα αθλητικά αλλά του είπα ότι δεν ξοφλήσαμε έτσι. Γιατί μένει ακόμη το άλλο που πρέπει να μου κάνει.

Το βράδυ πριν κοιμηθώ πάντα σκέφτομαι τις φίλες μου που έχασαν τον μπαμπά τους. Τη Badria και τη Delaram. Κι ύστερα βλέπω εκείνο το όνειρο…

Ξέρω ότι δε θα σας αλλάξω τη γνώμη γιατί εσείς φοράτε στολή κι η μαμά μου απλώς μια μαντίλα κι εγώ είμαι μικρή. Αλλά ο μπαμπάς μου μου είπε ότι αν πάω σχολείο και μορφωθώ όλα μπορώ να τα πετύχω. Και πηγαίνω σχολείο εδώ και έξι μήνες και στην αρχή ήμουν πάτος και τώρα δεν είμαι και κάνω και μαθήματα ελληνικών στον Σύλλογο κάνω και είμαι πολύ καλύτερη από τον Μοχάμεντ που είναι ήδη δυο χρόνια εδώ και μιλάει μόνο παστού και δέκα λέξεις ελληνικά. Πάω σχολείο λοιπόν και άρα είμαι μορφωμένη. Και μπορεί και να τα καταφέρω με σας.

Είναι δύσκολο να διαβάζω στο σπίτι. Είμαστε έξι και μοιράζομαι το δωμάτιο με τα ξαδέρφια μου και η μαμά κοιμάται στο σαλόνι γιατί στην κρεβατοκάμαρα κοιμούνται οι θείοι μου και όλη την ώρα έχει φασαρία. Αλλά για να γίνεις δασκάλα γυμναστικής μάλλον δε χρειάζεται πάρα πολυ διάβασμα, έτσι δεν είναι; Βγαίνω το απόγευμα στην πλατεία να παίξω και να τρέξω για να αρχίσω να είμαι αθλήτρια. Έχει μια παιδική χαρά με σπασμένες κούνιες. Είναι πολύ ωραία. Είναι καλύτερα δηλαδή. Δεν ξέρω. Ίσως.

Μια μέρα, εκεί που έπαιζα μπάλα με την Delbar, βλέπουμε έναν με μαλλιά. Αδύνατος με μακριά μαλλιά και λίγο βρώμικος. Προχωράει και κάθεται στο γύρω γύρω. Βγάζει μια σύριγγα και ανεβάζει την μπλούζα του. Πατάμε ένα τρέξιμο με την Delbar. Φοβηθήκαμε πάρα πολύ. Παράξενο. Γιατί δεν είναι πιο φοβιστικό από τις εκρήξεις και τις βόμβες και τους πεθαμένους παντού. Αλλά αυτός με κοίταξε στα μάτια. Κι αυτό ήταν πολύ μα πολύ διαφορετικό. Σα να ήταν ζωντανός πεθαμένος και να ήθελε να με πάρει μαζί του. Όπως στον εφιάλτη. Γιατί δε σας το ‘πα. Βλέπω τον ίδιο εφιάλτη. Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν το ίδιο όνειρο, μου το είπε ο μπαμπάς. Το δικό μου είναι εφιάλτης. Είναι ο άντρας της καλύτερης φίλης της μαμάς μου, ο Shaun, σε ένα χωράφι και πεθαίνει. Και το χωράφι γεμίζει από Shaun μισοπεθαμένους που με τραβάνε να με πάρουν μαζί τους. Αλλά δε με κοιτάνε στα μάτια. Αυτός, της πλατείας, με κοίταξε στα μάτια και ήταν ίσως λίγο πιο τρομακτικός και δεν ξέρω αν θα τον δω στον εφιάλτη μου, ελπίζω όχι.

Αλλά δε σας τα λέω αυτά για να με λυπηθείτε. Είμαι σκληρό καρύδι, είπαμε. Ξέρω πολλά αστεία και τα λέω στη Ζαχράν και γελάμε και μου φεύγει ο φόβος. Άντε πάλι. Ποια είναι η Ζαχράν. Είπαμε η κούκλα μου. Όχι δεν παίζω με κούκλες ακόμη, η Ζαχράν είναι η πιο καλή μου φίλη γιατί ήταν εκεί είναι κι εδώ και θα είναι πάντα μαζί μου ό,τι κι αν γίνει, ακόμη κι αν δε σας αλλάξω γνώμη και μας στείλετε πίσω.

Ο μπαμπάς μου λέει να σπουδάσω δικηγόρος γιατί είμαι πολύ καλή στο μπλα μπλα. Γι αυτό δε με σταματάτε εύκολα. Θέλω να σας πω ότι έκανα και μια φίλη Ελληνίδα στο σχολείο, τη Γιάννα. Παίζουμε λάστιχο μαζί. Η Γιάννα έχει καλύτερη φίλη τη Μάνια. Από την πρώτη Δημοτικού. Και μένουν κοντά κι οι μαμάδες τους κάνουν παρέα. Που να χωθείς εκεί μέσα, καταλαβαίνετε…Πιο πολύ κάνω παρέα με την Ηidi που είναι κι αυτή από το Αφγανιστάν αλλά όχι από τη Καμπούλ. Αλλά αν με ρωτάτε στ’ αλήθεια, προτιμάω όταν παίζουμε όλοι μαζί. Σπάνια δηλαδή. Πολύ σπάνια.

Α, κάτι πολύ σημαντικό. Ανεβάζουμε τη Φρουτοπία του Τριβιζά στο σχολείο και θα παίξω το Κολοκυθάκι. Το φαντάζεστε; Και θα έρθει και η μαμά και οι θείοι όλοι και τα ξαδέρφια να με δούνε και σας καλώ κι εσάς, δεν είναι μακριά το σχολείο μου, είναι κοντά στον ηλεκτρικό, λέει. Αλλά τι λέω, εσείς έχετε αυτοκινητάρες.

Μια μέρα θα οδηγήσω κι εγώ αυτοκίνητο. Τώρα οδηγώ ποδήλατο στη γειτονιά και είναι σούπερ. Στην Καμπούλ δε μας αφήνουν να κάνουμε ποδήλατο, τις γυναίκες. Παντού με τα πόδια πάμε. Να ένας λόγος ακόμη…
Βλέπω και ένα πολύ ωραίο όνειρο. Το μαντέψατε βέβαια. Ότι ήρθε ο μπαμπάς και με ανεβοκατεβάζει στον αέρα, με κάνει αεροπλανάκι, και μουρμουρίζει «μεγάλωσες, βάρυνες, θα μου πέσει η μέση, δεν είσαι για τέτοια πια» κι εγώ να του λέω «κι άλλο, κι άλλο δε μεγάλωσα».

Αλλά για να λέμε την αλήθεια μάλλον μεγάλωσα. Η γιαγιά λέει ότι η παιδική ηλικία σταματά όταν ερωτευτείς για πρώτη φορά. Εγώ δε συζητούσα ποτέ για αγόρια, όπως η Μάνια. Ούτε είχα πολλά μαζί τους. Ούτε είναι και σωστό αυτό να έχουν πολλά πολλά τα κορίτσια με τα αγόρια. Μόνο τον Γιούνους συμπαθούσα και του μιλούσα. Σα μικρό αδερφό μου τον είχα. Εδώ και μια εβδομάδα όμως, αφήστε τα, μου αρέσει ένα αγόρι της Τρίτης δημοτικού, ο Ντίνος, και φυσικά δεν του έχω μιλήσει ποτέ αλλά τον είδα σε ένα καλό όνειρο, ότι μου μίλησε.

Οπότε, κύριοι αστυνόμοι, πείτε μου: Θα μας στείλετε πίσω επειδή δεν είναι εντάξει τα χαρτιά μας; Κοιτάξτε τη μαμά μου. Έχει μαραζώσει, δεν μπορεί να μιλήσει από τη λύπη της, εγώ μιλάω γιατί είμαι σκληρό καρύδι. Σας είπα για τον εφιάλτη μου. Το καλύτερό μου όνειρο δε σας το είπα, το βλέπω στο ξύπνιο μου: Είμαι μεγάλη, όμορφη, εργάζομαι ως δασκάλα γυμναστικής σε ένα σχολείο με πολλά παιδιά από όλον τον κόσμο, τους χαρίζω αθλητικά παπούτσια, παιχνίδια, βιβλία, ποδήλατα, Μπάρμπι, γομολάστιχες σε σχήμα φράουλες, χίλια δυο ωραία πράγματα. Έχω τέσσερα δικά μου παιδιά, ο άντρας μου είναι ο Ντίνος και η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου έρχονται κάθε μέρα στο σπίτι μας να δούνε τα εγγόνια τους. Η μαμά μου είναι τόσο γλυκιά γιαγιά όσο και η γιαγιά μου. Και είναι γερή και δυνατή γιαγιά και δεν πεθαίνει, γιατί άμα πεθάνει δε θα έχουμε πού να τη θάψουμε γιατί δεν έχει, λέει, εδώ νεκροταφεία για μας. Οπότε καλύτερα έτσι, μπορεί να σκεφτεί ο Θεός να μας αφήσει απέθαντους. Άλλωστε το όνομά μου, Aisyah, σημαίνει Ζωή. Όχι, μη με λέτε Ζωή, Aisyah να με λέτε. Κι ας δυσκολεύεστε. Είναι το όνομα της γιαγιάς μου.

Λοιπόν; Θα κάνετε λίγο υπομονή ώσπου να βγάλουμε τα χαρτιά; Πείτε μου που τι πρέπει να κάνω να πάω να τα πάρω εγώ. Έχω υποσχεθεί στον μπαμπά μου να μορφωθώ, κύριοι αστυνόμοι…Τις υποσχέσεις πρέπει να τις κρατάμε. Μη μας διώξετε. Και που ξέρετε. Μεθαύριο μπορεί να έχω μαθητές τα εγγόνια σας κι αν μου έρθουν στο μάθημα με πέδιλα, δε θα τα μαλώσω. Σας το ορκίζομαι.

Η Ελένη Σβορώνου είναι υπεύθυνη περιβαλλοντικής εκπαίδευσης της WWF Ελλάς και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας

Πηγή: UNHCR

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου