Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Ζαν Πορσερό: «Να σας πω μια ιστορία;»

Το παραμύθι που μας έχει κληροδοτηθεί από πάππου προς πάππο μπορέι να ξεχάστηκε, αλλά ευτυχώς δεν χάθηκε...
Συνέντευξη στην Όλγα Τσαντήλα

Πολλοί από τους σημερινούς τριαντάρηδες ίσως να θυμούνται τη γιαγιά τους να κάθεται δίπλα στο τζάκι ή την ξυλόσομπα και, πλέκοντας σεμεδάκια με το τσιγκελάκι, να τους λέει παραμύθια για το κουκί και το ρυβύθι, τον Κοντορεβυθούλη, τη Γενοβέφα... Συχνά, στη μέση της ιστορίας ερχόταν ο ύπνος, ο βαθύς και γλυκός. Και την επόμενη νύχτα η γιαγιά ξαναέπιανε το σεμεδάκι και την ιστορία, την ίδια ή μια καινούρια. Κι αυτή η ιστορία, που ξεκινούσε πάντα με το «Μια φορά κι έναν καιρό», συνεχιζόταν...

Τη γιαγιά ή τον παραμυθά παππού τον θυμόμαστε ακόμη με τρυφερότητα και νοσταλγία. Θυμόμαστε τις λέξεις, τις παύσεις τους, τον ήπιο, αλλά ζωντανό τρόπο της αφήγησης. Δεν κρατούσαν κανένα βιβλίο μπροστά τους. Δεν διάβαζαν ιστορίες, αλλά μας τις έλεγαν.
Η τέχνη της αφήγησης και του προφορικού λόγου, που κανείς δεν έχει διδαχθεί, με τα χρόνια ξεχάστηκε. Μαζί ξεχάστηκαν και τα παραδοσιακά παραμύθια. Ποιος θυμάται τη Γενοβέφα; Και πώς ακριβώς είναι η ιστορία του Αυγερινού και της Πούλιας; Εγώ προσωπικά δεν θυμάμαι... Όπως και οι περισσότεροι.

Κάποια στιγμή, κάποιοι άνθρωποι αισθάνθηκαν την ανάγκη να βρουν την άκρη του νήματος. Να ξανακούσουν τα παραμύθια του τόπου τους και να τα αφηγηθούν ξανά, ώστε να συνεχιστεί η ιστορία της παραδοσιακής προφορικής λογοτεχνίας και των λαϊκών παραμυθάδων. Ένας από αυτούς είναι ο Γάλλος Ζαν Πορσερό, που εδώ και 25 χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με την αφήγηση των παραδοσιακών παραμυθιών.

Γεννημένος αφηγητής
Η συνάντησή μας έγινε στη Θεσσαλονίκη, στον χώρο των καλλιτεχνικών εργαστηρίων «Action Art» της Ροδιάς Δημητρέση. Η ζωγράφος και εκπαιδευτικός γνώρισε τον γάλλο αφηγητή στη Γαλλία και είχε παρακολουθήσει τα σεμινάριά του. Επιστρέφοντας, θέλησε να μεταφέρει την εμπειρία της αφήγησης παραμυθιών στη χώρα μας και το 2000 οργάνωσε για πρώτη φορά εβδομάδα παραμυθιού στην Ελλάδα.

Το πρώτο που λέει είναι πόσο αγαπάει την Ελλάδα και τους μύθους της, που πάντα αφηγείται, πόσο σέβεται τον ελληνικό πολιτισμό- «τη βάση της δικιάς μου κουλτούρας». Κι αυτό δεν είναι παραμύθι. Το εννοεί. Μας μιλά για την αγαπημένη του Μήδεια, που συμβολίζει την προδομένη και εγκαταλειμμένη γυναίκα, και την Αντιγόνη, σύμβολο αγώνα ενάντια στο αυταρχικό σύστημα. «Γι’αυτό η ελληνική τραγωδία ‘μιλάει’ στις καρδιές όλων των ανθρώπων» συμπληρώνει.

Στο Σεντ Ετιέν, ο κ. Πορσερό δημιούργησε εργαστήριο αφήγησης που λειτουργεί μέχρι και σήμερα, όπου παιδιά, έφηβοι και ενήλικες διδάσκονται την τέχνη της προφορικής διήγησης. «Δημιουργήσαμε, επίσης, το ‘Ατελιέ της Δευτέρας’, όπου άνθρωποι αφηγούνται και ανταλλάσουν ιστορίες και συζητούν τα παραμύθια. Και, από το 1999, καθιερώσαμε τη ‘Βραδιά Αφήγησης’, με αφηγητές να διηγούνται ιστορίες στην ύπαιθρο της γαλλικής πόλης. Μάλιστα η βραδιά πρόκειται να εξελιχθεί σε ‘Μπιενάλε Αφήγησης’, με διάρκεια μίας εβδομάδας». Η προφορική αφήγηση, υποστηρίζει, είναι ένας τρόπος να ξαναβρούμε τις ρίζες μας: «Τα παραδοσιακά παραμύθια λέγονταν και αναπαράγονταναν στο πλαίσιο της παραδοσιακής οικογένειας. Από τη στιγμή που η οικογένεια έγινε πυρηνική, χάσαμε αυτήν την πολίτιμη εμπειρία. Οι νεοαφηγητές, λοιπόν, την επαναφέρουν, αφηγούμενοι στη ουσία την παράδοση. Ευτυχώς, τα παραμύθια έχουν καταγραφεί. Για να δώσεις, όμως, ζωή στο παραμύθι χρειάζεται να το πεις προφορικά. Η επιστήμονας Κατρίν Ζαρκάτ λέει ότι ‘το παραμύθι δεν υπάρχει παρά μόνον από δεύτερο στόμα’. Κι εδώ είναι το ζήτημα. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές για να πάρουμε το παραμύθι από το βιβλίο και να το κάνουμε προφορικό λόγο. Το θέμα είναι πώς αποδίδεις το γραπτό κείμενο, πώς αποδίδεις την προφορικότητα και πώς την ξανα-ανακαλύπτεις. Στο παρελθόν αυτό δεν συνέβαινε, γιατί γινόταν πολύ φυσικά. Τώρα, οι νεοαφηγητές πρέπει να ξαναβρούν τη φυσικότητα».

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παραμύθι
Ο αφηγητής, υποστηρίζει ο κ. Πορσερό, πρέπει να ταυτιστεί με την ιστορία και να τον αγγίξουν τα νοήματά της. «Όταν αφηγούμαι ένα παραμύθι, είναι σαν να σου λέω μια δική μου ιστορία, η οποία όμως πρέπει να αγγίξει και δικά σου κομμάτια. Τότε συμμετέχεις, τότε συμπάσχεις με μένα κι εγώ με σένα. Και θυμάμαι κάποιον που μου είπε: ‘ακούγοντας την ιστορία σας, με βοήθησε πολύ’. Καθώς λέμε, λοιπόν, την ιστορία, ονοματίζουμε τον αφηγητή που μας την έμαθε. Αυτό δείχνει τη ρίζα, την προέλευση του παραμυθιού. Ποτέ δεν αφηγούμστε κάτι θεωρώντας το δικό μας. Εξάλλου, τα παραδοσιακά παραμύθια, με τα οποία ασχολούμαι, δεν είναι προσωπικές ιστορίες, αλλά εκφράζουν το συλλογικό ασυνείδητο, κάτι που καταδεικνύεται από το γεγονός ότι σε όλον τον κόσμο απαντώνται παραλλαγές των ίδιων παραμυθιών. Τα παραδοσιακά παραμύθια χτίστηκαν στη διαδρομή της εξέλιξης των ανθρώπων και των κοινωνιών και έιναι γνωστό πως μέσω αυτών γινόταν η μύηση στη ζωή. Δεν είναι διδακτικά, αλλά παιδαγωγικά. Προσφέρουν τη γνώση της ζωής. Γι’ αυτό συχνά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το παραμύθι με τη λογική.

«Η Χιονάτη, που οι περισσότεροι γνωρίζουμε μέσα από την εκδοχή των αδερφών Γκριμ, έχει 800 παραλλαγές. Εγώ προτιμώ την ιστορία της Χιονάτης όπως τη λένε στη Βόρεια Σκοτία, αλλά και όπως την απέδωσε ο συγγραφέας Ίταλο Καλβίνο. Ο κάθε αφηγητής μπορεί να βρει και να επιλέξει την παραλλαγή που του αρέσει και του ταιριάζει...».

Στα περισσότερα παραμύθια συναντούμε, επίσης, κοινά μοτίβα, παρόμοιες συμπεριφορές, ίδια συναισθήματα και πράξεις αξίας ή απαξίας. Η θυσία, η γενναιοδωρία, η ντροπή, η ζήλια, η αχαριστία, η μοίρα και το πεπρωμένο διατρέχουν τις περισσότερες ιστορίες. Η μοίρα και το ανθρώπινο πεπρωμένο αποτελούν κορυφαία υπαρξιακά ζητήματα, με τον άνθρωπο να αναλογίζεται την πορεία του, τη ζωή του και τις συνέπειες των πράξεών του. Άλλοτε αποδέχεται τον εαυτό του και την ειμαρμένη, άλλοτε δεν την αποδέχεται και αγωνίζεται να την αλλάξει.

Κατάλληλα για ανηλίκους

Μια γυναίκα που σκότωσε τον γιο του άνδρα της και του τον σέρβιρε για βραδινό, χωρίς αυτός να το γνωρίζει. Αν το ακούγαμε, θα υποθέταμε πως πρόκειται για σενάριο ταινίας splatter. Κι όμως, είναι ένα παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Σε αυτό, η αδερφή του αγοριού, μαζεύει τα κόκαλα, τα φυτεύει και ξαφνικά φύεται ένα δέντρο. Ένα πουλάκι κάθεται στα κλαδιά του και αρχίζει να τραγουδά την ιστορία. Στα καθ’ ημάς, κάτι αντίστοιχο διηγείται η ιστορία του Αυγερινού και της Πούλιας, των δύο ορφανών αδελφών που κατέληξαν αστέρια στον ουρανό, αφού είχαν αντιμετωπίσει την πρωτοφανή σκληρότητα της μητριάς. Τα παραμύθια βρίθουν από τέτοια σενάρια. Η ωμότητα, η βία, το σκοτάδι της ανθρώπινης ύπαρξης είναι μία από τις αλήθειες του κόσμου της φαντασίας. Κι όμως, αυτός ο κόσμος δεν είναι ακατάλληλος για ανηλίκους. «Το ‘μια φορά κι έναν καιρό’ αυτομάτως μας βάζει στον κόσμο της φαντασίας. Ο διαχωρισμός του μύθου και της πραγματικότητας είναι πολύ σαφής», εξηγεί ο κ. Πορσερό. «Κάποιοι πιστεύουν πως δεν πρέπει να αφηγούμαστε στα παιδιά σκληρές ιστορίες. Εγώ πιστεύω πως πρέπει να λέγονται. Ο θάνατος απασχολεί τα παιδια΄από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Από την ίδια ηλικία ξεκινά και η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση του παιδιού από τους γονείς του.Κι εκεί αρχίζουν να αλλάζουν οι σχέσεις του παιδιού με τη μητέρα του και τον πατέρα του. Το παιδί βιώνει εσωτερικές συγκρούσεις, αισθήματα ενοχής και φόβο. Ε, λοιπόν, όλες αυτές οι καταστάσεις τα παραμύθια τις προσφέρουν έτοιμες στο πιάτο μας. Σε πολλά παραμύθια υπάρχει ανθρωποφαγία. Τα παιδιά συχνά φοβούνται πως οι γονείς τους θα τα καταπιούν. Μεταφράζουν έτσι το αίσθημα του ‘καπελώματος\ από τους γονείς τους. Το παραμύθι μιλά για όλα αυτά και βοηθά τα παιδιά να ονοματίσουν τις ενοχές, τις συγχύσεις και τους φόβους τους, με αποτέλεσμα η κατάσταση να παύει να είναι απειλητική. Λειτουργεί όπως η κάθαρση στην αρχαία τραγωδία».

Τα παιδιά αντιδρούν καλύτερα από τους ενήλικες σε αυτές τις περιγραφές. Τις θεωρούν σχεδόν φυσιολογικές. «Απλά, δεν πρέπει να φορτίζουμε συναισθηματικά τα παιδιά με την περιγραφή. Συχνά λέω σε μικρά παιδιά ένα παραμύθι για μια ηλικιωμένη που κάποιος της κόβει τα πόδια, της κόβει τα χέρια και τελικά της κόβει το κεφάλι. Ε, λοιπόν, όταν φτάνω στο κεφάλι, τα πιτσιρίκια ξεκαρδίζονται!».

Η πηγή της ζωής

Ο κ. Πορσερό διδάσκει την τέχνη της αφήγησης σε εφήβους και ενήλικες. Έχει κρατήσει τον ρόλο του αφηγητή για πιο απαιτητικές ομάδες, όπως των ανήλικων παραβατών.

«Με την αφήγηση δημιουργείται μια στοργική και συγκινησιακή σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν που αφηγείται και σ΄εκείνον που ακούει. Είναι μια σχέση που δεν καλλιεργείται σήμερα. Πρέπει, ωστόσο, να ξέρεις ποιες ιστορίες πρέπει να πεις. Υπάρχουν όμως ιστορίες που αν τις διηγηθείς σ’ έναν έφηβο που έχει κατεβάσει τα ‘ρολά’ και δεν θέλει να επικοινωνήσει με κανέναν, κάτι μπορείς να καταφέρεις. Ο αφηγητής πρέπει να είναι σε επαφή μ’ εκείνους που έχει απέναντί του, να αντιλαμβάνεται το μήνυμα που του στέλνουν, για να μπορέσει- μέσω του παραμυθιού- να προσφέρει κάτι. Να σας δώσω ένα παράδειγμα;», ρωτά. Ευχαρίστως!

«Μπήκα σε μια τάξη με 13χρονούς στο Σεντ Ετιέν. Προτού μπω, ο δάσκαλος μού λέει ‘την πάτησες!’. Ήταν ένα αγόρι που έδειχνε την παντελή αδιαφορία του με τη στάση του σώματός του. Με ρωτά ‘τι εξυπηρετεί να αφηγηθείς, τι ανοησίες είναι αυτά;’. ‘Θα σου απαντήσω’, του λέω, ‘αλλά άσε με να σου πω μια ιστορία. Είναι ένας τύπος που έχει μια γυναίκα. Αλλά η γυναίκα του τον απατά...’ (διαπιστώνω πως το αγόρι δείχνει ενδιαφέρον. Σταδιακά αντικαθιστώ τη λέξη ‘τύπος’ με τη λέξη ‘άνθρωπος’). ‘Αυτός είνια βασιλιάς και διατάζει να αποκεφαλίσουν τη γυναίκα και τον εραστή της. Μετά, ζητά να του βρουν μια νέα, ωραία κοπέλα, τη Σεχραζάτ, που γνωρίζει όλε ςτις ιστορίες του κόσμου. Αυτή ξέρει την τύχη που την περιμένει και δεν θέλει να πεθάνει. Ζητά από το βασιλιά μια χάρη: να της επιτρέψει να κοιμηθεί για μία τελευταία φορά με τη μικρή αδερφή της. Ο βασιλιάς το επιτρέπει. Την ώρα που τη βάζει για ύπνο, αρχίζει να της λέει μια ιστορία. Ο βασιλιάς όλο περιέργεια, ακούει κι αυτός... Ο ήλιος ανατέλλει και η ιστορία δεν έχει τελειώσει. Ο βασιλιάς όμως θέλει να ακούσει τη συνέχεια. Το επόμενο βράδυ, η Σεχραζάτ συνεχίζει την ιστορία. Φροντίζει όμως να μην την ολοκληρώσει. Κι αυτό συνεχιζόταν για χίλιες και μία νύχτες. Και έτσι η Σεχραζάτ έσωσε τη ζωή της’.

Τώρα’, λέω στο αγόρι, ‘μπορώ να σου πω γιατί αφηγούμαι: για να σώσω τη ζωή μου. Από τη στιγμή που αφηγούμαι, ξέρω ότι είμαι ζωντανός’...»

Πηγή: περιοδικό "ΕΠΙΛΟΓΕΣ", 30-05-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου