Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

«Κύριε, δε θέλω να κάθεται δίπλα μου γιατί φοβάμαι ότι θα με κολλήσει.» Όταν η ομοφυλοφιλία κολλάει, τι κάνει ένας δάσκαλος;

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο 10%.
Είμαι δάσκαλος στο δημοτικό και θα σας μεταφέρω κάποιες ιστορίες από τη σχολική ζωή της πέμπτης δημοτικού (10 με 11 χρονών).
 
Πέρυσι, σε ένα βιωματικό εργαστήριο για το ρατσισμό, ένα αγόρι είχε περιγράψει τι αισθάνεται για τον θηλυπρεπή συμμαθητή του: «Κύριε, δε θέλω να κάθεται δίπλα μου γιατί φοβάμαι ότι θα με κολλήσει. Δε μου αρέσει να είναι δίπλα μου.» Αυτό το θηλυπρεπές αγόρι δεν ήθελε κανένας να το κάνει παρέα. Αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο.

Φέτος, σε μία άλλη συζήτηση γύρω από τα προγράμματα της τηλεόρασης, ένα παιδί ανέφερε ότι κάποια από αυτά που δείχνουν, μπορεί να μας κάνουν κι εμάς ομοφυλόφιλους.

Πριν δυο μέρες συζητούσα με δυο μητέρες στην είσοδο του σχολείου. Κατάλαβα ότι κοιτάζουν κάτι από πίσω μου και σχολίαζαν κρυφογελώντας. Μου είπαν ότι βγήκε από την απέναντι πόρτα της πολυκατοικίας μία γυναίκα που φαινόταν ότι πρέπει να ήταν άντρας. Μετά από μια σύντομη συζήτηση, το θέμα πήγε στα μεγάλα τους παιδιά στο γυμνάσιο και τα περιστατικά που ακούν. Και οι δύο συμφώνησαν ότι δεν είμαστε καθόλου ενημερωμένοι γύρω από αυτά τα θέματα και ότι αν πάμε να το συζητήσουμε ανοιχτά θα υπάρχουν αντιδράσεις από το σύλλογο γονέων.

Βλέπουμε καθημερινά στο σχολείο ότι οι αντιλήψεις και τα στερεότυπα που κυριαρχούν γεμίζουν την κοινωνία μας με φόβους και ανησυχίες. Υπάρχουν γονείς που όλα αυτά δεν τους προβληματίζουν. Παραμένουν στις αντιλήψεις αυτές, στην άγνοια του θέματος, οπότε μεταφέρουν τους φόβους και το μίσος και στα παιδιά τους.
 
Όταν ακούσουν στις ειδήσεις ή σε μια εκπομπή, κάποιο δημόσιο πρόσωπο να μιλά απαξιωτικά για τα ΛΟΑΔ πρόσωπα, αισθάνονται ότι αυτό είναι κάτι που επιτρέπεται να κάνουμε στην κοινωνία μας. Όταν ο Δήμαρχος, ο Επίσκοπος ή κάποιος δημοσιογράφος αναφέρεται σε αυτά τα πρόσωπα σα να είναι άρρωστα και να κινδυνεύει η κοινωνία από τη μολυσματική ασθένειά τους, τότε ο γονιός που ανησυχεί για τα παιδιά του αισθάνεται ότι πρέπει κι αυτός να δει τον κίνδυνο.
 
Έτσι, όσο πιο ορατή γίνεται η ύπαρξη των ΛΟΑΔ στην κοινωνία, τόσο πιο συχνά έρχονται τα παιδιά σε επαφή με την κινδυνολογία, τον ρατσισμό και τη ρητορική μίσους και τη μεταφέρουν στο σχολείο. Αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια από προσωπικές μας εμπειρίες (γιατί δεν έχει γίνει καμία σχετική έρευνα ακόμα στα σχολεία) είναι ότι οι λέξεις γκέι, λεσβία, τρανσέξουαλ κ.α. χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά ως επιθετικοί χαρακτηρισμοί.
 
Από την άλλη πλευρά, αν κι έχει γίνει συστηματική προσπάθεια να μπουν στα σχολικά βιβλία παραδείγματα από παιδιά που ανήκουν σε ομάδες που δέχονται εκφοβισμό (όπως παιδιά μεταναστών, παιδιά με άλλο θρήσκευμα, παιδιά με ειδικές ανάγκες κλπ.), τα παιδιά που έχουν οποιαδήποτε διαφορετικότητα στην έκφραση ή στη βίωση του φύλου τους δεν αναφέρονται. Δε θεωρείται ότι υπάρχουν. Στο ελληνικό σχολείο τα θέματα του φύλου και της σεξουαλικής διαφορετικότητας είναι ακόμα ταμπού.
 
Οπότε τα παιδιά φέρνουν μόνο τα στερεότυπα από το σπίτι, οι εκπαιδευτικοί κουβαλάμε κι εμείς τα δικά μας, οι γονείς έχουν τις ανησυχίες τους και η πολιτεία είναι απούσα. Μέσα στα σχολικά πλαίσια, θεωρείται ότι και μόνο η αναφορά στο θέμα είναι επικίνδυνο πράγμα. Ούτε οι γονείς(ακόμα και των παιδιών που έχουν δεχτεί εκφοβισμό) το θέτουν, ούτε οι εκπαιδευτικοί έχουν κάλυψη από το υπουργείο στο τι θα πουν.
 
Έτσι λοιπόν τα διαφορετικά παιδιά, οι διαφορετικοί γονείς και οι διαφορετικοί εκπαιδευτικοί υποχρεωνόμαστε να παρακολουθούμε τις επιθέσεις και τον εκφοβισμό, χωρίς φωνή και σχεδόν αόρατοι – ανύπαρκτοι.
 
Ο μόνος που παίζει παιχνίδι ανάμεσά μας ελεύθερα, χωρίς να δίνει λόγο, είναι η ρητορική μίσους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου