Τέσσερα εικονογραφημένα βιβλία γραμμένα με διαφορετικούς τρόπους γραφής, ύφους ή οπτικής γωνίας και θέμα το Ολοκαύτωμα: «Τα κίτρινα καπέλα» της Κέλλυς Ματαθία-Κόβο με εικονογράφηση της ίδιας (Πατάκης, 2017), «Από μακριά» της Αγγελικής Δαρλάση (εικον. Βασίλης Κουτσογιάννης, εκδ. Μεταίχμιο), «Ζάζα» της Αργυρώς Πιπίνη (εικον. Πέτρος Μπουλούμπασης, εκδ. Καλειδοσκόπιο) και «Οι δικοί μου άνθρωποι» της Μαρίζας Ντεκάστρο (εικον. Χαρά Μαραντίδου, εκδ. Καλειδοσκόπιο). Εικονογράφηση άρθρου, Ζεράρ Ντιμπουά, από το New Yorker.
Το Ολοκαύτωμα, το πιο φρικαλέο γεγονός στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και γενικότερα στον 20ό αι. που είχε ως στόχο την εξόντωση του εβραϊκού λαού, έχει απασχολήσει τόσο ιστορικούς μελετητές όσο και λογοτέχνες παγκοσμίως [1]. Στην Ελλάδα, το αντιπροσωπευτικότερο βιβλίο σχετικά με την εικόνα του Εβραίου σε λογοτεχνικά κείμενα είναι της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου: Ο άλλος εν διωγµώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήµατα ιστορίας και µυθοπλασίας, Θεµέλιο 1998.
Αν στο χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων έχουμε πληθώρα βιβλίων, ελληνικών και ξένων, κυρίως με τη μορφή της μαρτυρίας και της βιωμένης ιστορίας, στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, στην Ελλάδα, οι μυθοπλαστικές αναφορές είναι πολύ λίγες. Ενδεικτικά αναφέρω την Μπαλάντα της Ρεβέκκας της Μαρούλας Κλιάφα, (Μεταίχµιο, 2011),το πρώτο από τα Τέσσερα Χριστουγεννιάτικα διηγήµατα του Ντίνου ∆ηµόπουλου, (Πατάκης, 1996), ενώ αναφορές στο Ολοκαύτωμα συναντάμε και στον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου της Άλκης Ζέη, (Κέδρος) ήδη από το 1971.Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τα βιβλία αυτά απευθύνονται σε μεγάλα παιδιά και εφήβους.
Στου έφηβους απευθύνονται και αρκετά ξένα βιβλία μεταφρασμένα στα ελληνικά, όπως τα εμβληματικά Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, (μτφρ. Χάτχουτ Ρένα, Πατάκης, 2012), Η Κλέφτρα των βιβλίων του Μάρκους Ζούζακ (μτφρ. Κώστια Κοντολέων, Ψυχογιός 2014) ή Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα του Τζον Μπόιν (μτφρ. Αριάδνη Μοσχονά, Ψυχογιός, 2017).
Για τις μικρές όμως ηλικίες, για παιδιά πρωτοσχολικής ηλικίας δεν είχαν γραφεί ούτε μεταφραστεί, από όσο ξέρω, βιβλία μέχρι πρόσφατα [2]. Είναι γεγονός ότι δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για τόσο απάνθρωπα γεγονότα σε πολύ μικρά παιδιά. Όπως όμως λέει και ο Μανόλης Αναγνωστάκης «Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά» [3].
Στα ελληνικά, τελευταία εκδόθηκαν τέσσερα εικονογραφημένα βιβλία γραμμένα με διαφορετικούς τρόπους γραφής, ύφους ή οπτικής γωνίας: Τα κίτρινα καπέλα της Κέλλυς Ματαθία-Κόβο με εικονογράφηση της ίδιας (Πατάκης, 2017), Από μακριά της Αγγελικής Δαρλάση με εικον. Βασίλη Κουτσογιάννη (Μεταίχμιο, 2021), Ζάζα της Αργυρώς Πιπίνη με εικον. Πέτρου Μπουλούμπαση (Καλειδοσκόπιο, 2021) και Μαρίζας Ντεκάστρο Οι δικοί μου άνθρωποι με εικον. Χαράς Μαραντίδου (Καλειδοσκόπιο, 2022).
Τα Κίτρινα καπέλα -βιβλίο που έχει πολυσυζητηθεί- είναι ίσως το μόνο στο οποίο η αλληγορία των ζώων που χρησιμοποιεί η συγγραφέας, η σαφήνεια και η απλότητα του λόγου του σύντομου σχετικά κειμένου το καθιστούν κατάλληλο κυρίως για παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας. Η αναδιήγηση της ιστορίας («θυμάμαι..») κυρίως μέσα από την μαυρόασπρη εικονογράφηση, ο εμφανής συμβολισμός των Εβραίων με τα πρόβατα με τα κίτρινα καπέλα και η σωτηρία τους από άλλα ζώα αναδεικνύουν την τόλμη, την αγάπη, την αυτοθυσία κάποιων για τη σωτηρία των αθώων ανθρώπων-προβάτων. Η αφήγηση οδηγεί σταδιακά τους μυθοπλαστικούς ήρωες προς το φως, τον γαλάζιο ουρανό και σηματοδοτεί την λύτρωσή τους.
Η Κέλλυ Ματαθία Κόβο τόσο με το κείμενο όσο και με την εικονογράφηση κατορθώνει να ευαισθητοποιήσει τα μικρά παιδιά με τρόπο συναισθηματικά κατάλληλο, ώστε τα τραγικά γεγονότα του ολοκαυτώματος να γίνουν κατανοητά και αποδεκτά μέσα από τον παραμυθικό λόγο χωρίς να διαταραχτεί ο ψυχικός τους κόσμος. Θα έλεγε κανείς ότι η συγγραφέας ακολουθεί τα σοφά λόγια του Σεφέρη από τον «Τελευταίο σταθμό»:
«Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει»·
Πολύ πρόσφατα στην ευαισθητοποίηση όχι μόνο των μικρών παιδιών αλλά και των ενηλίκων στο θέμα του Ολοκαυτώματος των Εβραίων συμβάλλουν δύο ελληνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Είναι η Ζάζα της Αργυρώς Πιπίνη και Οι δικοί μου άνθρωποι της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Η Ζάζα, η κούκλα της μικρής εβραιοπούλας Εστρέας, είναι η αφηγήτρια της σύντομης αλλά συγκλονιστικής αυτής ιστορίας. Είναι αυτή που διηγείται το στρίμωγμα στο τρένο, την απομόνωση, τη μετάβαση από το φως στο σκοτάδι. «Ταξιδεύαμε στοιβαγμένοι σε βαγόνια -τσαφ τσουφ, τσαφ τσουφ-, χωρίς ανάσα, κρύο, παντού κρύο και σκοτεινιά». Και μετά ο χωρισμός του παιχνιδιού, της κούκλας, από τη «μαμά της». Ο συμβολικός χωρισμός του παιδιού από τη μητέρα του… που δεν ήξερε αν θα ναι παντοτινός.
Η μετάθεση της αφήγησης της τραγωδίας από τη μικρή ηρωίδα στην κούκλα απαλύνει τον πόνο στον μικρό αναγνώστη και συνάμα κάνει το παιχνίδι τραγικό. Η Αργυρώ Πιπίνη, με λόγο πολλές φορές ασθματικό και κοφτό και άλλοτε με αναλυτικές περιγραφές των ονείρων της μοναξιάς και της προσμονής της ελπίδας, αποδίδει το δράμα των μικρών παιδιών με το «κίτρινο άστρο στην καρδιά» με σεβασμό στα γεγονότα αλλά και με την αισιόδοξη κατάληξη για την Εστρέα και την Ζάζα της που συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια στο Μουσείο παιχνιδιών των θυμάτων του ναζισμού και του φασισμού.
Στο βιβλίο αυτό κομβικό ρόλο παίζει η εικονογράφηση του Πέτρου Μπουλούμπαση, που, παρά τους πολύχρωμους πίνακες, με αποτύπωση λεπτομερειών της τραγωδίας (παπουτσάκια σε ποδαράκια που τρέχουν, χέρια που προσπαθούν να πλησιάσουν το ένα το άλλο κ.ά.), επιτείνει τη δραματική ατμόσφαιρα της ιστορίας.
Το βιβλίο, αμιγώς λογοτεχνικό, συνδέεται πραγματολογικά με την ιστορική πραγματικότητα μέσα και από τις δύο φωτογραφίες-ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα και από το επίμετρο που σηματοδοτεί την οπτική του κειμένου: Τα παιχνίδια, σύμβολο ασφάλειας και οικογενειακής ευτυχίας, έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή των παιδιών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όχι μόνο ως φορείς «μνήμης και στοχασμού», αλλά και ως «κατάφαση στη ζωή».
Το βιβλίο Οι δικοί μου άνθρωποι της Μαρίζας Ντεκάστρο απευθύνεται σε μεγαλύτερα παιδιά, αλλά διαβάζεται απνευστί και από ενήλικες. Είναι βιβλίο πολυτροπικό που μεταφέρει τα βιώματα της εξαδέλφης της συγγραφέως, της Ρεβέκκας Καμχή, η οποία είναι κόρη της Φρίντας Σακκή και του Αβραάμ Καμχή. Η οικογένεια της Ρεβέκκας διέφυγε με ενέργειες του ΕΑΜ από την Αθήνα και κατέφυγε στο Μάτσανι Κορινθίας (σημερινό Κρυονέρι), όπου έζησε τους τελευταίους 11 μήνες του πολέμου. Η εβραϊκή αυτή οικογένεια σώθηκε από τους Ναζί χάρη στην αγάπη, την αλληλεγγύη και τη συνείδηση ανθρώπων του χωριού που έγιναν «οι δικοί της άνθρωποι».
Το βιβλίο ανήκει στο είδος της βιωμένης ιστορικής μαρτυρίας. Τα ιστορικά γεγονότα αποδίδονται μέσα από την καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων, χωρίς να αλλοιώνονται. Αντίθετα η προσωπική μαρτυρία τούς προσδίδει αυθεντικότητα και αμεσότητα. Η αφήγηση της ζωής των μελών της οικογένειας μέσα από τα παιδικά μάτια την καθιστά απόλυτα κατανοητή στο παιδί - αναγνώστη και οι ιδιαιτερότητες της ζωής των κυνηγημένων αυτών ανθρώπων (αλλάζουν ονόματα και ταυτότητες, χρησιμοποιούν ψεύτικα χαρτιά, κρύβονται), φαίνονται γι’ αυτά να είναι μέρος ενός παιχνιδιού. Εδώ έγκειται και το ευφυές παιχνίδι της αφήγησης όχι μόνο από την συγγραφέα αλλά και από την παιδαγωγό Μαρίζα Ντεκάστρο. Η καθημερινή ζωή της οικογένειας μέσα από τη ματιά της μικρής Ρεβέκκας- -Κούλας μετέχει του παιχνιδιού, που όμως δεν είναι παρά το παιχνίδι της ζωής. «Μας είχαν δασκαλέψει να μη λέμε σε κανέναν το αληθινό μας όνομα. Όταν μας ρωτούσαν για τους γονείς μας, πάλι το ψεύτικο όνομα λέγαμε. Στην αρχή το πήραμε για αστείο. Αλλά δεν ήταν!».
Πέρα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ρεβέκκας, υπάρχουν παράλληλα καδραρισμένες, θα έλεγε κανείς, οι αδιαμεσολάβητες μαρτυρίες κατοίκων του χωριού.
Το βιβλίο, συγκλονιστικό χάρη στην απλότητα του λόγου, αναδιηγείται όχι μόνο τις περιπέτειες μιας οικογένειας Εβραίων, αλλά μιας ιστορικής περιόδου που ξεκινά από τον πόλεμο του 40 και εκτυλίσσεται κατά τους μήνες της γερμανικής κατοχής, με έμφαση στον κατατρεγμό των Εβραίων. Η αφήγηση εκτείνεται και στα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα ως την άφιξή της οικογένειας το 1945 στη Χάιφα. Η συγγραφέας, με μια άλλη φωνή, αυτήν της ηλικιωμένης πλέον Ρεβέκκας, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της ηρωίδας προς τους ανθρώπους αυτούς που τους έσωσαν τη ζωή αψηφώντας το οποιοδήποτε τίμημα.
Οι πληροφορίες για την εποχή και τα γεγονότα, οι μαρτυρίες των άλλων κατοίκων, η χρήση διαφορετικών γραμματοσειρών, καθώς και η παράλληλη παρουσίαση αφήγησης και πληροφορίας καθιστούν το κείμενο αυθεντική μαρτυρία και συνάμα ιδιαίτερα ελκυστικό, ιστορικό αφήγημα.
Η ασπρόμαυρη, κυρίως, εικονογράφηση της Χαράς Μαραντίδου άλλοτε αποτυπώνει σκηνές από την Αθήνα του πολέμου και άλλοτε από την επαρχία της Κατοχής. Άλλοτε, πάλι, εστιάζει στα πρόσωπα της οικογένειας, ή σε σύμβολα που αναβιώνουν την τραγικότητα της ιστορίας (αγκυλωτός σταυρός, κουκουλοφόρος), ενώ οι πινελιές του κόκκινου με τους πολλαπλούς συμβολισμούς του, και το διάσπαρτο ροζ, πράσινο, κίτρινο προσδίδουν το στοιχείο της ελπίδας.
Τα πληροφοριακά στοιχεία στο τέλος του βιβλίου για τα πρόσωπα της οικογένειας Σακκή, και παράλληλα τα ιστορικά στοιχεία που κατατίθενται για τα γεγονότα της εποχής, δοσμένα με άλλη γραμματοσειρά και χρώμα, συνδέουν το ατομικό με το γενικό και αποκαλύπτουν τη δύναμη τόσο της Ιστορίας όσο και της μικροϊστορίας. Τέλος, η βιβλιογραφία μαζί με το φωτογραφικό υλικό βοηθά πολύ τον αναγνώστη να γνωρίσει πρόσωπα και γεγονότα και να συνειδητοποιήσει πως μάρτυρες της ιστορίας –με την πολλαπλή έννοια της λέξης– δεν είναι μυθοπλαστικά πρόσωπα αλλά άνθρωποι υπαρκτοί με όνομα και επώνυμο. Αυτό το πολύτιμο γνωσιακό υλικό κατατάσσει το βιβλίο και στην κατηγορία του βιβλίου Γνώσεων.
Στην αναφορά μας αυτή σε εικονογραφημένα βιβλία για το Ολοκαύτωμα δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και το βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση Από μακριά που αναφέρεται διακριτικά στο ολοκαύτωμα των Ρομά.
Μέσα σε ένα περιβάλλον αντιφατικό, σκοτεινό, μελαγχολικό αλλά και πολύχρωμο - διασκεδαστικό (Λούνα Παρκ), η Αγγελική Δαρλάση ξεδιπλώνει με θαυμαστή αφηγηματική τέχνη την ιστορία της Άλη, ενός κοριτσιού διαφορετικού από όλα τα άλλα. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση (α΄πληθυντικό) που αποτελεί τη φωνή του παιδικού πληθυσμού της μικρής πόλης, η συγγραφέας θίγει κυρίως το θέμα της αποδοχής της διαφορετικότητας, ενσαρκωμένης στη μικρή Ρομά που ζει εκεί περιθωριοποιημένη. Η κυριαρχία του μαύρου στην εικονογράφηση σηματοδοτεί την όλη δυστοπία του κειμένου, ενώ τα φωτεινά σημεία την αισιοδοξία που απορρέει από την κατανόηση, αγάπη και αποδοχή του Άλλου.
Η αντίθεση του φωταγωγημένου Λούνα Παρκ και του μελαγχολικού κοριτσιού, καθώς και του περιβάλλοντα χώρου, αναδεικνύει τη συνεισφορά της μικρής ξένης στην ευτυχία των παιδιών. Η αποδοχή της από τα παιδιά είναι γεγονός. Η πολιτισμική επιρροή μέσω του τσιγγάνικου τραγουδιού τα μάγευε. Τίποτε όμως δεν κατάφερε να πείσει τους συντηρητικούς ενηλίκους να την δεχτούν. Αυτοί ήθελαν να της φορέσουν το μαντίλι με τα διακριτικά τρίγωνα.
Στο βιβλίο αυτό η αναφορά στο Ολοκαύτωμα των Ρομά γίνεται κυρίως με την εικονογράφηση των αγκυλωτών σταυρών στους «Στρατιώτες του μίσους», καθώς και με τα μαύρα ανεστραμμένα τρίγωνα ζωγραφισμένα στο μαντίλι της ηρωίδας «Μας έδωσαν ένα μαυροπράσινο μαντίλι να της φορέσουμε. Κι εμείς… Άλλοτε της δέναμε μ’ αυτό τα μάτια. Άλλοτε τα χέρια. Άλλοτε το στόμα. Άλλοτε της το δέναμε γύρω από τον λαιμό και την τραβολογούσαμε σαν σκυλάκι…». Ωστόσο, τα συγκλονιστικά λόγια του παραδοσιακού τους τραγουδιού “Gelem gelem’, είναι αυτά που μας παραπέμπουν ευθέως στο ολοκαύτωμα των Ρομά. Όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου της, οι στίχοι του «είναι εμπνευσμένοι από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου βρέθηκαν Ρομά κατά τη διάρκεια του Porajimos (Παράιμος), όπως ονομάζεται το Ολοκαύτωμα των Ρομά του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου» (Από το επίμετρο της συγγραφέως).
Είναι μια πλευρά του Ολοκαυτώματος που, μαζί με την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, αποτυπώνεται στο βιβλίο τόσο με τη συγκλονιστική αφήγηση που κινείται ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα όσο και μέσα από την εκπληκτική εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη.
[1] Αντιπροσωπευτικά είναι τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο των Ελένης Κορόβηλα και Κώστα Κατσουλάρη στην bookpress.gr: «Βιβλία για το Ολοκαύτωμα: Μαρτυρίες, στρατοπεδική λογοτεχνία, ιστορικές μελέτες», 27 Ιανουαρίου 2021.
[2] Σε αυτή την κατηγορία το πρώτο βιβλίο για το Ολοκαύτωμα είναι η Έρικα της Ruth Vander Zee σε εικονογράφηση του Roberto Innocenti που εκδόθηκε το 2015 (Καλειδοσκόπιο) σε μτφρ. Μαρίζας Ντεκάστρο.
[3] Αναγνωστάκης, Μανόλης, «Στο παιδί μου», στη συλλογή Στόχος στα Ποιήματα (1941-1971) Αθήνα, Πλειάς, 1976.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου