απόδοση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη
Προς το παρόν ο σχηματισμός νέων λέξεων αποτελεί μια αργή διαδικασία (κάπου διάβασα ότι η αγγλική κερδίζει έξι και χάνει τέσσερις λέξεις το χρόνο) και καμία λέξη δεν εφευρίσκεται επίτηδες εκτός από όσες αναφέρονται σε νέα αντικείμενα. Αφηρημένες έννοιες δεν εφευρίσκονται καθόλου αν και παλιές λέξεις αποκτούν νέο νόημα, μερικές φορές σε απόλυτη διαστρέβλωση του παλαιού αλλά και πάλι αποκλειστικά για επιστημονικούς λόγους.
Αυτό που προτείνω σ’ αυτό το δοκίμιο είναι η δυνατότητα να εφευρεθεί νέο λεξιλόγιο, ίσως αρκετών χιλιάδων λέξεων, που να αντιστοιχούν στις εμπειρίες της εποχής μας. Θα υπάρξουν αρκετές αντιρρήσεις στην ιδέα μου και θα τις αντιμετωπίσω καθώς θα εγείρονται. Το πρώτο βήμα είναι να καταδείξω το στόχο για την αναγκαιότητα των νέων λέξεων.
Και ελάχιστα σκεπτόμενος να είναι κάποιος, θα έχει παρατηρήσει ότι η γλώσσα μας είναι πρακτικά άχρηστη όταν πάει να περιγράψει όσα συμβαίνουν στον εγκέφαλο. Αυτό είναι τόσο πανθομολογούμενο, που συγγραφείς όπως ο Τρόλοπ και ο Τουέιν ξεκίνησαν την αυτοβιογραφία τους λέγοντας ότι δε σκοπεύουν να περιγράψουν την εσώτερη ζωή τους γιατί είναι εκ φύσεως μη περιγράψιμη. Απ’ τη στιγμή που διαχειριζόμαστε οτιδήποτε σχετικά ασαφές ή αόρατο (αν και, ας το παραδεχτούμε, δυσκολευόμαστε ακόμα και στην περιγραφή της εμφάνισης κάποιου) διαπιστώνουμε ότι οι λέξεις αποτυπώνουν την πραγματικότητα, όσο τα πιόνια του σκακιού τους ανθρώπους.
Για να αναφερθώ στο προφανές που δε θα προξενήσει αντιγνωμίες, ας σκεφτούμε ένα όνειρο. Πώς περιγράφεις ένα όνειρο;
Προφανώς ποτέ δεν το περιγράφεις, αφού δεν υπάρχουν λέξεις που να αποδίδουν την ονειρική ατμόσφαιρα. Φυσικά μπορείς να δώσεις μια χονδροειδή προσέγγιση σε κάποια γεγονότα του ονείρου. Μπορείς να πεις «ονειρεύτηκα ότι περπατούσα στο δρόμο παρέα μ’ ένα σκαντζόχοιρο που φορούσε ένα καπελάκι σαν του Σαρλό», όμως αυτή η φράση δεν είναι ουσιαστική περιγραφή του ονείρου. Ακόμα και ο ψυχολόγος θα προσπαθήσει να «μεταφράσει» το όνειρο με συμβολισμούς αλλά και πάλι θα πηγαίνει στα τυφλά, επειδή η πραγματική ποιότητα του ονείρου, η γνησιότητα που δίνει στο σκαντζόχοιρο την ιδιαίτερη σημασία του, βρίσκεται εκτός του γλωσσικού σύμπαντος.
Στην πραγματικότητα η περιγραφή ενός ονείρου μοιάζει με τη μετάφραση ενός ποιήματος, όπου η κατανόηση έρχεται χρησιμοποιώντας μόνο τις πραγματολογικές σημειώσεις του μεταφραστή. (Όμως πόσο υποκειμενικές είναι;) Έτσι κι αλλιώς κάθε ποίημα παραφράζεται και γι’ αυτό χάνει το νόημά του, εκτός κι αν ο αναγνώστης γνωρίζει και το πρωτότυπο. Διάλεξα τα όνειρα ως πειστικό παράδειγμα, όμως αν όλα τα όνειρα δεν άντεχαν σε περιγραφή, τότε το έλλειμμα λέξεων θα ήταν ανούσιο. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μυαλό που ονειρεύεται είναι εντελώς διαφορετικό απ’ το μυαλό στην εγρήγορση, ή τουλάχιστον αυτό θέλουμε να πιστεύουμε. Θεωρούμε ότι οι σκέψεις του ξύπνου είναι λογικές, δηλαδή ότι υπάρχει στο μυαλό μας κάτι σαν σκακιέρα και πάνω της κινούνται οι σκέψεις σε ρυθμούς πιο λογικούς και πιο λεκτικούς. Χρησιμοποιούμε αυτό το μέρος του μυαλού μας για κάθε άμεσο διανοητικό πρόβλημα και γι’ αυτό πιστεύουμε ότι έτσι λειτουργεί όλος ο εγκέφαλος.
Ωστόσο αυτό είναι μύθος. Ο διαταραγμένος κι ασυνάρτητος, μη λεκτικός κόσμος, που μέσα του εντάσσονται τα όνειρα, δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς απ’ το μυαλό μας και τολμώ να ισχυριστώ ότι οι μισές απ’ τις σκέψεις του ξύπνου μας έχουν την ίδια ασυναρτησία. Σίγουρα οι ονειροσκέψεις παίρνουν τα ηνία όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε λεκτικά και επηρεάζουν τις λεκτικές σκέψεις και νομίζω ότι γι’ αυτό αποκτά αξία η εσώτερη ζωή μας. Εξετάστε τη σκέψη σας μια οποιαδήποτε τυχαία στιγμή. Το κεντρικό θέμα, όπως θα διαπιστώσετε, θα είναι ένα ποτάμι αισθήσεων χωρίς την αντίστοιχη λέξη, τόσο χειμαρρώδες, που δε θα ξέρετε πώς να το χαρακτηρίσετε: είναι ιδέες, εικόνες ή συναισθήματα;
Ας ξεκινήσετε απ’ τα αντικείμενα που βλέπετε και τους ήχους που ακούτε και που περιγράφονται με λέξεις αλλά, μόλις μπουν στο νου, γίνονται κάτι εντελώς διαφορετικό και εντελώς μη περιγράψιμο. Εξάλλου έτσι είναι και η ονειρική ζωή που συνεχώς φτιάχνει το μυαλό για τον εαυτό του και παρότι τα περισσότερα απ’ όσα σπέρνει είναι ασήμαντα και λησμονούνται, δημιουργεί και πράγματα αστεία, όμορφα και γοητευτικά, πέραν όμως των λέξεων που διαθέτουμε. Κατά κάποιο τρόπο αυτός ο άλεκτος τομέας του μυαλού είναι πολύ σημαντικότερος γιατί συνιστά την πηγή σχεδόν όλων των κινήτρων μας.
Ό,τι μας αρέσει ή δε μας αρέσει, όλες οι ιδέες περί σωστού και λάθους (αισθητικά και ηθικά ζητήματα είναι σε κάθε περίπτωση άρρητα) πηγάζουν από συναισθήματα που ομολογουμένως είναι πιο περίπλοκα και πιο ευαίσθητα από τις λέξεις. Όταν σε ρωτούν: «Γιατί κάνεις αυτό που κάνεις ή γιατί δεν κάνεις κάτι;» έχεις μονίμως την επίγνωση ότι η πραγματική αιτιολογία δεν εκφράζεται με λέξεις, ακόμα κι αν δεν έχεις ούτε θες να κρύψεις το παραμικρό. Αναγκαστικά εκλογικεύεις την προσέγγισή σου περισσότερο ή λιγότερο έντιμα σε λεκτικό επίπεδο. Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσουν οι αναγνώστες μου με αυτό μου το επιχείρημα κι εξάλλου είναι γεγονός ότι μερικοί δεν έχουν επίγνωση του πόσο επηρεάζονται απ’ την εσώτερη ζωή τους – μερικοί ούτε καν γνωρίζουν ότι έχουν εσώτερη ζωή. Ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ δε γελούν όταν είναι μόνοι τους και φαντάζομαι πως όταν κάποιος δε γελάει ολομόναχος, μάλλον έχει πολύ στέρφα εσωτερική ζωή. Όπως και να ’ναι όμως, κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εσώτερη ζωή και αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να καταλάβει τη ζωή των άλλων μα ούτε και να κοινοποιήσει τη δική του κι αυτό για μένα είναι η βαθύτερη απομόνωση που βιώνει κάθε ανθρώπινο ον.
Ουσιαστικά ολόκληρη η λογοτεχνία είναι μια προσπάθεια να ξεφύγεις απ’ αυτή την απομόνωση με κυκλωτικές κινήσεις, αναζητώντας λέξεις για να αποδώσεις το πρωτογενές – αλλά διαπιστώνεις ότι οι λέξεις σε προδίδουν. Ο συγγραφέας που πασχίζει για κάτι που δεν είναι παγερά διανοουμενίστικο, δυσκολεύεται τρομερά γιατί δε βρίσκει λέξεις να περιγράψει το πρωτογενές. Δημιουργεί εντυπώσεις χρησιμοποιώντας τις λέξεις με πονηρές προσεγγίσεις, βασίζεται στις διακυμάνσεις τους όπως στον προφορικό λόγο θα βασιζόταν στον τονισμό και στις κινήσεις του σώματος. Το αδιέξοδο φαίνεται πιο έντονα στην ποίηση. Διαβάζεις και, ενώ νιώθεις, δεν καταλαβαίνεις. Το ίδιο συμβαίνει και στον πεζό λόγο, τηρουμένων των αναλογιών. Σκεφτείτε κάποιο μυθιστόρημα, ακόμα κι ένα χωρίς ίχνος εσώτερης ζωής. Μια, ας πούμε, απλή ιστορία, όπως τη Μανόν Λεσκό. Γιατί εφευρίσκει ο συγγραφέας αυτή την ατέλειωτη μωρολογία για ένα άπιστο κορίτσι κι ένα φυγάδα αβά; Μα επειδή έχει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα, ένα όραμα, μια ανάγκη και πιθανόν έπειτα από πειραματισμούς ξέρει ότι δε βγαίνει τίποτα προσπαθώντας να περιγράψεις αυτό το όραμα σαν να έγραφες για ψάρια σε βιβλίο ιχθυολογίας. Με το να μην το περιγράφει, με το να εφευρίσκει κάτι άλλο –στην περίπτωση της Λεσκό ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα που αν γραφόταν σε άλλη εποχή θα είχε και άλλη φόρμα– μεταδίδει το όραμά του ή τουλάχιστον ένα μέρος του.
Η τέχνη της γραφής είναι κατά μέγα μέρος η διαστροφική διαστρέβλωση των λέξεων. Και θα το πάω και παρακάτω: όσο πιο αόρατη η διαστροφή, τόσο πιο ολοκληρωμένη.
Αρκετοί συγγραφείς που ολοφάνερα στραμπουλάνε τα νοήματα, κατά βάθος πασχίζουν να βρουν τη γνησιότητα των λέξεων αλλά με τόση βία, που αποτυγχάνουν. Απ’ την άλλη, συγγραφείς που μοιάζουν να μη χρησιμοποιούν κανένα τερτίπι, όπως για παράδειγμα οι παλιοί βάρδοι, κάνουν μια κυκλωτική πλαγιομετωπική επίθεση ιδιαίτερα λεπταίσθητη στην απλότητά της και γι’ αυτό χτυπούν στην καρδιά – αν και πιστεύω ότι ειδικά στους βάρδους αυτό γινόταν εντελώς ασυνείδητα.
Βέβαια ακούμε συχνά φράσεις όπως «η καλή τέχνη είναι αντικειμενική» και ότι «κάθε αληθινός καλλιτέχνης κρατάει κρυφή την εσώτερη ζωή του», όμως όσοι λένε κάτι τέτοια δεν τα εννοούν. Αυτό που εννοούν είναι ότι θέλουν η εσώτερη ζωή να εκφράζεται με έναν εξαιρετικά έμμεσο τρόπο όπως στις μπαλάντες, στα έπη ή στις «απλές» ιστορίες.
Η αδυναμία αυτής της μεθόδου, πέραν της δυσκολίας της, είναι ότι συνήθως αποτυγχάνει. Για όποιον δεν είναι πραγματικά τεράστιος καλλιτέχνης (αλλά ίσως και για αυτούς) η χονδροείδεια των λέξεων καταλήγει σε συστηματική παραποίηση/διαστρέβλωση. Υπάρχει έστω και ένας που να είπε σε μια ερωτική του επιστολή ακριβώς όσα ένιωθε, ακριβώς όσα ήθελε να πει;
Ο συγγραφέας διαστρεβλώνει τον εαυτό του και εσκεμμένα και ακούσια. Εσκεμμένα επειδή οι τυχαίες ιδιότητες των λέξεων τον προκαλούν και τον πανικοβάλλουν συστηματικά και ταυτόχρονα τον πετούν έξω απ’ τις αρχικές προθέσεις του.
Του έρχεται μια ιδέα, προσπαθεί να την εκφράσει κι αμέσως υπεισέρχεται το εφιαλτικό αλλά οικείο μπέρδεμα των λέξεων και αρχίζει να εμφανίζεται ένα αυτόνομο μοτίβο σχεδόν τυχαία. Δεν είναι καθόλου το μοτίβο που ήθελε, όμως δεν είναι και αντιπαθές ή βάρβαρο – είναι «καλή τέχνη». Και το δέχεται γιατί η «καλή τέχνη» είναι ουσιαστικά ένα μυστηριώδες δώρο των ουρανών και είναι κρίμα να το χαλαλίσεις όταν παρουσιάζεται.
Υπάρχει άνθρωπος με στοιχειώδη τιμιότητα που να μην έχει συνείδηση ότι ψεύδεται καθημερινά, και γραπτώς και προφορικώς, απλώς και μόνο επειδή τα ψέματα μοιάζουν πιο όμορφα από την αλήθεια; Ωστόσο αν η λέξη αντιπροσώπευε το νόημα με τη σαφήνεια και τη γεωμετρική ακρίβεια του παραλληλόγραμμου, η αναγκαιότητα του ψεύδους θα καταργούνταν. Κι ασφαλώς στο μυαλό του αναγνώστη ή του ακουστή γίνονται περαιτέρω διαστρεβλώσεις εννοιών, καθώς οι λέξεις δεν αποτελούν την ευθεία δίοδο της σκέψης κι έτσι ο καθένας αντιλαμβάνεται διαρκώς επιπλέον νοήματα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν.
Ας επιστρέψουμε στην ποίηση. Πολλοί ισχυρίζονται ότι απολαμβάνουν τα μεταφρασμένα ποιήματα, ενώ στην πραγματικότητα είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβουμε την ξένη λογοτεχνία σε βάθος. Πολλοί αδαείς ισχυρίζονται ότι παίρνουν τεράστια απόλαυση απ’ την ξένη μεταφρασμένη ποίηση ακόμα και των νεκρών πλέον γλωσσών. Προφανώς η απόλαυσή τους μπορεί να προέρχεται από κάτι που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε πρόθεση να γράψει, πιθανόν από κάτι που θα του έφερνε ανατριχίλα, θα τον έκανε να ταράζεται στον τάφο του, αν ήξερε ότι του το αποδίδουν. Λέω μέσα μου Vixi puellis nuper idoneus, επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια φράση πέντε λεπτά, μόνο και μόνο για την ηχητική ομορφιά της λέξης idoneus. Όμως, αν λάβω υπόψη το χάσμα αιώνων και κουλτούρας, το γεγονός ότι αγνοώ τη λατινική και το ότι κανείς δεν ξέρει πώς πρόφεραν αυτή τη γλώσσα, είναι δυνατόν η απόλαυσή μου να προέρχεται από αυτό που ήθελε να αποδώσει ο Οράτιος; Είναι σαν να εκστασιαστώ μπροστά σε έναν ωραίο πίνακα επειδή έπεσαν μερικές τυχαίες πινελιές στον καμβά, διακόσια χρόνια μετά την εποχή που τον δημιούργησε ο ζωγράφος του.
Προσοχή: δεν ισχυρίζομαι ότι η τέχνη υποχρεωτικά θα βελτιωθεί αν οι λέξεις μετέφεραν τα νοήματα με μεγαλύτερη πιστότητα. Απ’ όσο ξέρω η τέχνη ευδοκιμεί πάνω στην ασάφεια και την ωμή τραχύτητα της γλώσσας. Απλώς επικρίνω τις ίδιες τις λέξεις ως υποτιθέμενα οχήματα της σκέψης. Και πιστεύω ότι απ’ την πλευρά της ακριβολογίας και της εκφραστικότητας, η γλώσσα μας έχει κολλήσει στην Παλαιολιθική Εποχή.
Η λύση που προτείνω είναι η εύρεση νέων λέξεων με την ίδια αυτοσυγκέντρωση και αφοσίωση που διαθέτουν όσοι εφευρίσκουν νέα ανταλλακτικά μηχανημάτων. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα λεξιλόγιο που μπορεί να αποδώσει με ακρίβεια τη ζωή του νου, ή τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους του. Ας υποθέσουμε ότι δε χρειάζεται η αποχαυνωτική άποψη ότι η ζωή είναι το «άφατο», ας σκεφτούμε ότι δε χωράνε ατιμίες ούτε καλλιτεχνικά κολπάκια στο θέμα των λέξεων και ότι η απόδοση μιας έννοιας με την κατάλληλη λέξη είναι σαν την επεξεργασία ενός μαθηματικού υπολογισμού. Νομίζω ότι τα προτερήματα είναι ολοφάνερα. (Αν και είναι λιγότερο φανερό το ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει αν κάτσουμε κάτω και βρούμε λέξεις με μια διαδικασία κοινής λογικής και συνεργασίας.) Προτού υποδείξω τρόπους με τους οποίους θα βρεθούν οι νέες ικανοποιητικές λέξεις, πρέπει να ασχοληθώ με τις αντιρρήσεις που είναι βέβαιο ότι ήδη προκύπτουν.
Αν πεις σε οποιονδήποτε σκεπτόμενο: «Ας φτιάξουμε ένα σύλλογο για την εφεύρεση νέων και πιο λεπταίσθητων λέξεων», πρώτα θα φέρει αντιρρήσεις λέγοντας ότι η ιδέα είναι μια τρέλα κι ύστερα πιθανόν θα πει ότι οι παρούσες λέξεις αντιμετωπίζουν κάθε πρόβλημα με τον κατάλληλο χειρισμό. Βέβαια η δεύτερη αντίρρηση είναι καθαρά θεωρητική. Στην πράξη, όλοι αναγνωρίζουν την ανεπάρκεια της γλώσσας. Ας θυμηθούμε φράσεις όπως «τα λόγια δεν επαρκούν» ή «δεν ήταν αυτό που είπε αλλά ο τρόπος που το είπε» και πολλές άλλες και τελικά θα σου δοθεί μια απάντηση όπως: «Αυτό δεν μπορεί να γίνει με σχολαστικό τρόπο». Οι γλώσσες εξελίσσονται αργά, σαν λουλούδια, και δε γίνεται να τα μοντάρεις σαν κομμάτια μηχανής. Κάθεγλώσσα που φτιάχτηκε επίτηδες, είναι άψυχη και χωρίς χαρακτήρα, όπως η εσπεράντο. Το πλήρες νόημα μιας λέξης βρίσκεται στους συσχετισμούς που αποκτά με τον καιρό – και διάφορες παρεμφερείς δικαιολογίες.
Αυτό το επιχείρημα, όπως και κάθε επιχείρημα που ξεφυτρώνει όποτε προτείνεται κάποια αλλαγή, είναι κατά βάθος μια ομολογία του τι λείπει. Μέχρι στιγμής ποτέ δεν καθίσαμε κάτω για να φτιάξουμε επίτηδες νέες λέξεις και όλες οι ζωντανές γλώσσες, μέχρι στιγμής αναπτύσσονται αργά και προβληματικά – άρα η γλώσσα δεν έχει άλλον τρόπο εξέλιξης. Προς το παρόν, όταν θέλουμε να πούμε κάτι πέραν των γεωμετρικών ορισμών, αναγκαζόμαστε να κάνουμε λεκτικά τρικ με τους ήχους, τους συσχετισμούς και διάφορα άλλα κόλπα. Ως εκ τούτου η αναγκαιότητα είναι εγγενής στη φύση των λέξεων. Και εδώ διευκρινίζω πως όταν προτείνω την επινόηση λέξεων για αφηρημένες έννοιες, απλώς προτείνω την επέκταση της παρούσας πρακτικής. Αφού ήδη βρίσκουμε «τσιμεντένιες» λέξεις γιατί να μη βρούμε και ονειρολέξεις; Εφευρίσκουμε αεροπλάνα και μοτοσικλέτες και τα ονοματίζουμε όπως οφείλουμε. Το επόμενο βήμα είναι να βρούμε και λέξεις για όσα «ανώνυμα» υπάρχουν στο μυαλό.
Ας πούμε ότι κάποιος με ρωτάει: «Γιατί αντιπαθείς τον κύριο Σμιθ;» Κι εγώ απαντώ: «Γιατί είναι ψεύτης, δειλός κτλ.» νιώθοντας ότι δίνω τις λάθος αιτιάσεις, γιατί στην πραγματικότητα το μυαλό μου λέει: «γιατί είναι αυτού του —— άνθρωπος» και το κενό αντιστοιχεί σε κάτι που καταλαβαίνω και καταλαβαίνει κι ο συνομιλητής μου αλλά δεν υπάρχει η κατάλληλη λέξη. Γιατί να μη βρούμε την κατάλληλη λέξη, αυτή που όντως λείπει;
Το μόνο πρόβλημα είναι να συμφωνήσουμε προκαταβολικά στο τι ονοματίζουμε. Όμως προτού εμφανιστεί αυτό το πρόβλημα, πολλοί σκεπτόμενοι έχουν ήδη ανατριχιάσει τρομαγμένοι με την ιδέα μου. Θα φέρουν αντιρρήσεις όπως αυτές που προανέφερα κι άλλες πιο ειρωνικές κι επιθετικές, και όλες θα έχουν μια υποψία ικεσίας και φόβου. Στην ουσία κάθε αντίρρηση είναι σκέτη απάτη.
Η αντίδραση προέρχεται από ένα βαθύ αναιτιολόγητο ένστικτο που ανάγεται στη δεισιδαιμονία. Αυτό την αίσθηση της ανασφάλειας και του κινδύνου που ξεφυτρώνει μόλις σκεφτείς ότι κάθε άμεση ορθολογική προσέγγιση των προβλημάτων σου, κάθε απόπειρα να τα λύσεις όπως μια εξίσωση, δε θα σε βγάλει πουθενά. Αυτή η ιδέα εκδηλώνεται και σε πολλές άλλες εκφάνσεις της ζωής. Στην πραγματικότητα κρύβει το γνωστό «ευτυχείς οι πτωχοί τω πνεύματι» άρα είναι καλύτερα να μη σκεφτόμαστε.
Είμαι σίγουρος ότι ξεκινά από την παιδική πεποίθηση ότι ο αέρας είναι γεμάτος εκδικητικά δαιμόνια που τιμωρούν κάθε προπέτεια. Αυτή η πεποίθηση επιβιώνει και στους ενηλίκους ως ο φόβος του υπερβολικού ορθολογισμού. Εγώ, ο Κύριος και Θεός σου, είμαι ένας ζηλόφθων θεός, η αλαζονεία έφερε την Πτώση και, το πιο απειλητικό: η πιο επικίνδυνη αλαζονεία είναι η πλαστή αλαζονεία της νόησης.
Ο Δαυίδ τιμωρήθηκε γιατί καταμέτρησε τους ανθρώπους, το λαό του. Δηλαδή τιμωρήθηκε επειδή χρησιμοποίησε το μυαλό του με επιστημονικό τρόπο. Παρομοίως και η ιδέα της εξωσωματικής γέννησης και οι πιθανές επιδράσεις στη φυλή, στο έθνος, στην οικογένεια και τα λοιπά, θεωρείται βλασφημία. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Κάθε παρέμβαση ή επέκταση θεωρείται επίθεση σ’ αυτή καθαυτή τη δομή του μυαλού, άρα επικίνδυνη, άρα βλασφημία. Η γλωσσική μεταρρύθμιση είναι η στην πράξη παρεμβολή στο θεϊκό έργο, αν και δεν πιστεύω ότι θα το εξέφραζε κανείς μ’ αυτές τις λέξεις. Όμως τέτοιες αντιρρήσεις είναι σημαντικές, καθώς σταματούν τους περισσότερους ακόμα κι απ’ την ιδέα της μεταρρύθμισης. Και φυσικά μια ιδέα είναι άχρηστη εκτός κι αν την αγκαλιάσουν πάρα πολλοί. Είναι ανόητο να γίνει μια τέτοια απόπειρα από έναν μόνον ή από μια κλίκα ομοϊδεατών.
Προς το παρόν μόνο ο Τζέιμς Τζόις φτιάχνει καινούργια γλώσσα στο έργο του. Το ζητούμενο όμως είναι αρκετές χιλιάδες ταλαντούχων αλλά νορμάλ ανθρώπων που θα αφιερωθούν στην εφεύρεση λέξεων με τη σοβαρότητα που το κάνουν οι ερευνητές του Σαίξπηρ. Αν γίνει μ’ αυτό τον τρόπο η δουλειά, θα δούμε θαύματα στη γλώσσα.
Και τώρα πώς θα γίνει κάτι τέτοιο, στη μέθοδο, τα μέσα. Το φαινόμενο της γλωσσοπλασίας εμφανίζεται με επιτυχία –αν και ακαλλιέργητο και σε μικρή κλίμακα– ανάμεσα στα μέλη μεγάλων οικογενειών. Κάθε μεγάλη φαμίλια έχει φτιάξει για προσωπική χρήση δυο τρεις λέξεις που είναι παράξενες και εκτός λεξικών αλλά το νόημα διαθέτει απόλυτη σαφήνεια και συμβολισμό ανάμεσα στους συγγενείς. Μ’ αυτό τον τρόπο έχουν συμπληρώσει μια έννοια για κάτι ή κάποιον κι ας μην υπάρχει πουθενά αλλού. Αρκεί που αυτοί την καταλαβαίνουν απόλυτα. Η εφεύρεση της συγκεκριμένης οικογενειακής λέξης έγκειται στις κοινές εμπειρίες των συγγενών. Γιατί βέβαια, χωρίς κοινή εμπειρία, καμιά λέξη δεν έχει νόημα.
Αν με ρωτήσετε: «Πώς μυρίζει το περγαμόντο;» θα απαντήσω: «Κάπως σαν λουίζα». Αν γνωρίζετε το φυτό λουίζα, θα κατανοήσετε τι εννοώ. Και η μέθοδος της εφεύρεσης νέων λέξεων θα είναι μια μέθοδος αναλογική και βασισμένη σε αλάθητες, αδιαπραγμάτευτες κοινές γνώσεις. Πρέπει να υπάρχουν σταθερά κι αδιαπραγμάτευτα κριτήρια ως στοιχεία αναφοράς χωρίς το παραμικρό μπέρδεμα, ακριβώς όπως η μυρωδιά του περγαμόντου. Στην πραγματικότητα οι νέες λέξεις θα πρέπει να αποκτήσουν φυσική, σχεδόν σωματική, ορατή υπόσταση. Οι γενικές συζητήσεις για τους ορισμούς είναι μάταιες. Ας σκεφτούμε με παραδείγματα: λέξεις που χρησιμοποιούν οι κριτικοί λογοτεχνίας, όπως «συναισθηματικό», «βάρβαρο», «θανατηφόρο» – λέξεις κενές νοήματος ή, πιο σωστά, εντελώς υποκειμενικού νοήματος αφού ο καθένας τις μεταφράζει διαφορετικά στο μυαλό του. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να δείξουμε το νόημα με κάποιον αλάθητο τρόπο κι ύστερα, όταν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι αναγνωρίσουν τη λέξη και αποφασίσουν ότι αξίζει να καταγραφεί, τότε να ονοματίσουμε το νόημα.
Το ζήτημα είναι πώς θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε αντικειμενική λεκτική απόδοση στη σκέψη και στο συναίσθημα.
Ας σκεφτούμε τον κινηματογράφο και πώς αυτοσυστήνεται. Η δύναμή του τεράστια. Με πόση ορμή αλλοιώνει την πραγματικότητα, ενεργοποιεί τη φαντασία και ξεφεύγει απ’ τους περιορισμούς του φυσικού κόσμου. Αν χρησιμοποιηθεί σωστά, ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο μεταφοράς της διανοητικής διαδικασίας. Το όνειρο, όπως είπα και πιο πάνω, ενώ δεν αποδίδεται με τις λέξεις, μπορεί τέλεια να αποδοθεί στην οθόνη. Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος αποκαλύπτει τα άλεκτα κοινά συναισθήματα και είμαι σίγουρος ότι στο μέλλον θα καταφέρει πολύ περισσότερα. Θα δώσει σχήμα και φόρμα σε σκέψεις, συναισθήματα, όνειρα, ακριβώς όπως οφείλει να κάνει και η γλώσσα.
Και μια σημείωση για την πρακτική φόρμα που πρέπει να πάρουν οι νέες λέξεις: Ας υποθέσουμε ότι αρκετές χιλιάδες ανθρώπων θα αφιερώσουν τον αναγκαίο χρόνο, ταλέντο και χρήμα για να βρουν νέες λέξεις. Ας υποθέσουμε ότι καταφέρνουν να ομοφωνήσουν για την εφεύρεση αρκετών νέων και απαραίτητων λέξεων ενώ ταυτόχρονα θα προσέχουν ώστε να απορρίπτουν κάθε εφεύρημα που δε στέκει και δεν επιβιώνει στα χείλη. Και πάλι κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να έχουν αντίληψη ότι η κάθε καινούργια λέξη, κάθε ανύπαρκτη προς το παρόν λέξη, περιμένει τη θέση της στο λεξιλόγιο, για να μην πω πολλές θέσεις σε πολλές άλλες γλώσσες.
Αν οι γλώσσες εξέφραζαν ουσιαστικά τα νοήματα, δε θα χρειαζόταν να παίζουμε με τους ήχους όπως κάνουμε τώρα, αν και νομίζω ότι πάντα θα υπάρχει συσχετισμός ήχου και νοήματος στις λέξεις. Πιστεύω ότι αυτή είναι μια αποδεκτή λογική θεωρία για την καταγωγή της γλώσσας. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, πριν από τις λέξεις, βασιζόταν στις κινήσεις κι όπως κάθε άλλο ζώο, κραύγαζε άναρθρα καθώς κινούνταν για να τραβήξει την προσοχή. Και τώρα κάνουμε ενστικτωδώς κινήσεις που αντιστοιχούν σε νοήματα και όλο το σώμα ανταποκρίνεται σαν τη γλώσσα μέσα στο στόμα. Έτσι οι κινήσεις της γλώσσας στο στόμα και οι συνοδευτικοί ήχοι θα συσχετιστούν με συγκεκριμένα νοήματα.
Στην ποίηση εμφανίζονται λέξεις που πέραν του ευθέος νοήματός τους, μεταφέρουν ιδέες με τους ήχους των λέξεων. Οι ποιητές ψάχνουν την απόδοση του νοήματος με το ρυθμό και τη μελωδικότητα, όσο και με την ακρίβεια την έννοιας. Ας πούμε η συλλαβή «πλαφ» φέρνει αυτομάτως συνειρμούς από νερό στο μυαλό του αναγνώστη. Το ίδιο πρέπει να συμβεί και στην εφεύρεση νέων λέξεων. Πρέπει να προσέξουμε τους ήχους εκτός απ’ τη νοηματική ακρίβεια. Και δεν ωφελεί αυτό που συμβαίνει προς το παρόν: συχνά βλέπουμε μια πρόσθετη συλλαβή σε μια γνωστή παλιά λέξη, στην προσπάθεια να αποδοθεί καινούργιο νόημα, όμως έτσι δεν πάμε μπροστά. Αυτού του είδους η αυθαιρεσία δεν προσθέτει τίποτα. Πρέπει να αποφασίσουμε ποια θα είναι η φυσική, ηχητική φόρμα της λέξης. Όπως θα συμφωνήσουμε και στα νοήματα, έτσι και στους ήχους και πάντα σε συνεργασία πολλών «εργατών» της γλώσσας.
Έγραψα αυτό το δοκίμιο βιαστικά και τώρα που το ξαναδιαβάζω, διαπιστώνω ότι έχει αδυναμίες στην επιχειρηματολογία και πολλές κοινοτοπίες. Εξάλλου, στους περισσότερους η πρότασή μου για γλωσσική μεταρρύθμιση θα φανεί ντιλεταντισμός ή παραφροσύνη. Πάντως αξίζει να σκεφτούμε τι σημαίνει η λεκτική ασυνεννοησία, να μην αγνοήσουμε το γεγονός αυτό και τις συνέπειές του. Προς το παρόν η τέχνη της γλώσσας μεταβιβάζεται βιωματικά απ’ τον έναν στον άλλον. Ως ένα βαθμό όμως. Όλα θα ήταν πιο εύκολα αν η γλώσσα είχε μεγαλύτερη επάρκεια στην απόδοση εννοιών. Μία είναι η απορία: αφού οι γνώσεις μας, η περιπλοκότητα της ζωής και της σκέψης μας, εξελίσσονται ιλιγγιωδώς, γιατί η γλώσσα, που αποτελεί το κύριο μέσο επικοινωνίας, να μένει αμετάβλητη; Γι’ αυτό ακριβώς νομίζω ότι η εσκεμμένη εφεύρεση νέων λέξεων αξίζει τουλάχιστον λίγη σκέψη παραπάνω.
Πηγή: diastixo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου