Η πρόσφατη «ενδιάμεση» έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση (Education Policy in Greece: A Preliminary Assessment) επανέφερε στον δημόσιο χώρο το ζήτημα της αυτονομίας του σχολείου. Το ζήτημα προέκυψε ως εναλλακτική στο κεντρικά ελεγχόμενο σχολείο, το οποίο, με εξαιρέσεις, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, αποτέλεσε κομβικό μηχανισμό σχηματισμού κρατών-εθνών.
«Η μαζική σχολική εκπαίδευση», γράφει ο Βρετανός καθηγητής A. Green, «δεν προέκυψε αυθόρμητα από τη λαϊκή ζήτηση ή από τη δράση των δυνάμεων της αγοράς και μόνο. Ηταν σε μεγάλο βαθμό οργανωμένη άνωθεν, από το κράτος. Το συμπέρασμα αυτό είναι σαφώς αντίθετο με το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα ότι η εκπαίδευση αναπτύχθηκε ως ανταπόκριση στην αγορά και ότι στη φιλελεύθερη Αγγλία η αγορά παρείχε ιδιαίτερα επαρκή σχολική εκπαίδευση μέσω των εθελοντικών πρωτοβουλιών. […] Προφανώς, τα συγκεντρωτικά κράτη δημιούργησαν συγκεντρωτικές εκπαιδευτικές γραφειοκρατίες, ενώ πιο φιλελεύθερα κράτη, όπως οι ΗΠΑ, δημιούργησαν ιδίως αποκεντρωτικά συστήματα».
Από τον 20ό αιώνα τα προοδευτικά παιδαγωγικά κινήματα διεκδίκησαν να αποφασίζει η εκπαιδευτική κοινότητα με τους εμπλεκόμενους φορείς (μαθητές, γονείς, τοπική κοινωνία) για τη σχολική ζωή συνολικά, με στόχο την αυτονομία - νοούμενη διπλά. Οι φορείς -κατά πρώτον οι μαθητές- να μην είναι ετερόνομοι αλλά αυτόνομοι σε κάθε τους δραστηριότητα. Να μπορούν διαβουλευόμενοι να παίρνουν τις σωστότερες αποφάσεις και να τις υλοποιούν. Οι έννοιες-κλειδιά είναι συνεργασία και αυτενέργεια, οι οποίες εκπηγάζουν από τη θεώρηση του παιδιού ως σκεπτόμενου όντος και του εκπαιδευτικού ως εμψυχωτή που λογοδοτεί.
Οι εκπαιδευτικές αρχές, κεντρικές και τοπικές, δεν εξαλείφονται. Αποκεντρώνονται με διπλό στόχο: τη λήψη οικονομικότερων αποφάσεων και την ενεργότερη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Γι' αυτό σε πολλές χώρες πολλές αρμοδιότητες εκχωρήθηκαν στην τοπική αυτοδιοίκηση, τα αναλυτικά προγράμματα είναι ανοιχτά και αναδυόμενα, δηλαδή οργανώνονται μέσα στο σχολείο.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ υιοθετεί σε επίπεδο λόγου βασικές αρχές της προοδευτικής παιδαγωγικής. Καταλογίζει στην ελληνική εκπαίδευση ότι παραμένει συγκεντρωτική και δεν λογοδοτεί αρκούντως. Υπό το πρίμα αυτό εξηγεί τις επιδόσεις της. Ενδεικτικά διαβάζουμε σε προηγούμενη έκθεση, του 2009, για τον διαγωνισμό PISA.
«Στις χώρες όπου τα σχολεία έχουν μεγαλύτερη αυτονομία στο περιεχόμενο σπουδών και στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών, οι μαθητές τείνουν να τα πάνε καλύτερα. Σε χώρες όπου τα σχολεία λογοδοτούν για τα αποτελέσματά τους δημοσιοποιώντας τις επιδόσεις και τα σχολεία χαίρουν μεγαλύτερης αυτονομίας στην κατανομή των πόρων αυτά τείνουν να επιδεικνύουν καλύτερες μαθητικές επιδόσεις από εκείνα με μικρότερη αυτονομία».
Η έκθεση προβαίνει σε διαπιστώσεις αρκετές από τις οποίες είναι εύστοχες (συγκριτικά χαμηλό ποσοστό παιδιών στα νηπιαγωγεία, ανεπαρκής χρηματοδότηση, ελλείψεις σε υποδομές, ανεπαρκής επαγγελματική εκπαίδευση). Εμπεριέχει και πραγματολογικές ανακρίβειες (για τη χρηματοδότηση στην εκπαίδευση, τον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών, το σχέδιο «Αθηνά» για τα ΑΕΙ, τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη).
Κυρίως, όμως, η έκθεση εγείρει ενστάσεις σε δύο σημεία. Διαπνέεται από αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες πριν από δεκαετίες αποκάλεσαν δυτικοκεντρισμό, στην περίπτωσή μας αμερικανοκεντρισμό. Η εκπαίδευση των ΗΠΑ προβάλλει ως πρότυπο προς υιοθέτηση -χωρίς να λέγεται το γιατί και το πώς. Κατά δεύτερον, υιοθετεί άκριτα αρχές του νεοφιλελευθερισμού που ακυρώνουν μεγάλο μέρος από τις παιδαγωγικές της αρχές, ιδιαίτερα αυτές περί αυτονομίας και λογοδοσίας.
Αμερικανοκεντρισμός και νεοφιλελευθερισμός προβάλλουν γλαφυρά σε τρεις από τις κεντρικές προτάσεις της έκθεσης. Προτείνεται η πρόσληψη των εκπαιδευτικών ανά περιφέρεια, γιατί μένοντας στον τόπο τους θα βοηθήσουν περισσότερο εφόσον γνωρίζουν τα προβλήματα. Πρόταση εύηχη, αλλά αποσιωπάται τόσο ο τρόπος επιλογής όσο και η υπόθεση υποψηφιότητας όλων των δικαιούχων παντού, που μπορεί να οδηγήσει στην αντίθετη κατεύθυνση.
Κατά δεύτερον, ενώ η έκθεση υπερθεματίζει τη συνεργασία των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, προβάλλει ως θεμελιώδη στόχο την κατάρτιση στελεχών-ηγετών επιφορτισμένων με τη διαχείριση της εκπαιδευτικής μονάδας. Ετσι, περνάμε από τον εκπαιδευτικό που επιλέγεται διευθυντής στον μάνατζερ που διευθύνει. Ετσι ακυρώνονται τόσο η αυτονομία του σχολείου όσο και η συνεργασία εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας. Απλώς περνάμε σε μία μη κρατικά ελεγχόμενη, έστω αυτόνομη, επιχείρηση που διευθύνεται από μάνατζερ.
Το ίδιο πρόβλημα ενυπάρχει, τέλος, στη σχέση του σχολείου με την αγορά εργασίας. Προφανώς μία από τις αποστολές του σχολείου ήταν και παραμένει η άρτια κατάρτιση ώστε οι απόφοιτοι να πετύχουν επαγγελματικά. Κανένα παιδαγωγικό ρεύμα δεν αντιτάχθηκε, ούτε αντιτίθεται, στην ύπαρξη εμπνευσμένων εκπαιδευτικών και στην καλλιέργεια δεξιοτήτων σε όλα τα παιδιά.
Δεν θέτουν, όμως, και ως στόχο την ασαφή «προσαρμογή» στην αγορά, ούτε τη συγκρότηση αναλυτικών προγραμμάτων με γνώμονα την απόκτηση δεδομένων δεξιοτήτων. Αντίθετα, εστιάζουν στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων του κάθε παιδιού ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει δημιουργικά σε νέες καταστάσεις και προκλήσεις. Με τον τρόπο αυτόν, το σχολείο συν-διαμορφώνει προσωπικότητες αλλά και την ίδια την αγορά.
Παντελής Κυπριανός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Πηγή: Εφημερίδα Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου