Ένα θεμελιώδες ζήτημα που χωρίζει εμάς τους Ελλαδίτες από την υπόλοιπη Ευρώπη είναι η πολιτική κουλτούρα. Με αποτέλεσμα να μιλάμε άλλη γλώσσα, να χρησιμοποιούμε διαφορετικό κώδικα – όπως, περίπου, οι αρματολοί και οι κλέφτες έναντι των Βαυαρών.
Προχθές επισκέφτηκα ένα λύκειο όπου διαπίστωσα ότι, στο μάθημα της πολιτικής αγωγής, ο καθηγητής ανέλυε ως ιδανικό πολίτευμα την «άμεση δημοκρατία» απορρίπτοντας την υπάρχουσα αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως «προσωπείο» και «απάτη». Ο καθηγητής, με ύφος αγκιτάτορα, έκανε λόγο για το «κράτος ως κατασταλτικό μηχανισμό» υπονοώντας ότι η κατάργησή του εξασφαλίζει την ανθρώπινη ελευθερία. Για να υπογραμμίσει αυτή τη θέση, στη διάρκεια του μαθήματος, σε κάθε μικρή απόφαση που έπρεπε να ληφθεί, καλούσε τους μαθητές να ψηφίσουν δι’ ανατάσεως της χειρός. Αυτό άρεσε στα παιδιά και χειροκροτούσαν ενθουσιασμένα. Η εικόνα δίνει, νομίζω, πολλές πληροφορίες για την τροπή που έχει πάρει η παιδεία, καθώς και για άγνοια, τις παραμορφώσεις και το χάσμα της επικοινωνίας τόσο μεταξύ μας όσο και σε μακρο-επίπεδο με τις δημοκρατικές χώρες.
Αν απομακρυνθούμε από την αρχαία Ελλάδα, η συζήτηση περί δημοκρατίας γίνεται αρκετά περίπλοκη: οι Ρωμαίοι αντικατέστησαν την ελληνική λέξη «δήμος» με τη λατινική λέξη «populus» που απέκτησε διαφορετικές συνηχήσεις. Οι Ρωμαίοι –και αργότερα ο μεσαιωνικός πολιτισμός– προσέδωσαν στον όρο νομική έννοια και οργανική οντότητα. Εν μέρει από τον Αριστοτέλη (ο δήμος είναι «οι φτωχοί») και εν μέρει από τον Μαρξ (το «προλεταριάτο»), η έννοια του λαού ταυτίστηκε με το φτωχότερο ή το πιο πολυπληθές κομμάτι του δήμου. Ωραία μέχρις εδώ. Αλλά πρέπει να προστεθεί η αρχή της απόλυτης ή της σχετικής πλειοψηφίας. Η πρώτη σημαίνει ότι οι περισσότεροι, η πλειοψηφία, έχουν όλα τα δικαιώματα, ενώ οι λιγότεροι, η μειοψηφία, στερούνται δικαιωμάτων: αυτή η αρχή ανήκει στον αρχαίο κόσμο και στα αυταρχικά, λαϊκά καθεστώτα. Όσο για την αρχή της σχετικής πλειοψηφίας σημαίνει ότι οι περισσότεροι έχουν δικαίωμα να κυβερνούν υπό τον όρον να σέβονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας.
To περιεχόμενο του μαθήματος της πολιτικής αγωγής στο σχολείο μού φάνηκε εξαιρετικά ανησυχητικό: ήταν μια μορφή αντιεξουσιαστικής προπαγάνδας. Δεν άκουσα ούτε έναν υπαινιγμό σχετικά με τη δημοκρατία που εμπνέεται από τον κανόνα της περιορισμένης ή μετριασμένης πλειοψηφίας, ούτε για την απόσταση ανάμεσα στη θεωρία της δημοκρατίας (και την εφαρμογή της σε μικρογραφία) και στην εμπειρία της δημοκρατίας σε μεγάλες διαστάσεις. Η ανθρωπότητα προσπαθεί επί πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια να γεφυρώσει αυτά τα δύο και να περάσει από τη μικρή δημοκρατική κοινότητα στη δημοκρατία των μεγάλων αριθμών την οποία συγκροτούν οι λαοί και τα έθνη. Η δημοκρατία μεγάλης κλίμακας χάνει στη διαδρομή πολλές από τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη γνησιότητα της δημοκρατικής εμπειρίας «πρόσωπο με πρόσωπο»: ό,τι είναι εφικτό στη δημοκρατία μικρής κλίμακας γίνεται αδύνατο στη δημοκρατία μεγάλης κλίμακας.
Φοβάμαι ότι πολλοί καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης δεν διαμορφώνουν πολίτες με πολιτική αρετή, αλλά μέλη όχλου έτοιμα να κάψουν τον κόσμο. Το όραμα που προβάλλουν είναι, εκτός από την κατάργηση του κράτους, μια δυστοπία όπου ο «λαός» κατέχει ολόκληρη την ισχύ σε μια κατάσταση απόλυτης «ισότητας». Η ισχύς είναι μια σχέση: κάποιος έχει ισχύ (εξουσία) επί ενός άλλου επειδή κάτι πρέπει να γίνει, κάτι που χωρίς «εξουσία» δεν θα γινόταν. Ο Ροβινσώνας Κρούσος, μόνος στο νησί όπου ναυάγησε, προτού γνωρίσει τον Παρασκευά, δεν είχε καμιά εξουσία. Το πρόβλημα περιπλέκεται όταν η σχέση ισχύος δεν αφορά δύο άτομα, αλλά ολόκληρες ομάδες. Όμως, το σχήμα παραμένει το ίδιο. Ο λαός («όλοι») έχει εξουσία σε σχέση με άλλους. Ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Πρoτού απαντήσουμε, σημειώνουμε ότι η «λαϊκή εξουσία» είναι μια ελλειπτική έκφραση που δεν δίνει εξηγήσεις για την πολιτική διαδικασία. Επιστρέφω στο ερώτημα: Εξουσία του λαού σχετικά με ποιον; Προφανώς, σχετικά με τον ίδιο τον λαό. Σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει μια ανοδική κίνηση μετάδοσης της εξουσίας από τον λαό προς την κορυφή του δημοκρατικού συστήματος, καθώς και μια καθοδική κίνηση της εξουσίας της κυβέρνησης προς τον λαό. Έτσι, ο λαός είναι ταυτοχρόνως κυβερνών και κυβερνώμενος.
Πρόκειται για πολύ ευαίσθητη διαδικασία διότι αν στη μετάδοση της εξουσίας οι ελεγχόμενοι αποσπάσουν τον έλεγχο από τους ελεγκτές, η κυβέρνηση επί του λαού διακινδυνεύει να μην έχει καμιά σχέση με την κυβέρνηση του λαού. Εδώ είναι που μας χρειάζεται ο μηχανισμός του Συντάγματος τον οποίον στην Ελλάδα περιφρονούν τόσο η κυβέρνηση όσο και μερικά κόμματα.
Για να αποσαφηνίσουμε το πρόβλημα, πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ της θεωρίας και της πράξης της εξουσίας. Η θεωρία λέει: Η εξουσία απορρέει και διέπεται από τους νόμους – η εξουσία του λαού ανήκει στον λαό δικαιωματικά. Ναι, αλλά εδώ αναφερόμαστε μόνο σε θεωρητικό δικαίωμα. Σημασία έχει η πράξη: Η πραγματική εξουσία ανήκει σε όσους την ασκούν. Πώς αποδίδεται στον λαό, στον δικαιούχο της εξουσίας, το δικαίωμα να ασκεί την εξουσία; Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία το πρόβλημα λύνεται μέσω της αντιπροσωπευτικής μετάδοσής της. Αυτή η αντιπροσωπευτικότητα, μολονότι κάνουμε εκλογές τόσο συχνά, απαξιώνεται.
Πράγματι, η ανάθεση των αποφάσεων σε εκπροσώπους δεν αρκεί – χρειάζεται συμμετοχικότητα. Εδώ τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο: συμμετοχικότητα σε ποιο βαθμό; Εξάλλου, απ’ ό,τι επεσήμανα στο σχολικό μάθημα της πολιτικής αγωγής, η παρεξήγηση συνεχίζεται: ο καθηγητής υποστήριζε μια τόσο έντονη και καθημερινή συμμετοχή ώστε θα μπορούσε να καταλήξει σε ένα είδος πολίτη που ζει για να εξυπηρετεί τη δημοκρατία, ενώ, σε κανονικές συνθήκες, η δημοκρατία πρέπει να εξυπηρετεί τον πολίτη. Κοντολογίς, στο μάθημα πολιτικής αγωγής άκουσα ένα απαράδεκτο αίτημα: αφοσιωθείτε στον πολιτικό αγώνα, ανατρέψτε τη δημοκρατία, εργαστείτε για την ουτοπία. Αν διαπαιδαγωγούμε έτσι τα παιδιά, δεν έχουμε θέση στο ευρωπαϊκό περιβάλλον – αν θέλουμε να γκρεμίσουμε τους θεσμούς και το «κατασταλτικό κράτος» το όνειρό μας δεν είναι ο πολιτισμός αλλά η βαρβαρότητα.
Πηγή: ΠολίτηςOnline
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου