Καμιά φορά κάνει μπαμ το σπίτι όπου μεγαλώνουν κορίτσια. Eνα στυλό με μια φούντα στην κορυφή, μια κούκλα ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ, γκλίτερ στο τραπέζι του σαλονιού, δυο ζευγάρια… κοτσίδια πίσω από την πλάτη του μπαμπά. «Τέσσερις γυναίκες είναι αυτή τη στιγμή στο σπίτι», λέει ο Γιώργος Βαλασόπουλος με ένα μειδίαμα που εύκολα μπορείς να αποκρυπτογραφήσεις: περηφάνια. Εχουμε και λέμε: η Ελενα Μαρούτσου, η βραβευμένη συγγραφέας και σύζυγός του, η Μικαέλλα, η 9χρονη κόρη τους, η Σ., η 8χρονη κόρη τους, και… η γάτα.
Ηταν πάντα μια ευτυχισμένη οικογένεια, συμβαίνει να το γνωρίζω. Από τον περασμένο Φεβρουάριο, όμως, ζουν μια νέα, διαφορετική ευτυχία. Ηταν τότε που ήρθε να μείνει μαζί τους η Σ., ένα πρόσχαρο κορίτσι από το Αφγανιστάν, στο πλαίσιο προγράμματος αναδοχής ασυνόδευτων ανηλίκων.
«Οταν ξεκινήσαμε τη διαδικασία, δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω», λέει η Ελενα, φέρνοντας να πιούμε τσάι όσο τα κορίτσια έπαιζαν στο δωμάτιό τους. «Ηξερα ότι ήθελα να το κάνω. Το είπα και στη Μικαέλλα και ήταν πολύ ενθουσιώδης. Πάντα μας έλεγε ότι θα ήθελε μια αδελφή και αυτό μας κινητοποίησε ακόμα περισσότερο».
Αρχισε να κάνει ένα ένα τα βήματα, όπως κάνεις κάτι χωρίς να πιστεύεις απόλυτα ότι θα πετύχει.
«Κάνεις το επόμενο βήμα και λες βλέπουμε. Και όσο περνάει ο καιρός ζεσταίνεσαι». Ισως από τύχη, ίσως από μια περίεργη σοφία της διαδικασίας, η προετοιμασία (συνεντεύξεις με ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, μάζεμα απαραίτητων χαρτιών κ.λπ.) διήρκεσε εννέα μήνες, όσο θέλει και ένας οργανισμός να συμβιβαστεί και να ενθουσιαστεί με τον ερχομό ενός παιδιού.
Τον Φεβρουάριο η Αθήνα ήταν χιονισμένη. Ενα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν και οι τέσσερις μαζί ήταν μια βόλτα στους χιονισμένους δρόμους. «Κάποια στιγμή η Σ. θέλησε να μου πει κάτι, αλλά σάστισε γιατί δεν ήξερε πώς να με αποκαλέσει. Τότε της λέει η Μικαέλλα: “Πώς θες να τη λες; Ελενα; Κυρία Μαρούτσου; Μαμά;” Η Σ. απαντά “μαμά”. Ηταν σαν να της έδωσε η Μικαέλλα το οκέι. Και κάπως έτσι από την πρώτη μέρα το παιδί μάς λέει “μαμά” και “μπαμπά”».
Με τη μαμά της επικοινωνεί όταν είναι εφικτό μέσω Skype. «Την πρώτη φορά που μίλησαν δεν θα την ξεχάσουμε», λέει η Ελενα. Η Σ. της έλεγε για το σχολείο, τη δασκάλα, τις φίλες της. Η μαμά της τής έλεγε τι όμορφη που είναι και πώς μάκρυναν τα μαλλιά της. Η Σ. της έδειξε τα νέα της παπούτσια. «Ποιος σου τα πήρε;» τη ρώτησε η μαμά της. «Η Σ. δεν ήθελε να την πληγώσει και δεν είπε “ο μπαμπάς και η μαμά”, όπως μας αποκαλεί, αλλά ούτε και σκέτα “η Ελενα και ο Γιώργος”, για να μην πληγωθούμε εμείς. Είπε “αφού ξέρεις, μαμά, μένω τώρα με μια οικογένεια. Αυτή η οικογένεια μου τα πήρε”». Σε εκείνη τη συνομιλία υπήρχε ένα κράτημα και από τις δυο, μια αμηχανία, περιγράφει η Ελενα. Τότε η Σ. έφερε ένα παλιό μπλε τετράδιο, γεμάτο αυτοκόλλητα, δώρο που της είχε κάνει η μαμά της όταν έμεναν μαζί. Το κόλλησε στην οθόνη και έμειναν και οι δύο να κλαίνε για ώρα…Ηταν η προσπάθεια της Σ. να νιώσει ασφαλής, εκτιμά σήμερα η Ελενα. «Φαντάσου να σε παίρνουν από τη μαμά σου (σ.σ. το κορίτσι απομακρύνθηκε με εισαγγελική εντολή από τη μητέρα της, καθώς δεν ήταν σε θέση να τη φροντίσει) και να σε ρίχνουν σε ένα άγνωστο σπίτι με μια άγνωστη οικογένεια. Είχε ανάγκη να αισθανθεί ότι την αγαπάνε, να εκμαιεύσει από τους άλλους αυτή την αγάπη. Και πράγματι είναι πολύ δυνατό να σε φωνάζει ένα παιδί “μαμά”, “μπαμπά”». Οι λέξεις γεμίζουν με το νόημά τους. «Αρχίζεις αυτόματα να αισθάνεσαι μαμά και μπαμπάς».
Τον πρώτο καιρό
Πέρασε αρκετός καιρός όμως μέχρι να νιώσει η Σ. αληθινά ασφαλής. «Στην αρχή είχε μια συμπεριφορά σαν να την έχουμε πάρει δόκιμη υπηρέτρια και περιμένουμε να δούμε αν θα τα βγάλει πέρα. Ετρωγε και έλεγε αμέσως “να πλύνω τα πιάτα;” ή “να καθαρίσω την άμμο της γάτας;” Σαν να ήθελε να δείξει ένα καλό πρόσωπο για να την κρατήσουμε. Σήμερα παραμένει ένα πολύ φιλότιμο παιδί, αλλά φέρεται σαν ένα κανονικό παιδί, δεν θέλει να κάνει όλες τις δουλειές σαν τη Σταχτοπούτα!»
Χρειάστηκε καιρός μέχρι να προσαρμοστεί και η Μικαέλλα στις νέες συνθήκες. «Μια φορά μάς είπε “θέλω την παλιά μου ζωή πίσω”. Ηταν λογικό, ήταν σοκ για εκείνη. Σήμερα συνεχώς μας ρωτάει πώς θα γίνει η Σ. να μείνει μαζί μας για πάντα. Εχουν γίνει κανονικές αδελφές. Με όλες τις συγκρούσεις που μπορεί να έχει μια τέτοια σχέση. Αλλά θέλουν η μία την άλλη».
Λες και κατάλαβαν τι λέγαμε, τα δύο κορίτσια εισέβαλαν εκείνη τη στιγμή στο σαλόνι. «Μαμά, να πάρουμε Goody’s το βράδυ;» ρωτάει η Σ. σε άπταιστα ελληνικά (πριν από την αναδοχή ζούσε ήδη δύο χρόνια στην Ελλάδα). «Φάγαμε ρεβίθια το μεσημέρι», εξηγεί σε μένα. Η Μικαέλλα υπερθεματίζει ενώνοντας τα δυο της χέρια. «Στέλνουν και δωράκι!» Αφού παίρνουν ένα αμφίσημο «θα δούμε», επιστρέφουν στο δωμάτιο αγκαλιασμένες.
Για τη μικρή Σ., οι εννέα τελευταίοι μήνες μετρούν σαν χρόνια. Σε αυτούς έμαθε να γράφει και να διαβάζει (όταν τη γνώρισαν ήταν αναλφάβητη και στη μητρική της γλώσσα και στα ελληνικά), έμαθε να κολυμπά ξεπερνώντας τον φόβο της για τη θάλασσα (όπως τόσα προσφυγόπουλα, ήρθε με βάρκα στην Ελλάδα), απέκτησε γενέθλια (η πραγματική ημερομηνία γέννησής της είναι άγνωστη), αλλά και γιορτή (από τη μετάφραση στα ελληνικά του ονόματός της), απέκτησε μια νέα οικογένεια. «Το να φροντίζεις ένα παιδί σε κάνει να το αγαπάς. Αυτό λέω στους ανθρώπους που θέλουν να υιοθετήσουν. Δεν γίνεται παιδί σου όταν βγαίνει από μέσα σου. Γίνεται καθώς το φροντίζεις».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου