Εικόνες που θύμιζαν μυθιστόρημα του Ντίκενς, με παιδιά να κοιμούνται στο πάτωμα ανάμεσα σε ποντικούς, κατσαρίδες και ακαθαρσίες, ήταν το πρώτο που αντίκρισαν αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις του Μεξικού, σε επιχείρησή τους στην πόλη Σαμόρα της επαρχίας Μιτσοακάν, για να διασώσουν κάπου 600 άτομα, ανάμεσά τους 462 παιδιά, που κρατούνταν σε συνθήκες σκλαβιάς σε «φιλανθρωπικό» ίδρυμα.
Οι αρχές είχαν λάβει δεκάδες καταγγελίες κατά της διοίκησης του ιδρύματος «Μεγάλη Οικογένεια», ένα οικοτροφείο διάσημο και θεωρούμενο πρότυπο για τη φροντίδα που υποτίθεται ότι παρείχε σε ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά και ενήλικες με ψυχικές διαταραχές. Αλλά ήταν πέντε καταγγελίες που κατατέθηκαν τις τελευταίες ημέρες από γονείς κοριτσιών τα οποία κρατούνταν αιχμάλωτα σε αυτό που κινητοποίησαν τις αρχές.
Σύμφωνα με καταθέσεις των ίδιων των θυμάτων, η μόνη οικογένεια που υπήρχε στο ίδρυμα «Μεγάλη Οικογένεια» ήταν αυτή μιας μαφίας που υπό τις διαταγές της ιδρύτριας και διευθύντριάς του, Ρόσα ντελ Κάρμεν Βερντούσκο, υπέβαλε παιδιά και ενήλικες σε ψυχολογική και σωματική βία. Η «χέφα» (αρχηγός), όπως την αποκαλούσαν, τους στερούσε την τροφή ή τους τάιζε με σάπια τρόφιμα, τους υποχρέωνε να κοιμούνται στο πάτωμα ανάμεσα στα ποντίκια, τους ανάγκαζε να ζητιανεύουν ή να δουλεύουν για λογαριασμό της, τους κρατούσε αιχμάλωτους απαγορεύοντάς τους την έξοδο από το οίκημα, ενώ πολλά από αυτά τα παιδιά υφίσταντο και σεξουαλική κακοποίηση. Τα δε μωρά που γεννιούνταν εκεί δηλώνονταν ως παιδιά της «χέφα» στερώντας από τους γονείς τους την κηδεμονία και την επικοινωνία με αυτά. «Εγκληματίες, τοξικομανείς ή παιδιά του δρόμου, όλα φέρουν το επίθετο Βερντούσκο. Είμαι μητέρα όλων τους, η μαμά-Ρόσα» αυτοδιαφημιζόταν στην ιστοσελίδα της στο Facebook.
Ο γενικός εισαγγελέας Χεσούς Μουρίγιο, που διέταξε τη σύλληψη της Βερντούσκο και οκτώ συνεργατών της για παράνομη στέρηση της ελευθερίας, εκμετάλλευση, αλλά και για κακοποιήσεις, περιλαμβανομένης και της σεξουαλικής, δεν απέκλεισε στην υπόθεση να εμπλέκονται και εγκληματικές οργανώσεις που σε συνεργασία με τη διοίκηση του ιδρύματος πιθανόν να εκμεταλλεύονταν τα παιδιά και διερευνά επίσης αν κάποια από αυτά υποχρεώθηκαν να διακινήσουν ναρκωτικά, προωθήθηκαν σε δίκτυα πορνείας ή έγιναν θύματα εμπορίας οργάνων.
Είναι άξιο απορίας πώς ένα ίδρυμα που λειτουργούσε επί περισσότερα από 40 χρόνια, φιλοξενούσε τόσα παιδιά και απολάμβανε συμβάσεις με δημόσιες υπηρεσίες δεν είχε ποτέ ελεγχθεί, ιδίως μετά το 2000 όταν άρχισαν οι φήμες για κρούσματα κακοποίησης. Τότε ο Συνήγορος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έπειτα από έρευνά του, είχε επισημάνει πως δεν στοιχειοθετούνται λόγοι για να δηλώνει η Βερντούσκο τα φιλοξενούμενα παιδιά ως δικά της, ότι οι ανήλικοι στερούνταν της ελευθερίας τους και οι γονείς που επιχειρούσαν να ανακτήσουν την κηδεμονία των παιδιών τους δεν τα κατάφερναν. Αλλά η «χέφα» είχε πολύ καλές διασυνδέσεις με τις τοπικές και ομοσπονδιακές αρχές και έχαιρε της επίσημης στήριξης της πρώην πρώτης κυρίας Μάρτα ντε Φοξ. Επαιρνε μάλιστα χορηγίες από επιχειρηματίες και πολιτικούς, κάποιοι από τους οποίους περιελάμβαναν τη «Μεγάλη Οικογένεια» στις επίσημες επισκέψεις τους στη διάρκεια διαφημιστικών ή προεκλογικών εκστρατειών αντίστοιχα.
Της Χριστίνας Πάντζου στην Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου