Ό,τι υπάρχει για τον άνθρωπο, υπάρχει μέσ' από τα μάτια του ανθρώπου. Και τα ζώα γίνονται κατανοητά στον άνθρωπο γενόμενα άνθρωποι. Όποιος έχει σκύλο ή γάτα και βγει κάπως έξω απ' τον εαυτό του και τον παρατηρήσει από απόσταση, θα καταλάβει πολύ καλά τι λέω. Μιλάει στο ζώο του, σαν αυτό να 'ναι άνθρωπος• μονάχα έτσι μπορεί να το καταλάβει. Πώς αλλιώς; Κι όσο πιο «άνθρωπος» είν' ένα ζώο στα χαρακτηριστικά του, στη ματιά, στο φέρσιμό του, τόσο μας είναι πιο κοντινό και τόσο πιο εύκολο μας είναι να το εξανθρωπίσουμε και να το νιώσουμε «δικό μας». Όχι δικό μας ζώο, μα σαν «δικό μας άνθρωπο». Έτσι, ερήμην των άλογων πλασμάτων, και με τον εξανθρωπισμό τους απ' τον άνθρωπο, έχουν συμπορευτεί άνθρωποι και ζώα στον πολιτισμό, στον πόλεμο, στη λογοτεχνία.
Τα ζώα, πιο απλές ενσαρκώσεις ξεκάθαρων γνωρισμάτων, μιλάνε και παραδειγματίζουν στους μύθους του Αισώπου. Παρόμοια στον Γάλλο Αίσωπο, τον Λαφοντέν (Jean de La Fontaine, 1621-1695), και τους δικούς του μύθους. Και στις λιθογραφίες του ο Γκρανβίλ (Grandville, 1803-1847), μ' οξύ σαρκασμό, έχει κουστουμαρισμένα και καπελωμένα ζώα να αναπαριστούν ανθρώπινες σκηνές και, μέσ' απ' τη χρήση της ζωόμορφης μουτσούνας, ο καλλιτέχνης ξεγυμνώνει τα χούγια των συγκαιρινών του, με σκληράδα που δεν αφήνει περιθώριο γι' αθώο γέλιο στη θέα του «άρρωστου σκύλου που δέχεται τις περιποιήσεις ενός γουρουνιού, ενώ οι γιατροί, ένας βραδύπους, μια βδέλλα, μια θαλάσσια αγελάδα, μια κανθαρίδα, ένας γερανός και άλλοι, προσπαθούν να κάνουν διάγνωση» ή του «νοσοκομείου όπου χειρουργοί είναι ένας καρχαρίας και ένα πριονόψαρο, και οι φοιτητές της ιατρικής είναι αρουραίοι, κοράκια και όρνια» ή, πάλι, του «γάμου της πεταλούδας με τη λιβελλούλη».
Εξυπακούεται, στα παραμύθια, τους μύθους, θρησκευτικούς και λαϊκούς, και τα λαϊκά τραγούδια, δεν υπάρχει ζώο δίχως λαλιά – τα ζώα είναι μαντατοφόροι, είναι μαγικοί βοηθοί, προαγγέλλουν συμφορές ή φέρνουν την ελπίδα, είναι πάνσοφα ή μπιτ κουτά, ψοφοδεή ή σωστά... λιοντάρια. Στους ελληνικούς μύθους, παραμύθια και τραγούδια: η αλεπού, ο λύκος, ο γάιδαρος, ο κόρακας, ο τσουτσουλιάνος• και στους απανταχού της γης μύθους σ' όλες τις εποχές – απ' τον κατεργάρη Αφρικανό Ανάνσι την αράχνη, ως τους επίσης κατεργαραίους Γάλλο Ρενάρ την αλεπού και Κινέζο βασιλιά Πίθηκο, κι ως τον Μίσα την αρκούδα των ρωσικών παραμυθιών.
Μα τα ζώα που μιλάνε είν' ο κανόνας και στη λογοτεχνία για παιδιά, που 'ναι αστική και γραπτή, αλλιώτικη από το παραμύθι, που 'ναι της υπαίθρου και προφορικό αρχικά, προτού να γραφτεί εκ των υστέρων. Ατελείωτος εδώ ο κατάλογος και μονάχα να κορφολογήσω μπορώ μερικούς τίτλους. Είναι το Λευκό Κουνέλι, κι όχι μόνο, στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων (1865) του Λιούις Κάρολ• είναι τα ζώα στο όχι και τόσο, ή καθόλου, παιδικό Βιβλίο της ζούγκλας (1894) του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Στον Πινόκιο (1883) του Κάρλο Κολόντι, το ξύλινο αγόρι συναντάει ζώα με λαλιά: έναν γρύλο, μια αλεπού, έναν γάτο. Στον Άνεμο στις ιτιές (1908) του Κένεθ Γκρέιαμ, πρωταγωνιστές είναι ο συντηρητικός, καλοσυνάτος Τυφλοπόντικας, ο φιλικός Νεροπόντικας, ο μοναχικός και σεπτός Ασβός κι ο κακομαθημένος, φαντασμένος, κουφιοκέφαλος Βάτραχος – κοντολογίς, τέσσερις Εγγλέζοι παλιόφιλοι που, μασκαρεμένοι σε ζωάκια της αγγλικής υπαίθρου, έχουν όλες τις αρετές, και τα λιγοστά κουσούρια, που θέλει ο μέσος Εγγλέζος να αναγνωρίζει στον εαυτό του. Το Στο λόφο του Γουότερσιπ (1972) του Ρίτσαρντ Άνταμς είναι μια συναρπαστική περιπέτεια, ένα αντιαπολυταρχικό έργο, επικό και ηρωικό στην παράδοση της Οδύσσειας ή της Αινειάδας, μα μ' ήρωες κουνέλια. Τα εφτάτομα Χρονικά της Νάρνια (1950-56) του Κλάιβ Στέιπλς Λιούις είναι μια χριστιανική αλληγορία στο φανταστικό βασίλειο της Νάρνια, με ζώα που μιλούν και με τη μεσσιανική φιγούρα να 'ναι ένα λιοντάρι, ο Ασλάν. Και, πιο πρόσφατα, στην Τριλογία του κόσμου (1995-2000) του Φίλιπ Πούλμαν, κάθε ήρωας συντροφεύεται από το δαιμόνιό του, τη ζωόμορφη ενσάρκωση του μύχιου εαυτού του.
Σπανιότερα τα ζώα που μιλάνε, στη λογοτεχνία για ενηλίκους, έχουν χρησιμοποιηθεί με τρόπο αισώπειο, για να καυτηριάσουν και να παραδειγματίσουν. Έτσι, στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ (1726) του Τζόναθαν Σουίφτ, με την ιδιοφυή τους μισανθρωπία – στο τελευταίο του ταξίδι ο Γκιούλιβερ φτάνει στη χώρα των Χουυννμμ, των ευγενών αλόγων που διαφεντεύουν τους εκχυδαϊσμένους, παραμορφωμένους, ανθρωπόμορφους Γιαχού. Απαισιόδοξος σαν τον Σουίφτ στην εικόνα που 'χει για τον άνθρωπο, ο Γκίντερ Γκρας έχει χρησιμοποιήσει τούτο το εύρημα, του ζώου που μιλάει, στα Ο Μπουτ το ψάρι (1977) και H αρουραία (1986). Και, βέβαια, είναι και η περίφημη πολιτική αλληγορία του Τζορτζ Όργουελ, η Φάρμα των ζώων (1945), όπου το «όλα τα ζώα είναι ίσα» μοιραία, με τη διαβρωτική επήρεια της εξουσίας, μετατρέπεται σε «όλα τα ζώα είναι ίσα, μα κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τ' άλλα».
Ωστόσο, σ' όλα τούτα, πού 'ναι τα ίδια τα ζώα; Ζωόμορφοι άνθρωποι, στην Ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης, έχουν απλώς ενδυθεί τη φορεσιά της αλεπούς, του σκύλου, της γάτας, κ.λπ., γιατί εντέλει ο άνθρωπος μπορεί μονάχα να μιλήσει για τον άνθρωπο και για τίποτ' άλλο. Ο λαϊκός ωστόσο πολιτισμός, κι ας εξανθρωπίζει το ζώο, το γνωρίζει και το υπολήπτεται, αλλά με θλίψη παρακολουθώ μια ταινία, για παράδειγμα, σαν το Βασιλιά των λιονταριών ή το Happy feet, όπου εδώ, πολύ περισσότερο απ' ό,τι στους μύθους του Αισώπου (εκεί υπήρχε ακόμη ο σεβασμός που μια αγροτική κοινωνία τρέφει απέναντι στο ζώο, κι ο εξανθρωπισμός δεν γινόταν μέσ' απ' τα σαγόνια μιας βιομηχανίας που αλέθει καθετί, ως και την ίδια την επαπειλούμενη οικολογική καταστροφή, για να παράγει προϊόν), απ' το ζώο έχει μείνει μονάχα μια κενή μουτσούνα που μορφάζει – και τραγουδά και χορεύει!
Έτσι, σαν κατακλείδα τούτου του μικρού άρθρου, να μερικά λόγια του Τζον Μπέρτζερ (John Berger) απ' το εξαίρετο δοκίμιό του «Γιατί να κοιτάμε τα ζώα;», από τη συλλογή δοκιμίων About Looking: «Ως τον 19ο αι., ο ανθρωπομορφισμός ήταν στοιχείο αναπόσπαστο της σχέσης ανθρώπου-ζώου κι ήταν μια έκφραση της εγγύτητας αναμεταξύ τους. Ο ανθρωπομορφισμός ήταν απομεινάρι της συνεχούς χρήσης μεταφορικών σχημάτων με ζώα. Τους τελευταίους δύο αιώνες, ωστόσο, τα ζώα έχουν σταδιακά εξαφανιστεί. Σήμερα ζούμε δίχως αυτά. Και, σε τούτη τη νέα μοναξιά, ο ανθρωπομορφισμός μάς κάνει διπλά ανήσυχους». Και παρακάτω: «Στο παρελθόν, οι οικογένειες σ' όλες τις κοινωνικές τάξεις είχαν οικιακά ζώα επειδή αυτά χρησίμευαν σε κάτι − σκύλοι φύλακες και κυνηγόσκυλα, γάτες εξολοθρεύτριες ποντικών, κ.ο.κ. Το συνήθειο της κτήσης ενός ζώου κι ας μην έχει κάποια χρησιμότητα, της κατοχής κατοικίδιων, είναι σύγχρονη καινοτομία, και, στην κοινωνική κλίμακα που υφίσταται σήμερα, είναι μοναδικό. Αποτελεί μέρος του καθολικού μεν, προσωπικού δε, αποτραβήγματος στην κλειστή μικρή οικογενειακή μονάδα, που 'ναι στολισμένη ή επιπλωμένη μ' ενθύμια από τον έξω κόσμο, κάτι που 'ναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των καταναλωτικών κοινωνιών».
Πηγή: diastixo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου